Σημεία ομιλίας στην Επετειακή Εκδήλωση Εορτασμού της «Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας» (26-30 Ιανουαρίου 1821), με θέμα: Η «Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας» κατά την Εθνεγερσία του 1821

Αίγιο, 13.2.2022

Κύριε Δήμαρχε,

Κυρίες και Κύριοι,

Με αισθήματα ξεχωριστής τιμής και ειλικρινούς συγκίνησης βρίσκομαι και πάλι μαζί σας, ως Επίτιμος Δημότης του Δήμου Αιγιαλείας, συνεορτάζοντας την εμβληματική Επέτειο της «Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας», η οποία συνήλθε εδώ, στο Αίγιο, μεταξύ 26-30 Ιανουαρίου 1821.  Στα όσα επισήμανα στο Αίγιο την 26η Ιανουαρίου 2018, κατά την τότε επίσκεψή μου ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, επιτρέψατέ μου να υπενθυμίσω και να προσθέσω τα εξής:

Ι. Το ιστορικό της «Μυστικής Συνέλευσης της Βοστίτσας»

Εκτός του ότι το 1821 αποτελεί την εμβληματική αφετηρία της Εθνεγερσίας και της Παλιγγενεσίας, η οποία οδήγησε στην δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους και επηρέασε καθοριστικώς την έκτοτε πορεία του Λαού μας και του Έθνους μας, ένα πολύ σημαντικό γεγονός του έτους αυτού συνιστά σταθμό και στην ιστορία της Πόλης σας.

Α. Στις 26-30 Ιανουαρίου του 1821, λίγο πριν το ξέσπασμα την «έκρηξη» Επανάστασης στην Αγία Λαύρα, την 25η Μαρτίου 1821, συγκλήθηκε στο Αίγιο η πρώτη επίσημη σύσκεψη των κληρικών και των προεστών του Μοριά για την Επανάσταση, η ονομαστή «Μυστική Συνέλευση της Βοστίτσας». Η Συνέλευση πραγματοποιήθηκε στο Αίγιο, επειδή εκεί υπήρχαν σχετικά λίγοι Τούρκοι. Οι συγκεντρωθέντες, για να μην κινήσουν τις υποψίες των Τούρκων, διέδιδαν ότι η συνάντηση αφορούσε, δήθεν, την επίλυση κτηματικών διαφορών μεταξύ μοναστηριών. Η Συνέλευση συνερχόταν κάθε μέρα σε διαφορετικό σπίτι. Αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα σπίτια των προεστών Ανδρέα Λόντου, Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου και Άγγελου Μελετόπουλου.

Β. Οι συζητήσεις άρχισαν μετά την άφιξη του Παπαφλέσσα, ως εκπροσώπου του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας. Στην Συνέλευση έλαβαν μέρος πολλοί κληρικοί από ολόκληρη την Πελοπόννησο και πρόκριτοι από τρεις επαρχίες της Αχαΐας: Των Πατρών, της Βοστίτσας και των Καλαβρύτων.  Μερικοί από τους συμμετασχόντες  ήταν οι ακόλουθοι: o Παλαιών Πατρών Γερμανός (ως πρόεδρος της Συνέλευσης), o Παπαφλέσσας (ως εισηγητής εκ μέρους της Φιλικής Εταιρείας), ο Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Γερμανός Ζαφειρόπουλος, ο Πρωτοσύγκελος Χριστιανουπόλεως Αμβρόσιος Φραντζής, οι  Νικόλαος Λόντος, Ανδρέας Λόντος, Ασημάκης Ζαΐμης, Ανδρέας Ζαΐμης, Ανδρέας Χριστόδουλος ή Χριστοδούλου, Σωτήρης Χαραλάμπης, Ασημάκης Φωτήλας, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, Λέων Μεσσηνέζης,  Ιωάννης Παπαδόπουλος, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, ο  Επίσκοπος Κερνίκης Προκόπιος, ο Ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου Ρεγκλής ή Μπόχαλης, ο Ιερομόναχος Ιερόθεος και ο Επίσκοπος Μονεμβασίας Χρύσανθος. Βασικό θέμα της Συνέλευσης υπήρξεν ο καθορισμός του χρόνου της έναρξης της Επανάστασης. Ως τέτοια αρχικώς προσδιορίσθηκε, εφόσον οι συνθήκες το επέτρεπαν και υπήρχε και ευνοϊκή απάντηση από την Ρωσία, η 25η Μαρτίου. Αλλιώς, η 23η Απριλίου ή η 21η  Μαΐου. Επίσης, σε περίπτωση που οι Οθωμανοί τους καλούσαν στην Τριπολιτσά, θα κήρυσσαν την Επανάσταση πρώτοι.

Γ. Κατά την συνεδρίαση υπήρξαν αρκετές διαφωνίες για την έναρξη της Επανάστασης. Μεταξύ αυτών που ζητούσαν αναβολή ήταν και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Yποστηρίχθηκαν δύο γνώμες:

1. Η μία γνώμη, της οποίας κύριος υποστηρικτής ήταν ο Παπαφλέσσας, συνίστατο στην ανάληψη άμεσης δράσης. Και τούτο διότι αν δεν εκδηλωνόταν έγκαιρα, η Επανάσταση ήταν ενδεχόμενο να ματαιωθεί από μέτρα που θα λάμβαναν οι Τούρκοι, με δεδομένο ότι ήδη οι κινήσεις της Φιλικής Εταιρίας μάλλον είχαν γίνει γνωστές στην Υψηλή Πύλη.

2. Η άλλη προσέγγιση, που την χαρακτήριζε μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα ως προς τον χρόνο κήρυξης της Επανάστασης -όχι ως προς την αναγκαιότητα της Επανάστασης καθεαυτήν- έθετε, μεταξύ άλλων, τ’ ακόλουθα ερωτήματα: Πώς θα ξεκινούσε η Επανάσταση, δηλαδή υπό ποιές συνθήκες; Είχαν ολοκληρωθεί οι προετοιμασίες; Η εξέγερση θα ήταν καθολική; Ποιός θα την διηύθυνε; Θα έφθανε βοήθεια από το εξωτερικό; Πόση και ποιά εγγύηση υπήρχε γι’ αυτή την βοήθεια;

Δ. Και υπέρ των δύο αυτών γνωμών συνηγορούσαν σοβαρά επιχειρήματα.

1. Προκειμένου, όμως, να γίνει απολύτως κατανοητό ότι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν υπήρξε λιγότερο πατριώτης από τον Παπαφλέσσα, ας αναλογισθούμε από την μια πλευρά ότι η Συνέλευση της Βοστίτσας συνέπεσε, σχεδόν, χρονικώς με το Συνέδριο του Λάιμπαχ των κρατών-μελών της Ιεράς Συμμαχίας -Γαλλίας, Ρωσίας, Αυστρίας, Πρωσίας και Αγγλίας, που συμμετείχε ως παρατηρητής-  το οποίο διεξήχθη από την 26η Ιανουαρίου ως την 12η Μαΐου 1821. Και, από την άλλη πλευρά, ότι το Συνέδριο αυτό είχε συγκληθεί λίγο μετά το αντίστοιχο Συνέδριο της Ιεράς Συμμαχίας στο Τρόππαου -περί τα τέλη του 1820- στο οποίο είχε αμφισβητηθεί η πολιτική της επέμβασης των Μεγάλων Δυνάμεων στην καταστολή επαναστατικών κινημάτων, οπότε ιδίως ο Μέτερνιχ, από πλευράς Αυστρίας, επεδίωκε με κάθε τρόπο, μέσω του Συνεδρίου του Λάιμπαχ, την επάνοδο στο καθεστώς επέμβασης, μετά τα επαναστατικά κινήματα σε Ισπανία, Νάπολη και θύλακες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σερβία). Λογικό, λοιπόν, ήταν να υπάρξουν σκέψεις –σκέψεις απολύτως πατριωτικές- για το πώς θα ενεργούσαν οι αντιδραστικές σε κάθε επαναστατικό κίνημα «κραταιές» δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας.

2. Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, στην Βοστίτσα δεν ελήφθη καμία απόφαση. Αυτό δεν αληθεύει. Νεότερες μελέτες τεκμηριώνουν, εμμέσως πλην σαφώς, το αντίθετο: Η άλλοτε επικρατούσα θέση ότι στην Βοστίτσα υπήρξε αγεφύρωτη σύγκρουση απόψεων των κοτζαμπάσηδων και ιερέων με τον Δικαίο (όπως αναφέρεται π.χ. στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», ΙΒ’, σ. 79) και ότι το ξέσπασμα της Επανάστασης συνέβη περίπου τυχαία, δεν γίνεται αποδεκτό από σύγχρονους ιστορικούς (π.χ. Β. Παναγιωτόπουλος, Δ. Τζάκης). Οι συντονισμένες ενέργειες υψηλού ρίσκου και συνωμοτικότητας (μετακινήσεις, συσκέψεις, συγκέντρωση χρημάτων και πολεμικού υλικού, πυκνή αλληλογραφία κτλ), καθώς και η ετοιμότητα που υπήρξε το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 1821, δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν, εάν στην Βοστίτσα είχε απορριφθεί το επαναστατικό σχέδιο της Φιλικής Εταιρείας. Η διαδεδομένη ιστοριογραφική άποψη, που θέλει τον Δικαίο απομονωμένο ή και καταδιωκόμενο από τους κοτζαμπάσηδες και αρχιερείς, βασίζεται στην επιλεκτική χρήση κάποιων πηγών (π.χ. Φωτάκος, Φραντζής,) και την αποσιώπηση άλλων. Για παράδειγμα, είχε αγνοηθεί η αποστολή του Σπ. Χαραλάμπους προς τους Υδραίους Φιλικούς, στους οποίους μετέφερε τις αποφάσεις της Συνέλευσης της Βοστίτσας, καθώς και η σχετική επιστολή του Παπαφλέσσα, της 31-1-1821, με την οποία καλεί τον Ιάκωβο Τομπάζη να εμπιστευθεί και ν’ αποδεχθεί τις εντολές του Σπ. Χαραλάμπους.

Ε. Μετά την Συνέλευση αποφασίσθηκε να σταλεί ο ιερομόναχος Ιερόθεος στην Πελοπόννησο, προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για τον Αγώνα, ενώ πολλοί από τους παρευρισκόμενους προσέφεραν πρώτοι οικονομική βοήθεια. Ο Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως Γερμανός 2.000 γρόσια, ο Α. Φρατζής 2.000, ο Σπ. Χαραλάμπους 2.500, ο Επίσκοπος Προκόπιος 1.500 και ο Α. Ζαΐμης 3.000. Μάλιστα, διαβάσθηκε και επιστολή του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που προέτρεπε σε ταχεία έναρξη της Επανάστασης. Επίσης, μεταξύ των αποφάσεων της Συνέλευσης ήταν να ενημερώσουν όλους τους προκρίτους της Πελοποννήσου για τις σκέψεις και τις επιμέρους αποφάσεις της Συνέλευσης. Ορίσθηκε δε, ο μεν Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως να ενημερώσει, κατά την επιστροφή του, τους προεστούς των επαρχιών Μυστρά, Καλαμάτας, Αρκαδίας, Καρυταίνης και Φαναρίου.  Και ο Επίσκοπος Μονεμβασίας τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Στάλθηκαν, ακόμη, επιστολές στον πρώην Επίσκοπο Άρτης Ιγνάτιο και στην Ρωσία. Οι πρόκριτοι του Αιγίου, Ανδρέας Λόντος, Δημήτριος Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος και Λέων Μεσσηνέζης, σύντομα ξεκίνησαν τις ετοιμασίες για τον Αγώνα. Ο Ανδρέας Λόντος συγκρότησε το πρώτο μεγάλο στρατιωτικό σώμα της Πελοποννήσου (400 άνδρες από την Αιγιάλεια και την απέναντι Ρούμελη), το οποίο συντηρούσε με δικά του έξοδα.

ΣΤ. Όταν οι Τούρκοι του Αιγίου πληροφορήθηκαν την παράδοση των Τούρκων των Καλαβρύτων, αποφάσισαν να φύγουν οικειοθελώς και να περάσουν με βάρκες στην Φωκίδα,  επειδή το Αίγιο δεν διέθετε κανένα φρούριο. Στην αποχώρησή τους αυτή τους βοήθησαν και οι ίδιοι οι Αιγιώτες. Δεν είναι ακριβώς γνωστό πότε συνέβη αυτό. Ως πλέον πιθανές ημέρες αναχώρησης των Τούρκων από το Αίγιο θεωρούνται η 24η ή 25η Μαρτίου. Ο Ιστορικός του 19ου αιώνα Σπυρίδων Λάμπρος στο “Ιστορικό Λεξικό” του 1880 γράφει: Το «Αίγιον υπήρξεν η πρώτη πόλις, εκ της οποίας, εκραγείσης της Επαναστάσεως, έφυγαν οι Τούρκοι το κατ’ αρχάς έντρομοι». Ας σημειωθεί, τέλος, ότι κατά τους πρώτους μήνες της Επανάστασης του 1821 το Αίγιο, αφού είχε εκκενωθεί, κάηκε δύο φορές από το πέρασμα Τούρκων και Αλβανών, που είχαν έλθει προς βοήθεια της πολιορκούμενης Τριπολιτσάς. Ο δεύτερος εμπρησμός έγινε μερικές ημέρες πριν την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου) και επακολούθησαν λεηλασίες και αρπαγές στην επαρχία γύρω από το Αίγιο.

Ζ. Τον καθοριστικό ρόλο της Συνέλευσης της Βοστίτσας στην έκρηξη της Εθνεγερσίας επιβεβαιώνει και το ακόλουθο γεγονός:  Μεταξύ των τριών ημερομηνιών που επελέγησαν από την Συνέλευση, για την έναρξη της Εθνεγερσίας, ήτοι μεταξύ 25ης Μαρτίου, της 23ης Απριλίου και της 21ης Μαΐου, ήταν η πρώτη που υπερίσχυσε.  Με άλλες λέξεις, η Συνέλευση της Βοστίτσας -φυσικά μαζί με τα λοιπά γεγονότα που προαναφέρθηκαν- όχι μόνο δεν εμπόδισε την Εθνεγερσία, αλλά λειτούργησε, εν δυνάμει, ως καθοριστικός καταλύτης της. Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο ότι η Συνέλευση της Βοστίτσας ήταν η «σπίθα» που πυροδότησε τις έτοιμες ψυχές των υπόδουλων Ελλήνων, για να επέλθει η έκρηξη της Εθνεγερσίας στην Αγία Λαύρα, την 25η Μαρτίου 1921.

ΙΙ. Έθνος και Γλώσσα

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτή την κορυφαία συγκυρία αναδύεται, ως αυτονόητη θεμελιώδης προτεραιότητα, η ανάγκη διευκρίνισης των προϋποθέσεων γέννησης και της μετέπειτα πορείας του Ελληνικού Έθνους.  Και γιατί ο όρος «Εθνεγερσία του 1821» σηματοδοτεί, επίσης αυτονοήτως, την αυταπόδεικτη πραγματικότητα της Επανάστασης, μέσω της οποίας ένα από αιώνων προϋπάρχον Έθνος αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό, ύστερα από τετρακόσια χρόνια αιματοβαμμένης σκλαβιάς -ας θυμηθούμε τους συμβολισμούς της «αλυσόδετης πατρίδας του σκλάβου», μέσ’ από τον στίχο του Ιωάννη Πολέμη στο «Κρυφό Σχολειό»- γεγονός το οποίο την διαφοροποιεί, ευθέως και αναντιρρήτως, από άλλες επαναστατικές διεργασίες της εποχής, όπως η «Ένδοξη Επανάσταση» του 1688 στην Αγγλία, η Αμερικανική Επανάσταση του 1776 και η Γαλλική Επανάσταση του 1789.  Αλλά και γιατί έχουν διατυπωθεί εντελώς πρόχειρες -και ως εκ τούτου ιστορικώς ατεκμηρίωτες και αντιστοίχως εσφαλμένες- θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η γέννηση του Ελληνικού Έθνους δήθεν «συμπίπτει», αδιακρίτως, με την Εθνεγερσία του 1821 και την μετέπειτα ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους.

Α. Είναι φανερό ότι οι υποστηρικτές τέτοιων θέσεων συγχέουν και, εν τέλει, ταυτίζουν δύο, εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους, δεδομένα.  Και, συγκεκριμένα, από την μια πλευρά την υπό ιστορικούς και, lato sensu, κοινωνιολογικούς όρους -και για μεγαλύτερη ακρίβεια εθνολογικούς όρους- γέννηση ενός Έθνους.  Και, από την άλλη πλευρά, την θεσμική και πολιτική διεργασία μετατροπής ενός προϋπάρχοντος, υπό την κατά τ’ ανωτέρω έννοια, Έθνους σε Έθνος-Κράτος.  Ιδίως δε Έθνος-Κράτος το οποίο, σύμφωνα με την ορολογία της επικρατήσασας στην Δύση και στην Ευρώπη θεσμικής και πολιτικής «νεωτερικότητας», εδράζεται στις αντηρίδες της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως διαδικασίας εγγύησης της Ελευθερίας με ιεραρχημένη και δημοκρατικώς νομιμοποιημένη Έννομη Τάξη, η οποία, ακριβώς λόγω της ιεράρχησής της, έχει ως «θεμέλιο» αλλά και «κορυφή» το Σύνταγμα.

Β. Κατ’ ιστορική και θεσμικοπολιτική λοιπόν ακρίβεια, η Εθνεγερσία του 1821 υπήρξε η αφετηρία της μετέπειτα δημιουργίας -οριστικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830- του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους που οργανώθηκε με βάση τους θεσμούς της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

1. Προπομποί αυτής της εξέλιξης υπήρξαν τα Τοπικά Πολιτεύματα του 1821 -σε Σάμο, Κρήτη, Άμφισσα, Μεσολόγγι και Άργος- και τα προσωρινά Συντάγματα της Επιδαύρου, το 1822 και του Άστρους, το 1823.  Κατάληξή τους δε υπήρξε το «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος», το οποίο ψηφίσθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, το 1827.  Και το οποίο ναι μεν ελάχιστα εφαρμόσθηκε, λόγω των συνθηκών της εποχής, πλην όμως αποτέλεσε τον πρώτο οριστικό Καταστατικό Χάρτη της ακόμη αγωνιζόμενης Ελλάδας.

2. Κατά συνέπεια, η υπό τα ως άνω δεδομένα δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, υπό την μορφή Έθνους-Κράτους, καταδεικνύει ευχερώς ότι, από αμιγώς εθνολογική άποψη, το Ελληνικό Έθνος είναι πολύ προγενέστερο της Εθνεγερσίας του 1821.  Και τούτο γιατί ήταν αυτό το  Έθνος το οποίο, μέσω της Επανάστασης του 1821, αποτίναξε τον οθωμανικό ζυγό και άνοιξε έτσι τον δρόμο για την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους -ύστερα από δεκαετή, σχεδόν, αιματηρό αγώνα- με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, όπως προεκτέθηκε.  Ας μην ξεχνάμε ότι η «Ιερά Συμμαχία», με «καθοδηγητή» τον Κλέμενς φον Μέττερνιχ, ιδίως ύστερα από το Συνέδριο της Βιέννης μεταξύ 1814-1815, ήταν ο κυριότερος αντίπαλος στην δημιουργία του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, το οποίο ως το πρώτο στην Ευρώπη Έθνος-Κράτος -όπως και υπήρξε εν τέλει- «έθετε σε κίνδυνο» την εδραίωση του «παλαιού καθεστώτος» («Ancient Régime») των αριστοκρατικών φεουδαρχικών προνομίων.  Και το ερώτημα εγείρεται αυτοθρόως: Αν η δημιουργία του Ελληνικού Έθνους συμπίπτει, γενικώς, με την Εθνεγερσία του 1821, ποιο ήταν εκείνο το Έθνος, το οποίο η Ιερά Συμμαχία και ο Μέττερνιχ αναγνώριζαν αλλά δεν ήθελαν, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, να εξελιχθεί σε αυτόνομο Έθνος-Κράτος;

Γ.   Αντιστοίχως, κατ’ ιστορική και κοινωνιολογική -επομένως κατ’ εθνολογική- ακρίβεια, είναι εντελώς διαφορετική η κατεύθυνση, η οποία πρέπει να υιοθετηθεί για την αποκάλυψη των καταβολών και των ριζών του Ελληνικού Έθνους.  Και κατά την επικρατέστερη -αλλά και εθνολογικώς επαρκώς τεκμηριωμένη- άποψη, η γλώσσα είναι εκείνη, η οποία αποτελεί, τουλάχιστον κατά κανόνα, το «όχημα» εξελικτικής δημιουργίας ενός Έθνους.  Επομένως, η Ελληνική Γλώσσα -η οποία γράφεται και ομιλείται ουσιαστικώς αδιαλείπτως πάνω από τρεις χιλιετίες, «προνόμιο» που ουδεμία άλλη γλώσσα στην ιστορία της Ανθρωπότητας μπορεί να διεκδικήσει- είναι εκείνη, η οποία υπήρξε το «όχημα» της εξελικτικής δημιουργίας του Ελληνικού Έθνους.  Επέκεινα δε και του Ελληνικού Πολιτισμού, μιάς και η πορεία του τελευταίου είναι εντελώς παράλληλη μ’ εκείνη του Ελληνικού Έθνους.  Ίσως δε ένας μεγάλος ποιητής μπορεί να εκφράσει πληρέστερα αυτή την μεγάλη αλήθεια από πολλούς ιστορικούς.  Τούτο αναδεικνύεται, με μοναδικό τρόπο, μέσ’ από τους στίχους -πραγματικό «ιωνικό κιονόκρανο» όχι μόνον της Ελληνικής αλλά και της Παγκόσμιας Ποίησης- του Οδυσσέα Ελύτη, στο «Άξιον Εστί» (Τα Πάθη, Ψαλμός Β΄):

«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου».

1. Η άρρηκτη σύνδεση του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Πολιτισμού με την Ελληνική Γλώσσα προκύπτει από το ότι ο Ελληνικός Πολιτισμός υπήρξε, εξ’ υπαρχής, Πολιτισμός ιδίως του γραπτού λόγου. Με την έννοια ότι είναι το αποτέλεσμα της γραπτής διατύπωσης και αποτύπωσης των κάθε είδους -και ιδίως των μεγάλων- πνευματικών δημιουργημάτων και κατακτήσεων.  Ο γραπτός λόγος όμως είναι το μέσο, με το οποίο η γλώσσα πορεύεται στην αιωνιότητα.  Άρα στην βάση του γραπτού λόγου βρίσκεται η γλώσσα.  Έτσι, η Ελληνική Γλώσσα κατέστη όχι μόνο το μέσο επικοινωνίας ενός Λαού ή και ενός Έθνους γενικότερα, αλλά και το όργανο διαμόρφωσης της Παιδείας, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού, από την γέννησή του ως την μέχρι σήμερα εξέλιξή του.  Και όλα αυτά έχουν ως αφετηρία το επιστημονικώς ακραδάντως τεκμηριωμένο συμπέρασμα, ότι η δύναμη της Ελληνικής Γλώσσας, ως μέσου επικοινωνίας των συμβιούντων σε οργανωμένη κοινωνία ανθρώπων, είναι τέτοια μέσα στον χρόνο, ώστε βασίμως μπορούμε να δεχθούμε πως δεν είναι τόσο το σύνολο των επιμέρους Λαών στην Αρχαιότητα, οι οποίοι συνδέθηκαν ιστορικώς μεταξύ τους ως Έλληνες, που δημιούργησε την Ελληνική Γλώσσα. 

2. Πολύ περισσότερο ήταν η Ελληνική Γλώσσα, όπως προέκυψε από την σύνθεση των επιμέρους διαλέκτων της -αφού από την ιστορική εποχή δεν υπάρχει, αποδεδειγμένα, Ελληνική Διάλεκτος αυτόνομη και ανεξάρτητη από τις άλλες- εκείνη η οποία συνέδεσε, στενά και σε βάθος, μεταξύ τους τους Έλληνες και οδήγησε στην μετέπειτα ενότητα των Ελλήνων.  Θεωρώ τον μέγιστο Ιστορικό Θουκυδίδη ως τον πιο κατάλληλο για ν’ αποδείξει αυτή την μεγάλη αλήθεια, διευκρινίζοντας βεβαίως ότι και πριν ο Ηρόδοτος είχε αναδείξει το «μαιμον» και «μόγλωσσον» των Ελλήνων.  Πραγματικά ο Θουκυδίδης, στην εισαγωγή των «Ιστοριών» του (Α΄, 2-5), καταγράφει το γεγονός ότι για πρώτη φορά ενώθηκαν οι Έλληνες κατά την προετοιμασία και την διεξαγωγή του Τρωϊκού Πολέμου.  Καθώς και ότι τα Ομηρικά Έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, μάλλον είναι το κυριότερο πρώτο παράδειγμα της γλωσσικής και πολιτισμικής ενότητας του τότε Ελληνικού Κόσμου, γραμμένα σε μιαν ιδιαίτερη Ελληνική Γλώσσα, προϊόν σύνθεσης διαφόρων, συγγενών μεταξύ τους, διαλέκτων πάνω σε Ιωνική βάση. 

Τα όσα εξέθεσα για την πορεία του Έθνους των Ελλήνων ανά τους αιώνες είναι τόσο περισσότερο σημαντικά και κρίσιμα ιδίως στην ταραγμένη και «δυστοπική» εποχή μας, όσο πρέπει ν’ αποτελέσουν τον δείκτη πορείας αφενός για την επιτέλεση του δικού μας Εθνικού Χρέους για το μέλλον της Πατρίδας μας.  Και, αφετέρου αλλά και συνακόλουθα, για να δικαιώσουμε, στο μέτρο που ιστορικώς μας αναλογεί, τις θυσίες και τους αγώνες των Προγόνων μας, χάρη στους οποίους μπορούμε σήμερα ν’ απολαμβάνουμε το μέγιστο αγαθό της Ελευθερίας και να παραμένουμε σταθεροί, αποφασισμένοι και ομονοούντες στην πορεία υπεράσπισης της Πατρίδας μας, της Δημοκρατίας μας και του Πολιτισμού μας.

Στην συνέχεια μπορείτε να παρακολουθήσετε την Δοξολογία στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό Φανερωνένης Αιγίου και την ομιλία του κ. Π. Παυλοπούλου

https://www.youtube.com/watch?v=XVLd6CKw4J8&t=2241s