ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΤΟΥ ΖΑΓΚΡΕΜΠ

Η ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΗ ΑΝΑΓΚΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ

Εισαγωγή

Όσοι μετέχουμε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας συνείδηση πραγματικού Ευρωπαίου Πολίτη που μας συνδέει στον κοινό αγώνα για την ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, οφείλουμε να κατανοούμε, και δη διαχρονικώς, ότι ο ρόλος της υπερβαίνει τους Λαούς της και είναι, κυριολεκτικώς, πλανητικός. Με την έννοια ότι ο ρόλος αυτός είναι υπαρξιακός για την πορεία της Ανθρωπότητας, στο σύνολό της, αναφορικά με την εκπλήρωση του προορισμού της.

Α. Και για να γίνω σαφέστερος: Ο ως άνω ρόλος δεν είναι αμιγώς οικονομικός, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως επιδιώκοντας πάντοτε την οικονομική ανάπτυξη των Λαών της υπό όρους υγιούς ελεύθερου ανταγωνισμού στο πλαίσιο του γνήσιου Φιλελευθερισμού- δεν δημιουργήθηκε για να κατακτήσει, με κάθε κόστος, την παγκόσμια οικονομική κορυφή. Ακόμη περισσότερο, και πάλι με βάση τους όρους δημιουργίας της, η Ευρωπαϊκή Ένωση -βεβαίως πάντοτε υπερασπιζόμενη τα σύνορα, την εδαφική ακεραιότητα και την εθνική κυριαρχία των Κρατών-Μελών, που είναι και δικά της σύνορα και δική της εδαφική ακεραιότητα- δεν είναι προορισμένη να καταστεί η ισχυρότερη, παγκοσμίως, στρατιωτική δύναμη.

Β. Ο πλανητικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνίσταται στο ότι -με βάση την Ιστορία της, τον Πολιτισμό της και τις συνθήκες γέννησης του οράματος που οδηγεί τα βήματα της ολοκλήρωσής της- οφείλει να εξελιχθεί στην δύναμη εκείνη που θα υπερασπισθεί υπαρξιακές, όπως προανέφερα, για την Ανθρωπότητα αρχές και αξίες. Πρόκειται για τις αρχές και τις αξίες της Ειρήνης, της Δημοκρατίας -ειδικότερα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας- και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κυρίως δε των Δικαιωμάτων που συνδέονται αρρήκτως με την έννοια της Δικαιοσύνης, ιδίως δε της Κοινωνικής Δικαιοσύνης. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να γίνει η ακόλουθη διευκρίνιση: Δεν ισχυρίζομαι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέχει, οιονεί κληρονομικώς, το μονοπώλιο της υπεράσπισης των προμνημονευόμενων αρχών και αξιών. Είναι όμως γεγονός, ιστορικώς και πολιτισμικώς αναμφισβήτητο, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με ολοκληρωμένο το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, είναι η καταλληλότερη για να υπερασπισθεί, με μεγαλύτερη συνέπεια και αποτελεσματικότητα, σε παγκόσμιο επίπεδο τις αρχές και τις αξίες που προαναφέρθηκαν.

Γ. Συμπληρωματικώς, ως προς τις σκέψεις που προηγήθηκαν, διευκρινίζεται ότι το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, έως ότου φθάσει στον τελικό του στόχο, πρέπει να συνδυασθεί και με την δημιουργία και αποτελεσματική λειτουργία αξόνων δράσης, οι οποίοι θα επενεργήσουν ευεργετικά στην σταδιακή εξέλιξη και την οριστική του ευόδωση. Τέτοιοι άξονες είναι κυρίως εκείνοι, οι οποίοι διαμορφώνουν τις θεσμικές και πολιτικές προϋποθέσεις λήψης σημαντικών αποφάσεων σε καίριους τομείς της εν γένει Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Και στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι μια από τις κύριες παθογένειες του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, υπό την σημερινή του δομή και λειτουργία, είναι η απουσία αποφάσεων ή η μεγάλη καθυστέρηση κατά την λήψη αποφάσεων, οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικώς τόσο την εσωτερική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και την υπόστασή της και το κύρος της στο διεθνές γίγνεσθαι. Τα πιο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα τέτοιων αξόνων δράσης, που πρέπει να ολοκληρωθούν και να λειτουργήσουν για να προωθηθεί η διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, συνιστούν οι άξονες αφενός της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας και, δεύτερον, της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής.

Ι. Ο άξονας της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας.

Εξαιρετικά χρήσιμο, ως προς την ανάδειξη εν προκειμένω της σημασίας του άξονα της εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας (ΚΕΠΠΑ), είναι το ακόλουθο παράδειγμα: Πρέπει να επισημανθεί το αρνητικό γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν παρενέβη ενεργώς, όσο θα έπρεπε, στα τεκταινόμενα λόγω του πολέμου στην Μέση Ανατολή και, κατά συνέπεια, και στην χάραξη αποτελεσματικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του ISIS, όταν μάλιστα ήταν και είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το «πολεμικό θέατρο» της Μέσης Ανατολής αφορούσε και αφορά ευθέως πολλά Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με άμεσες επιπτώσεις σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Α. Η κατάσταση αυτή έφερε στο φως και το σημαντικό θεσμικό και πολιτικό κενό που προκύπτει εκ του ότι ο άξονας της (ΚΕΠΠΑ), των άρθρων 23 επ. της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), ήταν και παραμένει σχεδόν «ατροφικός». Συνακόλουθα δε αρκετά αδύναμος για να οδηγήσει, ιδίως σε περιπτώσεις εξαιρετικώς επείγοντος όπως εν προκειμένω, στην αποτελεσματική και έγκαιρη χάραξη ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.

Β. Κατά συνέπεια, παρίσταται, έστω και τώρα, άμεση ανάγκη ολοκληρωμένης ενεργοποίησης και εφαρμογής των θεσμών της ΚΕΠΠΑ, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 23 επ. της ΣυνθΕΕ. Τούτο συνεπάγεται, περαιτέρω, και:

1. Τον πλήρη σεβασμό της αρχής της Συνεννόησης και, ιδίως, της Αλληλεγγύης κατά την χάραξη και εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ, όπως ρητώς ορίζουν οι διατάξεις του άρθρου 32 παρ. 1 εδ. α΄ της ΣυνθΕΕ.

2. Καθώς και τον πλήρη σεβασμό της αρχής της Αλληλεγγύης στους τομείς του Ασύλου και της Μετανάστευσης, δηλαδή τον πλήρη σεβασμό των διατάξεων των άρθρων 77 επ. της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), και κατ’ εξοχήν του άρθρου 80, που ρητώς αναφέρεται στην ως άνω αρχή της Αλληλεγγύης. Αυτό καθίσταται τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο κατά την κρίση στην Μέση Ανατολή παρατηρείται, όπως ήδη επισημάνθηκε, εκ μέρους ορισμένων Κρατών-Μελών, μια επικίνδυνη παραβίαση της αρχής της Αλληλεγγύης ως προς την αντιμετώπιση των προσφύγων υπό όρους Ανθρωπισμού και Δικαιοσύνης, ήτοι υπό όρους πλήρους σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Παραβίαση, η οποία συνοδεύεται και από μιάν εξίσου επικίνδυνη άγνοια της έννοιας των θαλασσίων συνόρων των κρατών-μελών, επέκεινα δε της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του τρόπου φύλαξής τους υπό όρους πλήρους σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου.

ΙΙ. Ο άξονας της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής.

Είναι περιττό να τονισθεί η σημασία της αποτελεσματικής και αποδοτικής λειτουργίας του άξονα της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής για όλο το φάσμα της οικονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εξοχήν όμως για την οικονομία της Ευρωζώνης, μ’ αιχμή του δόρατος την αναπτυξιακή της πορεία και την πορεία του Ευρώ. Όπως ήδη αναλύθηκε εκτενώς, οι θεσμοί, μέσω των οποίων λειτουργεί ο άξονας της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρουσιάζουν σημαντικά κενά και, άρα, εξίσου σημαντικές ατέλειες, οι οποίες μπορεί να υπονομεύσουν κυρίως την αναπτυξιακή προοπτική της Ευρωζώνης και την αντίστοιχη προοπτική του κοινού νομίσματος, του Ευρώ. Για ν’ αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο αυτό και, επέκεινα, να ευοδωθεί ουσιαστικώς το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, κρίνονται αναγκαίες οι εξής τομές ως προς συγκεκριμένους θεσμούς της Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Α. Πρώτον, απαιτείται η ολοκλήρωση των θεσμικών μεταβολών, μέσω των οποίων θα προσδιορισθεί επακριβώς -υπό όρους Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου- η όλη οργάνωση και λειτουργία του Eurogroup. Έτσι ώστε να πάψει να υφίσταται η κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) -κορυφαίο παράδειγμα η απόφαση της 20.9.2016, «Ledra Advertising»- θεσμική «αφάνεια» του Eurogroup. «Αφάνεια», η οποία δεν είναι συμβατή με τον καθοριστικό ρόλο, τον οποίο διαδραματίζει στην πράξη το Eurogroup για την Ευρωζώνη στο σύνολό της. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, δεν είναι συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου και της εξ αυτού απορρέουσας αρχής της νομιμότητας.

Β. Δεύτερον, απαιτείται ο άμεσος εφοδιασμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) με όλα εκείνα τα θεσμικά μέσα, με τα οποία μπορεί να φέρει σε πέρας την, κατά τον προορισμό της, αποστολή της.

1. Η ανάγκη διασφάλισης στην ΕΚΤ των κατάλληλων μέσων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, λόγω του ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται μπροστά σε μια τεραστίων διαστάσεων κρίση χρέους, η οποία φέρνει στην επικαιρότητα την θεωρία της «Στιγμής Μίνσκι» ή της «Στιγμής του Τσακαλιού» («Minsky Moment», «coyote Moment»).

α) Τα στοιχεία είναι, κυριολεκτικώς εφιαλτικά: Το παγκόσμιο χρέος έχει φθάσει -και μάλιστα με τάσεις αύξησης υπό όρους γεωμετρικής προόδου- κοντά στο 330% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αγγίζοντας τα 230 τρισ. δολ. Την μερίδα του λέοντος -περίπου τρία τέταρτα- του χρέους αυτού κατέχουν τα κράτη και οι επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων φυσικά σ’ αυτές των τραπεζών.

β) Το ως άνω σενάριο γίνεται ακόμη πιο δυσοίωνο εκ του ότι, επειδή οι αποδόσεις ως ποσοστό συρρικνώνονται, ενισχύεται ραγδαία η ροπή προς επικίνδυνες κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι η ονομαστική αξία των παραγώγων -του πιο χαρακτηριστικού δείγματος παρακεκινδυνευμένης κερδοσκοπικής τοποθέτησης- παγκοσμίως ανέρχεται στο ιλιγγιώδες ύψος των 550 τρισ. δολ. περίπου, αγγίζοντας το υπερδιπλάσιο του παγκόσμιου χρέους και το υπερπενταπλάσιο του παγκόσμιου ΑΕΠ.

2. Θα πρέπει να επισημανθεί συναφώς η ιδιαιτέρως θετική στάση του ΔΕΕ προς την κατεύθυνση αυτή. Με την εξαιρετικά σημαντική απόφασή του Gauweiller (C-42/64) –με την οποία κρίθηκε ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ περί αγοράς κρατικών ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές (ΟΜΤ) δεν παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης κρατών-μελών από την ΕΚΤ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 123 παρ. 1 ΣΛΕΕ- το ΔΕΕ διόρθωσε σημαντικές αρρυθμίες και αβλεψίες στον σχεδιασμό της νομισματικής ένωσης. Και επέτρεψε στην ΕΚΤ ν’ αναλάβει έναν πιο ενεργητικό ρόλο κατά την διαχείριση της νομισματικής αποστολής της, χρησιμοποιώντας όλα εκείνα τα μέτρα που διαθέτουν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες (όπως π.χ. η Fed στις ΗΠΑ) για να επεμβαίνουν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ πρέπει να εφοδιασθεί ιδίως με τα μέσα που της επιτρέπουν:

α) Ν’ ασκήσει αποτελεσματικά τον εποπτικό της ρόλο στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος που υπάγεται σ’ αυτήν.

β) Ν’ αντιμετωπίσει την άκρως επικίνδυνη κρίση χρέους, που εκδηλώνεται απειλητικά στα Κράτη-Μέλη της Ευρωζώνης. Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να τονισθεί ότι, δίχως την θεσμοθέτηση ενός είδους κατάλληλου «ευρωομόλογου», η ΕΚΤ δεν θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί στην αποστολή της για την αντιμετώπιση της προαναφερόμενης κρίσης χρέους και, συνακόλουθα, στην αποστολή της για την δημιουργία προϋποθέσεων πραγματικής και βιώσιμης ανάπτυξης κυρίως εντός Ευρωζώνης.

Γ. Τρίτον, απαιτείται η πλήρης μετατροπή, το ταχύτερο δυνατόν, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) σε πραγματικό Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Η εξέλιξη αυτή από την μια πλευρά θ’ αποτρέψει στο μέλλον την επανάληψη του φαινομένου της ανάμιξης στα interna corporis της Ευρωζώνης οργανισμών δίχως την ανάλογη εμπειρία. Και, από την άλλη πλευρά, θα βοηθήσει ουσιωδώς την ΕΚΤ στην ευόδωση της, κατά τ’ ανωτέρω, αποστολής της.

Επίλογος

Η ανάλυση που προηγήθηκε οδηγεί στο συμπέρασμα -το οποίο άλλωστε επιβεβαιώνει καθημερινά η σημερινή δυσοίωνη συγκυρία στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης- ότι μια ισχυρή Ενοποιημένη Ευρώπη, ικανή να φέρει σε πέρας τον πλανητικό της ρόλο, προϋποθέτει την απαραίτητη θεσμική και πολιτική συνοχή του όλου Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, την οποία μόνον η οριστική Ευρωπαϊκή Ενοποίηση μπορεί να διασφαλίσει.

Α. Η μορφή, την οποία θα πάρει το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα μετά το πέρας της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, δεδομένη: Μια ομοσπονδιακού τύπου σύνδεση των Κρατών-Μελών, που εδράζεται στην, υπαρξιακή για το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα, αρχή της Αλληλεγγύης, με μια διακυβέρνηση, η οποία στηρίζεται στον σεβασμό της Δημοκρατικής Αρχής μέσω των θεσμικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Και το θεσμικό πρότυπο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ιδίως την εφαρμογή της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών, την εμπέδωση του Κράτους Δικαίου και της συνακόλουθης αρχής της νομιμότητας, οπωσδήποτε δε τον σεβασμό των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Β. Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης απαιτεί, επιπλέον, για την ευόδωσή του την άμεση οργάνωση και λειτουργία των μηχανισμών εκείνων, μέσω των οποίων μπορεί να λαμβάνονται, εγκαίρως και αποτελεσματικώς, οι καίριες εκείνες αποφάσεις, που δίνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την δυνατότητα να φέρει σε πέρας την αποστολή της, τόσον έναντι των κρατών-μελών όσο και στο πεδίο του διεθνούς γίγνεσθαι. Οι αποφάσεις αυτές σχετίζονται, κατά κύριο λόγο, με την Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας καθώς και με την Οικονομική και Νομισματική Πολιτική.

Γ. Χωρίς την απαραίτητη συνοχή και με την προοπτική της ενοποίησής της αμφίβολη -όπως, δυστυχώς, συμβαίνει σήμερα- είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να εμπνεύσει εκείνο το κύρος, το οποίο ως και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν την έκανε «ελκυστική», έτσι ώστε τα κράτη της Γηραιάς Ηπείρου να «διαγκωνίζονται», κυριολεκτικώς, προκειμένου να καταστούν μέλη της. Το Brexit πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όλους εκείνους που πιστεύουμε στο Ευρωπαϊκό Όραμα. Πέραν τούτου, και το κυριότερο: Μόνον η ρεαλιστική προοπτική μιας ισχυρής Ενωμένης Ευρώπης μπορεί να εξουδετερώσει τα μορφώματα του λαϊκισμού ή και του νεοναζισμού τα οποία, όπως προκύπτει από τις εκλογικές αναμετρήσεις σε Κράτη-Μέλη, το 2017 και το 2018, αναφύονται και επιβουλεύονται, απροκάλυπτα, την συνοχή και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.