Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την λήξη των εργασιών της σειράς διαλέξεων του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard με θεματική: “Ηγεσία και Ανθρωπιστικές Αξίες”

Η κρίση του κανόνα δικαίου ως κρίση δημοκρατικής νομιμοποίησης της Ηγεσίας

 Εισαγωγή

Αποτελεί κοινό τόπο, ιδίως στο πλαίσιο της Νομικής και της Πολιτικής Επιστήμης, ότι ο κανόνας δικαίου, ως «μονάδα μέτρησης» της κανονιστικής δύναμης της Έννομης Τάξης γενικώς, αντιμετωπίζει σήμερα, παγκοσμίως, μεγάλες -υπαρξιακές, θεσμικώς και πολιτικώς, θα μπορούσε να πει κανείς- προκλήσεις και αντίστοιχους κινδύνους.  Είναι δε απολύτως προφανές ότι αυτή η κρίση του κανόνα δικαίου, η οποία αφορά τόσο την δομή του όσο και την ρυθμιστική του εμβέλεια, συνιστά, κατ’ αποτέλεσμα, εξίσου επώδυνη κρίση αυτού τούτου του Κράτους Δικαίου.  Άρα, και πάντοτε στο πεδίο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κρίση του όλου Πολιτειακού Συστήματος -επέκεινα δε των τριών εξουσιών, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής- καθώς και των οργάνων καθεμιάς τους, πρωτίστως δε εκείνων που βρίσκονται στα ηγετικά τους κλιμάκια.

Α. Πριν από κάθε άλλη διευκρίνιση, είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι η κατά τ’ ανωτέρω κρίση του κανόνα δικαίου είναι μέρος των θεωρούμενων ως «εγγενών» αδυναμιών του Κράτους Δικαίου.  Ως εγγενείς, περιγράφονται οι αδυναμίες εκείνες, οι οποίες απορρέουν από τις ατέλειες, θεσμικές και πολιτικές, του ίδιου του Κράτους Δικαίου, υπό την σύγχρονη εκδοχή του.  Σύμφωνα με όρους συστημικής ανάλυσης, πρόκειται για ατέλειες των επιμέρους στοιχείων του «συστήματος» του Κράτους Δικαίου, οι οποίες δεν του επιτρέπουν ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνέπειες της αυξημένης «εντροπίας» του, όπως μάλιστα διεγείρεται από τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.  Οι εγγενείς αδυναμίες του Κράτους Δικαίου πλήττουν τόσο τις τρεις δομικές συνιστώσες του, ήτοι τη Νομοθετική, την Εκτελεστική και τη Δικαστική Εξουσία, όσο ακόμη και την Αναθεωρητική Εξουσία.

Β. Στις κατά τ’ ανωτέρω «εγγενείς» αδυναμίες, ως προς την αποτελεσματι­κή λειτουργία του Κράτους Δικαίου, πρέπει να προστεθούν και οι -διό­λου λιγότερο επικίνδυνες, όπως φαίνεται από την ανάλυση που ακο­λουθεί- «εξωγενείς» αδυναμίες, οι οποίες απορρέουν κατά κύριο λόγο από την, ραγδαί­ως εντεινόμενη, επιρροή της, δήθεν, ανάγκης ευρείας «απορρύθμισης» του πεδίου της κοινωνικής και οικονομικής δράσης. Η δε κρίση του κανόνα δικαίου, όπως ήδη διαγράφηκε σε γενικές γραμμές, είναι μέρος και των θεωρούμενων, κατά τον τρόπο που εκτέθηκε αμέσως προηγουμένως, γενικότερων εξωγενών αδυναμιών του Κράτους Δικαίου.  Είναι δε αυτές οι «εξωγενείς» αδυναμίες του Κράτους Δικαίου, με πιο εμφανή την εντεινόμενη «απορρύθμιση», που καταγράφονται ως περισσότερο διαβρωτικές για τον πυρήνα του και για τον κανόνα δικαίου. Και τούτο διότι η «απορρύθμιση» αυτή συρρικνώνει, δραματικά, το πεδίο της ρυθμιστικής παρέμβασής τους και αποδομεί την δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων -κυρίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας- κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

 

 

  1. Το πεδίο της «απορρύθμισης».

Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της επιχείρησης «απορρύθμιση» επισημαίνονται τ’ ακόλουθα:

Α. Η κοιτίδα της «απορρύθμισης».

«Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά τη δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της ακραίως νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί μιας αποτελεσματικής δυνατότητας πλήρους «αυτορρύθμισης» της αγοράς.

  1. Συγκεκριμένα, και σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, κατά την αντίληψη αυτή οι παραδοσιακές αρχές του καπι­ταλισμού, ως προς τη προσφορά και την ζήτηση, αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορ­ροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε πε­ριόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των αμιγώς οικονομικών κανόνων της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.
  2. Άρα, ο κάθε είδους και έκτασης κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προ­βλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά π.χ. η μέσω της κρατικής πα­ρέμβασης οργάνωση και επέκταση του Κοινωνικού Κράτους Δι­καίου, πέρα κι έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της αγο­ράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι λύση για τις οικονομι­κές κρίσεις.

Β. Το νόημα της «απορρύθμισης».

Κατ’ ακολουθία, η ως άνω αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της αγοράς -και, άρα, του οικονομικού συστήματος- αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζή­τησης, προϋποθέτει:

  1. Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του Κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το Κράτος -άρα και το Κράτος Δικαίου, υπό την εκδοχή του ιδίως ως Κοινωνικού Κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα-οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στον ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.
  2. Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαί­ου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν την δραστηρι­ότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.
  3. Οι επιπτώσεις της «απορρύθμισης».

Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης επιχείρησης «απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:

Α. Η γιγάντωση της επιρροής των φορέων του ιδιωτικού τομέα.

Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του το­μέα παρέμβασης του Κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν με την δράση τους νεοπαγείς φο­ρείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης.

  1. Αυ­τή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη που αναδεικνύει και το μέγεθος των συνεπειών της φθίνουσας πορεί­ας του Κράτους Δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτι­κού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσι­ας εξουσίας strictosensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρή­να του παραδοσιακού Κράτους Δικαίου και, πέραν των άλλων, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση προς το ίδιο το Σύνταγμα.
  2. Χαρακτη­ριστική στο σημείο αυτό είναι η απόφαση αρ. 1511/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία η εκχώρη­ση τέτοιου είδους αρμοδιοτήτων σε όργανα, που βρίσκονται εντε­λώς έξω από το πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αποδυ­ναμώνει τον σκληρό πυρήνα του Κράτους. Και, περαιτέρω, θέτει έτσι ζήτημα ως προς τον σεβασμό των κανόνων, οι οποίοι αφο­ρούν την άσκηση της Λαϊκής Κυριαρχίας.

Β. Οι κανονιστικές συνέπειες.

Κατά δεύτερο λόγο -και κατά συνέπεια- εκεί όπου η παραδοσια­κή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιω­τικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριό­τητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προ­έλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.

  1. Επιχειρείται και μέσω νεότευκτων κανόνων ιδιωτικής καταγω­γής και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες.
  2. Με την μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του Κράτους Δι­καίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δη­μόσιου χαρακτήρα Έννομης Τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυ­ξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής προέλευσης, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.

ΙΙΙ. Το δημοκρατικό έλλειμμα του Κράτους Δικαίου.

Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες -λόγω των θεσμικών και πο­λιτικών κενών του- αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέ­λειες του κανόνα δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αι­τίες του δημοκρατικού ελλείμματος που πλήττει καιρίως το σύγχρο­νο Κράτος Δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από τη μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλα­σιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της αρχής της νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην δι­αρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δρά­σης αυτής.

Α. Η αποδυνάμωση της αρχής της νομιμότητας.

Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπονο­μεύει η κρίση της αρχής της νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου κανόνα δικαίου να τιθα­σεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γε­γονός το οποίο οφείλεται, ιδίως, στο ότι:

  1. Ο κανόνας δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοι­νωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον κανόνα δικαί­ου, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δρά­ση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν οιονεί άναρχο κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεη και σαφή δημοκρατική υποδομή.
  2. Συνακόλουθα, οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την inconcreto τήρηση της αρχής της νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική τουεμβέλεια, θεσμικό οπλοστάσιο που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρα­τικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα- οργανωμένης Έννομης Τάξης.

Β. Η φθίνουσα δημοκρατική νομιμοποίηση της δράσης των κρατικών οργάνων.

Το κατά τ’ ανωτέρω φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως μεθόδου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υποσκάπτει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου Κράτους Δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:

  1. Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα και έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορ­φωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικής προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύ­ναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρα­τικής διάστασης, πυλώνες στήριξης του Κράτους Δικαίου.
  2. Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νο­μιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποί­ηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Με την έννοια ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζε­ται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι μάλιστα μακριά από την πραγ­ματικότητα η διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία είναι αυτή η, μειωμένης έκτασης, δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικώνοργάνων και των αρμοδιοτήτων τους που μπορεί να εξηγήσει περαιτέρω το σύγχρονο φαινόμενο της έλλειψης πραγματικών ηγετικών φυσιογνωμιών σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως όμως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Στο σύγχρονο Κράτος Δικαί­ου η πραγματική πηγή, από την οποίαν αναβλύζει το γνήσιο ηγε­τικό φαινόμενο, είναι η μέσω δημοκρατικών διαδικασιών αποδο­χή της ηγετικής φυσιογνωμίας και η εκούσια υπαγωγή των πολιτών στις κα­τά νόμο εκδιδόμενες αποφάσεις της, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.

Γ. Τα αντίδοτα.

Στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης του κανόνα δικαίου -άρα του Κράτους Δικαίου κατ’ ουσίαν- και της φθίνουσας δημοκρατικής νομιμοποίησης των κρατικών οργάνων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, η Έννομη Τάξη -και ιδίως εκείνη κρατών όπως η Ελλάδα, η οποία λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της υπερεθνικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης- έχει «συμμάχους».

  1. Ένας πρώτος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυ­νατότητες κι αντίστοιχες προσδοκίες, ο latosensu, Νομοθέ­της. Ξεκινώντας από τον Εθνικό Νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη από την Εκτελεστική Εξουσία κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως την διεθνή, υπό την ευρεία του όρου έννοια, Νομοθετική Εξου­σία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες δια­στάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βεβαίως, αυτή η πρώτη «συμμαχία» δεν έχει αποδώσει ως τώρα τ’ αναμενόμενα. Ειδικότερα:

α) Ο Εθνικός Νομοθέτης, μολονότι διαθέτει την μεγαλύτερη δυνατή δημοκρατική νομιμοποίηση μεσ’ από την πηγή της Λαϊκής Κυριαρχίας και τη δομή της Αντιπροσωπευτι­κής Δημοκρατίας, δεν ανθίσταται, όσο θα μπορούσε στην πραγματικότητα, στην ισχυρή πίεση της «απορρύθμισης». Αντιθέτως μάλιστα, ακόμη και τα σύγ­χρονα δεδομένα του κοινού Εθνικού Νομοθέτη -ιδίως μέ­σα στην άκρως κρίσιμη συγκυρία της βαθειάς οικονομι­κής κρίσης που φέρνει στην επιφάνεια όλους τους κιν­δύνους πλήρους αποδυνάμωσης του κανόνα δικαίου και της Έννομης Τάξης- οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εξα­κολουθεί να υποχωρεί υπό τις πιέσεις αυτές. Και να πα­ραχωρεί, έτσι, περισσότερο έδαφος στις δυνάμεις της «απορρύθμισης», χωρίς τις απαιτούμενες παρεμβάσεις υπεράσπι­σης των «τειχών» του οχυρού του παραδοσιακού Κρά­τους Δικαίου. Τούτο αποδεικνύεται κυρίως από το ότι ο Εθνικός Νομοθέτης περισσότερο παράγει κανονιστικώς συμβιβαζόμενος με τις απαιτήσεις του εσωτερικού και του διεθνούς οικονομικού συστήματος.  Και, αντιστρόφως, λιγότερο ανθίσταται, μέσω των κανόνων δικαίου εθνικής προέλευσης, στα ως άνω έξωθεν κελεύσματα, προκειμένου να θωρακίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς, στους οποίους μάλιστα οφείλει και την γέννησή του και τη νομιμοποίησή του κατά την αποστολή του. Η στάση αυτή του Εθνι­κού Νομοθέτη εμφανίζει σημεία επικίνδυνης «κόπωσης» για Έννομες Τάξεις οι οποίες, όπως συμβαίνει με την Ελλάδα, τελούν σε καθεστώς νομοθέτησης υπό τα δεδομένα των «Μνημονίων» αυστηρής δη­μοσιονομικής πειθαρχίας. Εδώ, πλέον, ο Εθνικός Νομοθέ­της χάνει ακόμη και βασικά συστατικά στοιχεία της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που του αναγνωρίζει το Σύνταγμα, κατά την άσκηση της Νομοθετικής Εξουσίας, με την μετατροπή και μετάλλαξη της ευχέρειας αυτής σε δέσμια αρμοδιότητα επίτευξης αμιγώς δημοσιονομικών στόχων μέσω κανόνων δικαίου. Και με μέτρο αποτίμησης της συνταγματικότητάς τους το «δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον».

β) Προς την ίδια, «διστακτική», κατεύθυνση κινείται και ο Νομοθέτης στο πλαίσιο της Ευρω­παϊκής Ένωσης. Και μάλιστα είτε πρόκειται για το πρω­τογενές είτε πρόκειται για το παράγωγο ευρωπαϊκό δί­καιο. Συγκεκριμένα -με κορύφωση την πορεία παραγω­γής κανόνων δικαίου μετά την δημιουργία του ευρώ και της Ευρωζώνης -ο Ευρωπαίος Νομοθέτης βαδίζει με γνώ­μονα την οικονομική, ορθότερα δε την αμιγώς νομισμα­τική ενοποίηση, δίχως να επικεντρώνεται στην θεσμική ενο­ποίηση του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, ιδίως με­τά την σταδιακή διεύρυνσή του. Και αυτή η «αβδηριτική» του νοοτροπία οδηγεί την ενοποίηση σε βήματα προς τα πίσω, δηλαδή σ’ ένα είδος θεσμικής πορείας με αρνητικό πρόσημο. Αναπότρεπτη συνέπεια είναι η πε­ραιτέρω διεύρυνση του ήδη μεγάλου δημοκρατικού ελ­λείμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ως προς τη νο­μιμοποίηση των οργάνων παραγωγής κανόνων του ευρω­παϊκού δικαίου αλλά και, συνακόλουθα, ως προς τη νο­μιμοποίηση αυτών τούτων των κανόνων δικαίου που πα­ράγουν. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον είναι προφανές, ότι οι κανόνες δικαίου που θεσπίζει ο Ευρωπαίος Νομοθέτης υποκύ­πτουν, πρωτίστως, στις απαιτήσεις της διεθνούς οικονο­μικής συγκυρίας και της πορείας του ευρώ στον ταραγ­μένο ωκεανό της παγκόσμιας οικονομικής και νομισμα­τικής κρίσης. Και πολύ λιγότερο  υπα­κούουν στις επιταγές θεσμικής ανάταξης της Ευρωπαϊ­κής Έννομης τάξης και του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου, σύμφωνα με τον προορισμό τους και τον παραδοσιακό πολιτισμικό τους προσανατολισμό, ο οποίος «δείχνει» πάντα προς την κατεύθυνση της δημοκρατικής οργάνω­σης του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος και της θωράκισης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

γ) Όσο για τον stricto sensu Διεθνή Νομοθέτη, η συμβολή του στην υπεράσπιση του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι ακόμη λιγότερο αποτελεσματική. Τούτο οφείλεται, ιδίως, στην εκ γενετής θεσμική «ανα­πηρία» της Διεθνούς Έννομης Τάξης, της οποίας οι κα­νόνες είναι, σε ορισμένα κρίσιμα πεδία, σχεδόν leges imperfectae, δοθέντος ότι δεν βρί­σκουν πραγματικό κανονιστικό έρεισμα σε οργανωμένους και αποτελεσματικούς κυρωτικούς μηχανισμούς.

  1. Πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και απο­τελεσματικής συμπαράστασης. Πρόκειται για τον Δικαστή, μεσ’ από την οργάνωση και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, primafaciae, αντι­φατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρα­τική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οι­κονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστα­σης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κα­νόνας δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου. Αν όμως εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέ­ματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία «οπλίζεται» ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουρ­γίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμε­νόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν τον Νομοθέτη. Αρκεί να το θελή­σει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατι­κών θεσμών.

α) Ο Εθνικός Δικαστής, πρώτος αυτός, εί­ναι σε θέση ν’ αποκαταστήσει την κανονιστική ισχύ του κανόνα δικαίου, της Έννομης Τάξης και του Κράτους Δι­καίου. Καταλυτικό συγκριτικό του πλεονέκτημα έναντι του Νομοθέτη είναι η δικαιοδοσία του να ελέγχει την, lato sensu, αντισυνταγματικότητα των κάθε είδους υποδεέ­στερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος κανόνων δικαίου και ν’ αποτρέπει, έτσι, την εφαρμογή τους. Με τον τρόπο αυτόν έχει την αρμοδιότητα, επιπλέον, να εμπλουτίζει υποστηρικτικώς το συνταγματικό κανονιστικό πλαίσιο και με τους κανό­νες δικαίου του διεθνούς κανονιστικού περιγύρου. Πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες ανάπτυξης αυτών των πτυχών της δικαιοδοτικής λειτουργίας διαθέτουν οι Εθνικές Έννο­μες Τάξεις, που έχουν υιοθετήσει το πρότυπο του, υπό την ευρεία του όρου έννοια, «Συνταγματικού Δικαστηρίου». Οι έννομες τάξεις της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Πορτογαλίας το αποδεικνύουν. Θ’ αποτελούσε όμως σημαντική παρά­λειψη -ίσως και ένα είδος πραγματικής «αδικίας»- η μη επισήμανση του ότι και ο Έλληνας Δικαστής, κατ’ εξοχήν μέσ’ από συ­γκεκριμένες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατεί­ας, ήδη αρχίζει ν’ αναπτύσσει δυνάμεις αντίστασης στις επιχειρήσεις αποδυνάμωσης των συνταγματικών επιταγών. Νομολογιακά προηγούμενα, όπως εκείνα των αποφάσε­ων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αρ. 1972/2012, 3342/2013 -σχετικά με την προστασία της ιδιοκτησίας- ιδίως δε υψηλού επιστημονικού κύρους αντιπροσωπευτικές μειοψηφίες τόσο στην ως άνω απόφαση αρ. 1972/2012 όσο και στην απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρα­τείας αρ. 668/2012 -σχετικά με το νομικό καθεστώς των «Μνημονίων»- το αποδείκνυαν, ευθύς εξ αρχής, με ιδι­αίτερη ενάργεια. Πολύ περισσότερο όμως ορισμένες, σχετικώς πρό­σφατες, αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναδεικνύουν ευθέως τέτοιες δυνάμεις αντί­στασης. Χαρακτηριστικές προς την κατεύθυνση αυτή εί­ναι π.χ. οι αποφάσεις:

α1) ΣτΕ 3354/2012, σύμφωνα με την οποία η, lato sensu, μονιμότητα των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου το­μέα μπορεί να θιγεί μόνον όταν αποδεικνύεται -μ’ επι­στημονικώς τεκμηριωμένες μελέτες- ότι η αντίστοιχη κα­τάργηση θέσεων δεν αποδυναμώνει την αποτελεσματική άσκηση των αρμοδιοτήτων των διοικητικών οργάνων και την συνακόλουθη διασφάλιση της, υπό ορθολογικούς όρους, συνεχούς λειτουργίας της οικείας δημόσιας υπη­ρεσίας.

α2) ΣτΕ 1906/2014, σχετικά με τα συνταγματικώς ανεκτά όρια των ιδιωτικοποιήσεων και, a fortiori, των απο­κρατικοποιήσεων, με αφορμή τη νομοθετική μεταβολή της νομικής φυσιογνωμίας της «ΕΥΔΑΠ Α.Ε.».

α3) ΣτΕ 1906/2014, σχετικά με τα συνταγματικώς ανεκτά όρια των ιδιωτικοποιήσεων και, a fortiori, των απο­κρατικοποιήσεων, με αφορμή τη νομοθετική μεταβολή της νομικής φυσιογνωμίας της «ΕΥΔΑΠ Α.Ε.».

α4) ΣτΕ 2195/2014, σχετικά με την οριοθέτηση του «σκλη­ρού πυρήνα» του Κράτους και την συνακόλουθη κρίση περί αντισυνταγματικής περικοπής των αποδοχών των έν­στολων δημόσιων λειτουργών.

α5) ΣτΕ 1125/2016, σύμφωνα με την οποία  ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί, εφόσον τα αρμόδια δικαστικά όργανα έχουν ήδη υποδείξει στην Διοίκηση τις ενέργειες, στις οποίες πρέπει να προβεί σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας [εν προκειμένω, προς  τις αποφάσεις Ολ. ΣτΕ 2193-5/2014, σχετικά με τις περικοπές αποδοχών των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας] να καθιστά, με ειδικές νομοθετικές  διατάξεις, ανενεργή την εκκρεμή διαδικασία συμμόρφωσης, καταστρατηγώντας την υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις δικαστικές αποφάσεις, που αποτελεί ειδικότερη πτυχή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης.

α6) ΣτΕ 1749/2016, σχετικά με την οριοθέτηση των νομοθετικών περιορισμών, κατ΄επίκληση λόγων δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος, του συνταγματικού δικαιώματος στην προστασία της υγείας (άρθρα 21 παρ. 3 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος). Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκε  ότι είναι αντισυνταγματική η οργάνωση του συστήματος φαρμακευτικής περίθαλψης και συνταγογράφησης, βάσει κυρίως οικονομικών κριτηρίων.  Και δη του άκαμπτου κριτηρίου της μη υπέρβασης ορισμένου ποσού, διότι ενδέχεται να περιορίζει ή και να εμποδίζει την, κατά τις επιταγές της επιστήμης, ενδεικνυόμενη, για κάθε περίπτωση, συνταγογράφηση εκ μέρους των ιατρών και να οδηγήσει σε υποβάθμιση του επιπέδου παροχής υπηρεσιών υγείας προς τους πολίτες.

β) Με τη σειρά του, ο Ευρωπαίος Δικαστής -στην ουσία το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)- μπορεί να συμβάλει καθοριστικώς τόσο στην υπε­ράσπιση του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου όσο ακό­μη και στην κάλυψη του υφιστάμενου δημοκρατικού -ορ­γανωτικού και κανονιστικού- ελλείμματος μέσα στην ευ­ρωπαϊκή Έννομη Τάξη. Ακόμη και αν η ως σήμερα στάση του μάλλον φαίνεται να συμβαδίζει με την «παθητικότητα» του Ευρωπαίου Νομοθέτη ως προς την υπεράσπιση των ευρωπαϊκών δημοκρατικών θεσμών. Ποτέ δεν είναι αργά. Και για την ακρίβεια, οφείλει να μην οδηγηθεί σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις ως προς το δικαιοδοτικό του κύρος. Μόνο που αυτό προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, κυρίως:

β1) Πρώτον, την σύμπλευση του ΔΕΕ με τον Εθνικό Δικαστή στην επιχείρηση προάσπισης των δημοκρατικών θεσμών και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Με την έννοια, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφική -ίσως και, τελικώς, κατα­στροφική- κάθε αντιπαράθεσή τους σ’ έναν στείρο αγώ­να επικράτησης του ευρωπαϊκού έναντι του εθνικού δι­καίου. Πολλώ μάλλον όταν αυτό είναι κανονιστικώς αδύ­νατο, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί την σημερινή της δομή. Όλως αντιθέτως, η αρμονική ερμηνευτική συνύ­παρξη των Εθνικών Έννομων Τάξεων με την Ευρωπαϊκή, δια των κατάλληλων μεθόδων ερμηνείας του κανόνα δι­καίου, θα μπορούσε ν’ αντλήσει απ’ όλο το, lato sensu, ευρωπαϊκό κανονιστικό πεδίο ως και το τελευταίο επιχεί­ρημα υπεράσπισης της, τόσο απαραίτητης όπως καταδείχθηκε, ρυθμιστικής δύναμης του κανόνα δικαίου.

β2) Δεύτερον, την ενεργοποίηση του ΔΕΕ προς τη κατεύθυν­ση της συναγωγής συμπληρωματικών γενικών αρχών, οι οποίες έχουν ως αποκλειστικό στόχο την κάλυψη των κε­νών του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου στο πλαίσιο της προστασίας των Θεμελιωδών  Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρόκει­ται βεβαίως για γενικές αρχές «θεσμικού χαρακτήρα», που το ΔΕΕ μπορεί να συναγάγει απ’ αυτό τούτο το εν γένει ευρωπαϊκό δίκαιο. Ιδίως όμως τέτοιες γενικές αρχές είναι περισσότερο χρήσιμες, όταν συνάγονται εκ μέρους του ΔΕΕ από το διεθνές δίκαιο και, πρωτίστως, από το «ευρωπαϊκό κοινοδίκαιο». Δηλαδή από την κοινή κανο­νιστική συνισταμένη, η οποία έχει ως ρυθμιστική πηγή το σύστημα όλων των έννομων τάξεων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μ’ επίκεντρο τους κανόνες της συνταγματικής παράδοσης των κρατών-μελών.

β3)  Τρίτον, την εκ μέρους του ΔΕΕ πλήρη αξιοποίηση της κα­νονιστικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του Χάρτη των Θεμε­λιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια τέ­τοια αξιοποίηση πρέπει να τείνει προς δύο, κατά βάση, ερμηνευτικές κατευθύνσεις: Η πρώτη αφορά την ερμηνευτική επιλογή, κατά την οποία τα δύο ως άνω, προστα­τευτικά των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κείμενα, φυσικά καθένα με τη νομική του ιδιοσυστασία, ερμηνεύονται ως κατευθυντήριες γραμμές για την όλη εφαρμογή του πρω­τογενούς και παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου. Άρα, in dubio, το δίκαιο αυτό ερμηνεύεται και εφαρμόζεται σύμ­φωνα με τις επιταγές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη των Θε­μελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και η δεύτερη αφορά την ερμηνευτική επιταγή, ότι τα όσα κα­νονιστικά κενά εμφανίζουν, ενδεχομένως, τα ως άνω κεί­μενα καλύπτονται με την, και πάλι in dubio, ερμηνεία υπέρ της πληρότητας και της αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

γ) Τέλος, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλει, σύμφωνα με τον προορισμό του, να ερμηνεύει και να εφαρμόζει την ΕΣΔΑ όχι μόνο σύμφω­να με τον αρχικό κανονιστικό προορισμό της, δηλαδή ως αυτοτελές πλαίσιο προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Αν­θρώπου. Αλλά και ως σύστημα κανόνων δικαίου που επη­ρεάζει, έστω και εμμέσως ακόμη, την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη ώστε να διασφαλίζει πλήρως τα κάθε είδους Δικαι­ώματα του Ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένων των κοινω­νικών. Τούτο σημαίνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από τη μια πλευρά πρέπει να ερμηνεύει τις διατάξεις της ΕΣΔΑ με τρόπο που, in dubio, αποβαίνει υπέρ της προστασίας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και, από την άλλη πλευρά, πρέπει να ερ­μηνεύει τις διατάξεις αυτού τούτου του ευρωπαϊκού δι­καίου, πρωτογενούς και παράγωγου -βεβαίως όταν και στο μέτρο που έχει σχετική δικαιοδοσία- έτσι ώστε να εφαρμόζονται υπό το πνεύμα της ΕΣΔΑ. Και όχι υπό την επιρροή των αμιγώς οικονομικής και νομισματικής λογι­κής κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου.

Επίλογος

Συνοψίζοντας τις αναλύσεις που προηγήθηκαν, μπορεί να συναχθούν τα εξής συμπεράσματα, ως προς τις επιπτώσεις της κατά τ’ ανωτέρω απομείωσης της εν γένει κανονιστικής δύναμης του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου, ιδίως σε ό,τι αφορά την δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων άσκησης της κρατικής εξουσίας και, κατ’ εξοχήν, των ευρισκόμενων στην κορυφή κάθε συγκεκριμένης ιεραρχίας.

Α. Πρώτον, η θεσμική και, επέκεινα, κανονιστική αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου και του σκληρού πυρήνα του, του κανόνα δικαίου, τόσον ως προς το πεδίο της ρυθμιστικής τους παρέμβασης όσον και ως προς την εμβέλεια της παρέμβασης αυτής, υποσκάπτει επικινδύνως, εν τέλει, την άσκηση της αρμοδιότητας των κρατικών οργάνων.  Άρα -και συνακόλουθα- την εκ μέρους των κρατικών οργάνων, ιδίως δε εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, λήψη αποφάσεων -ακόμη και κορυφαίας σημασίας για το κάθε κοινωνικό σύνολο- που πρέπει να έχουν επαρκές δημοκρατικό έρεισμα και αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση.

Β. Δεύτερον, κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως υποβαθμίζεται, σε μεγάλη μάλιστα έκταση, το θεσμικό και πολιτικό κύρος των κάθε είδους κρατικών οργάνων, στο μέτρο που η δημοκρατική τους νομιμοποίηση, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, συνιστά, σε κάθε δημοκρατικώς οργανωμένο Κράτος, και το πιο ισχυρό του εφόδιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους και την αποδοχή και εφαρμογή των σχετικών αποφάσεών τους από το κατά περίπτωση κοινωνικό σύνολο.  Πέραν τούτου, η μειωμένης έκτασης δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων και των αρμοδιοτήτων τους μπορεί να εξηγήσει -σε σημαντικό, τουλάχιστον, βαθμό- περαιτέρω το σύγχρονο φαινόμενο της έλλειψης πραγματικών ηγετικών φυσιογνωμιών σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως όμως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Και τούτο διότι στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου κάθε Κράτους, οργανωμένου στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, η πραγματική πηγή, από την οποία αναβλύζει το γνήσιο ηγετικό φαινόμενο, είναι η μέσω δημοκρατικών διαδικασιών αποδοχή της κάθε ηγετικής φυσιογνωμίας από τους πολίτες και η εκούσια υπαγωγή των τελευταίων στις κατά νόμο εκδιδόμενες αποφάσεις της, εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΕ/ΜΠΕ-ΜΠΟΥΓΙΩΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ