«Παρατηρήσεις για την επικαιρότητα της θεωρίας του Αριστοτέλους περί Επιείκειας στο πεδίο του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου»*

Εισήγηση στο Διαδικτυακό Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο  με θέμα: «Ο Αριστοτέλης και οι Επιστήμες» που οργάνωσε το «Διεπιστημονικό Κέντρο Αριστοτελικών Μελετών» του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Πρόλογος

Η Επιστημονική Κοινότητα, διεθνώς, δικαίως αναγνωρίζει στον Αριστοτέλη, με βάση την ποσότητα και ιδίως την ποιότητα του έργου του, τον τίτλο του «Πατέρα των Επιστημών». Τούτο αιτιολογείται και τεκμηριώνεται και από το ότι, σύμφωνα με τις έρευνες και τους συνακόλουθους υπολογισμούς των Αλεξανδρινών, ο Αριστοτέλης συνέγραψε πάνω από 400 βιβλία.  Καίτοι μεγάλο μέρος του έργου του Αριστοτέλους δεν κατέστη δυνατό να διασωθεί στην πορεία των αιώνων, τα τμήματά του εκείνα, τα οποία μας περιήλθαν, αρκούν για να καταδείξουν και τούτο: Η σκέψη του Αριστοτέλους επεκτάθηκε και εμβάθυνε σ’ ευρύ φάσμα του επιστητού της εποχής του, με αποτέλεσμα η προσφορά της να καλύπτει αφενός την ίδια την υφή της επιστημονικής μεθόδου εν γένει και, αφετέρου, σημαντικό μέρος των επιστημονικών πεδίων.  Έτσι ώστε η εμβληματική αυτή συμβολή του να εξαπλώνεται  τόσο στις Θεωρητικές όσο και, π.χ. στην Βιολογία και σε σημαντικό μέρος της Φυσικής, στις Θετικές Επιστήμες.

Α. Είναι δε ακριβώς το γεγονός ότι ορισμένες από τις «ρίζες» της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας ανάγονται στο έργο του Αριστοτέλους, το οποίο στηρίζει πολλαπλώς την  άποψη περί της διαχρονικής επικαιρότητας της σκέψης του. Και τούτο, διότι από την μια πλευρά πτυχές της σκέψης αυτής -διόλου ευκαταφρόνητες σε ποσότητα και ποιότητα- εξακολουθούν να ισχύουν, κατέχοντας μάλιστα περίοπτο «βάθρο» κλασικισμού στο «Πάνθεο των Επιστημών».  Και, από την άλλη πλευρά, όπου το έργο του Αριστοτέλους έχει πια ξεπερασθεί -πράγμα εντελώς φυσιολογικό μέσα στην πορεία αιώνων, υπό τον καταλυτικό έλεγχο της επιστημονικής θεωρίας, κυρίως στις Θετικές Επιστήμες, με βάση το πείραμα και την παρατήρηση– έχει την θέση του  στον χώρο της Ιστορίας των Επιστημών, όπως δέχονται πολλοί και εξέχοντες εκπρόσωποι του επιστημονικού αυτού χώρου.  Την διαχρονική επικαιρότητα της σκέψης του Αριστοτέλους επιβεβαιώνει και η διαπίστωση, ότι στις ΗΠΑ τα «Ηθικά Νικομάχεια» διδάσκονται στην συντριπτική πλειοψηφία των Φιλοσοφικών Σχολών των επιμέρους Πανεπιστημίων.

Β. Με βάση τις ως άνω διαπιστώσεις δεν είναι -κάθε άλλο- παράδοξο  να υποστηριχθεί ότι και η Νομική Επιστήμη, ως μέρος των Θεωρητικών Επιστημών, οφείλει πολλά στην θεωρητική αναζήτηση του Αριστοτέλους.  Ιδίως τα «Ηθικά Νικομάχεια», η «Ρητορική»  και η «Αθηναίων Πολιτεία» εμπεριέχουν αναλύσεις, εξαιρετικά χρήσιμες ως σήμερα, οι οποίες μέσ’ από την θεωρητική, και με καθαρώς επιστημονική μεθοδολογία, προσέγγιση κυρίως του Δικαίου και της Δικαιοσύνης καταδεικνύουν μ’ ενάργεια την πολυπρισματική και ουσιαστική «οφειλή» της σύγχρονης Νομικής Επιστήμης στο έργο του Αριστοτέλους.  Ένα μικρό μέρος της «οφειλής» αυτής επιχειρεί να φέρει στο φως η ανάλυση που ακολουθεί, μ’ επίκεντρο την έννοια της Επιείκειας, ως θεμελιώδους ρήτρας ερμηνείας και εφαρμογής του Δικαίου, στο σύνολό του.  Με την αναγκαία διευκρίνιση, ότι επειδή η πλήρης περιγραφή και επεξήγηση ακόμη και αυτού του επιμέρους αντικειμένου της φιλοσοφικονομικής σκέψης του Αριστοτέλους θα υπερέβαινε, κατά πολύ, τα όρια μιας τέτοιας ανάλυσης, η κατ’ Αριστοτέλη έννοια της Επιείκειας ερευνάται, πέραν των γενικών γραμμών της πεμπτουσίας της, σχεδόν αποκλειστικώς στο πεδίο του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Και ακόμη πιο συγκεκριμένα, στο ειδικότερο εκείνο πεδίο του που αφορά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.  Την προαναφερόμενη επιλογή δικαιολογεί το ότι, όπως θα επεξηγηθεί εκτενέστερα στο δεύτερο μέρος, εντός του πεδίου του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, ακριβώς λόγω της εγγενούς γενικότητάς του ή και ασάφειάς του -η οποία σε αρκετές περιπτώσεις ήταν επιλογή  των συντακτών των κανόνων του, προκειμένου να καλύψουν τις, μοιραίως συχνά ανατιθέμενες, θέσεις των συμβαλλόμενων μερών σε παγκόσμιο επίπεδο, πρωτίστως λόγω της πολυπλοκότητας του ρυθμιστικού αντικειμένου των κανόνων τούτων- η ρήτρα της Επιείκειας έχει βρει ένα «προνομιακό», κυριολεκτικώς, πεδίο ερμηνευτικής, και όχι μόνον, επιρροής.

Ι. Πτυχές της φιλοσοφικονομικής σκέψης του Αριστοτέλους ως «προοίμιο» της εντός αυτής «ανάδυσης» της έννοιας της Επιείκειας

    Κάθε περαιτέρω ανάλυση της έννοιας της Επιείκειας κατ’ Αριστοτέλη, που είναι αυτονοήτως επιβεβλημένη πριν φθάσει κανείς στην έρευνα της επικαιρότητάς της στο πεδίο του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, θα ήταν από ελλιπής ως αυθαίρετη αν δεν εντασσόταν στον ευρύτερο χώρο των in globo φιλοσοφικονομικών θεωρήσεων του Σταγειρίτη.  Και τούτο, διότι ακόμη και η απλή περιγραφή της σκέψης του Αριστοτέλους περί της Επιείκειας αρκεί για ν’ αποδείξει ότι αυτή ανιχνεύεται κατ’ εξοχήν στο έργο του εκείνο, το οποίο σχετίζεται με την σύνθεση των εν γένει νομικών του θέσεων.  Ιδίως δε των νομικών του θέσεων περί του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, όπως προκύπτει από τα όσα εμπεριέχονται προεχόντως στα «Ηθικά Νικομάχεια» και στην «Ρητορική».

Α. Η Δικαιοσύνη κατ’ Αριστοτέλη

Αν ανατρέξει κανείς στο σύνολο των αναλύσεων των νομικών συντεταγμένων της φιλοσοφικονομικής σκέψης του Αριστοτέλους -με οδηγό, όπως προαναφέρθηκε, κυρίως τα «Ηθικά Νικομάχεια» και την «Ρητορική»– εύκολα καταλήγει στο, κατά πάντα ορθό, συμπέρασμα πως κατά τον Σταγειρίτη το Δίκαιο θεσπίζεται, ερμηνεύεται και  εφαρμόζεται με βασικό στόχο την διασφάλιση της συνοχής του κοινωνικού συνόλου, το οποίο διέπουν οι κανόνες του.  Και ο στόχος αυτός μόνον υπό όρους Δικαιοσύνης μπορεί να επιτευχθεί. Καταφεύγοντας, λοιπόν, στην σύγχρονη νομική ορολογία μπορούμε να δεχθούμε ότι κατά τον Αριστοτέλη οι κανόνες του Δικαίου πρέπει, οιονεί εκ φύσεως, να ερμηνεύονται πρωτίστως τελεολογικώς, ήτοι σύμφωνα με τον σκοπό που οδήγησε στην θέσπισή τους.  Σκοπό ο οποίος, εν τέλει, συνδέεται αρρήκτως με την εμπέδωση της Δικαιοσύνης. Και στην σκέψη του Αριστοτέλους η Δικαιοσύνη είναι ένας φιλοσοφικός «Ιανός», διότι εμφανίζεται υπό δύο όψεις οι οποίες, κατά την ίδια την υφή τους, αλληλοσυνδέονται και αλληλοσυμπληρώνονται:

1. Η Δικαιοσύνη ως Αρετή

Κατά πρώτο λόγο, ο Αριστοτέλης «συνέλαβε» φιλοσοφικώς την Δικαιοσύνη στην γενικότητά της, και για την ακρίβεια ως «Αρετή». Μια Αρετή όμως που δεν νοείται μόνο θεωρητικώς.  Το ακριβώς αντίθετο. 

α)   Η κατ’ Αριστοτέλη Δικαιοσύνη, ως Αρετή, συνιστά κατά κύριο λόγο «δείκτη πορείας» της ανθρώπινης συμπεριφοράς στην καθημερινή ζωή: Ο πολίτης οφείλει, για λόγους που σχετίζονται με την επίτευξη της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και, επέκεινα, της κοινωνικής συνοχής, να συμπεριφέρεται «εναρέτως».  Τις δε συντεταγμένες της «ενάρετης» συμπεριφοράς καθορίζουν οι επιμέρους επιταγές -θα μπορούσαμε να πούμε τα επιμέρους «προτάγματα»– της Δικαιοσύνης. 

β)   Στο φιλοσοφικό της «απόγειο», πάντοτε κατ’ Αριστοτέλη, η ως άνω πρώτη όψη της Δικαιοσύνης αποκτά τα χαρακτηριστικά της «τελείας Αρετής». Δηλαδή τούτο συμβαίνει όταν η Δικαιοσύνη φθάνει σ’ εκείνη την ολοκληρωμένη διάσταση, η οποία αποτελεί σύνθεση και προϋπόθεση μαζί των λοιπών επιμέρους αρετών, ηθικών, κοινωνικών και πολιτικών.  Με την πρόσθετη επισήμανση, ότι οι πολιτικές αρετές, ως στοιχεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς, συνδέονται αρρήκτως -σε σημείο ουσιαστικής ταύτισης- με την τήρηση της Νομιμότητας και τον σεβασμό της Ισότητας υπό την αναλογική της έννοια, όπως αναλύεται στην συνέχεια.

2. Δικαιοσύνη και Αναλογία

Κατά δεύτερο λόγο, ο Αριστοτέλης ερεύνησε και όρισε την Δικαιοσύνη, πέραν των προμνημονευόμενων αμιγώς φιλοσοφικών της διαστάσεων, και υπό, lato sensu, θεσμικούς και πολιτικούς όρους.  Ακριβέστερα δε ως αρχή, η οποία «μπολιάζει» τους επιμέρους κανόνες του Δικαίου με τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Αναλογίας, η απώτερη καταγωγή της οποίας πρέπει ν’ αναζητηθεί στις «πηγές» της Αρμονίας.

α) Αυτή η έρευνα οδήγησε τον Αριστοτέλη στην «σύλληψη» της αναλογικής συνιστώσας της Δικαιοσύνης, η οποία ταυτίζεται -τουλάχιστον εν πολλοίς- με την «δίδυμη αδελφή» της, την αναλογική Ισότητα.  Μια Ισότητα η οποία προϋποθέτει, ως γενική ρήτρα διαμόρφωσης, ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.  Τούτο οφείλεται στο ότι η έννοια της Αναλογικής Δικαιοσύνης, με «αιχμή του δόρατος» την αναλογική Ισότητα, αντιτίθεται, εξ ορισμού, στην άνιση μεταχείριση των ίσων όπως και, e contrario, στην ίση μεταχείριση των ανίσων.  Δοθέντος ότι αμφότερες οδηγούν, νομοτελειακώς, σε μια μορφή contradictio in adjecto ως προς την ουσία της αναλογικής Ισότητας και, συνακόλουθα, της Αναλογικής Δικαιοσύνης.  Σε αυτό δε το πεδίο επενεργεί, όπως θα τονισθεί εκτενέστερα κατωτέρω, η κατ’ Αριστοτέλη επίσης γενική ρήτρα της Επιείκειας, με το να διευκολύνει την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου ώστε, μεταξύ άλλων, να διασφαλίζεται, η, κατά τ’ ανωτέρω, ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων και η άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.

β) Επέκεινα, και ως συνέπεια των όσων προαναφέρθηκαν, η κατ’ Αριστοτέλη Αναλογική Δικαιοσύνη, δια της εφαρμογής της αναλογικής Ισότητας, διακρίνεται, με κριτήριο τις επιμέρους μορφές εφαρμογής της, σε:

β1) Διανεμητική Δικαιοσύνη. Ήτοι Δικαιοσύνη, ο σεβασμός της οποίας εγγυάται στην πράξη τόσο την δίκαιη κατανομή των αγαθών μεταξύ των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, όσο και την επιχείρηση των διακρίσεων μεταξύ των μελών αυτών -όταν και όπου τούτο καθίσταται αναγκαίο- υπό συνθήκες αναλογικής Ισότητας.

β2) Διορθωτική Δικαιοσύνη.  Ήτοι Δικαιοσύνη, η οποία καθιστά εφικτή την αποκατάσταση της εφαρμογής της αναλογικής Ισότητας, όταν και καθ’ ό μέτρο αυτή έχει διαταραχθεί στην πράξη.  Όπως είναι ευνόητο, σε μια τέτοια κατάσταση η κατ’ Αριστοτέλη Διορθωτική Δικαιοσύνη επενεργεί με τα φιλοσοφικά και θεσμικά «όπλα» ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, τα οποία «υπακούουν» στις αρχές όχι πια της γεωμετρικής αλλά της αριθμητικής, κατά προτεραιότητα, αναλογίας. Αναλογία η οποία σήμερα στηρίζει την οργάνωση και λειτουργία των θεσμών της αποζημίωσης, είτε στο πλαίσιο του Δημόσιου είτε στο πλαίσιο του Ιδιωτικού Δικαίου.

β3) Και Ανταποδοτική Δικαιοσύνη.  Ήτοι Δικαιοσύνη η οποία, παρά το επιφαινόμενο ορολογικώς, ουδεμία σχέση έχει με την αρχή του «αντιπεπονθότος», που απαντάται στην θεωρία κυρίως του Ποινικού Δικαίου. Όλως αντιθέτως, πρόκειται για την Δικαιοσύνη, η οποία αποσκοπεί στην αναλογική ανταπόδοση αγαθών και υπηρεσιών, προκειμένου να επικρατήσει η πλήρης εφαρμογή της αναλογικής Ισότητας στο πλαίσιο των έννομων σχέσεων των καθημερινών συναλλαγών, όπως επιβάλλει κάθε φορά η κοινωνική ανάγκη και, εν τέλει, η διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.

Β. Μια πρόσφατη απόδειξη της επικαιρότητας της σκέψης του Αριστοτέλους περί Δικαιοσύνης

    Δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς ιδιαιτέρως για ν’ αντιληφθεί πόσο επίκαιρες παραμένουν οι προμνημονευόμενες σκέψεις του Αριστοτέλους περί Δικαιοσύνης, υπό την επίσης προμνημονευόμενη αναλογική της διάσταση, όπως τις «συμπυκνώνει» η φιλοσοφική και θεσμική ουσία της αναλογικής Ισότητας.  Και τούτο διότι αρκεί η αναφορά στο opus maximum του κορυφαίου, ίσως, εκπροσώπου της περί Δικαιοσύνης φιλοσοφικής θεώρησης στις ΗΠΑ και, γενικότερα, στην Δύση.  Συγκεκριμένα δε στο έργο του John Rawls, “A Theory of Justice” (εκδ. The Balknap of Harvard University Press, 1971, ελληνική έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις, 2010). Σε πολύ γενικές γραμμές, ο John Rawls «συναντά»  – παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων μελετητών του, ως προς την έκταση της «συνάντησης» αυτής – την σκέψη του Αριστοτέλους στο ως άνω έργο του ιδίως στο πλαίσιο της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν. Ειδικότερα, ο John Rawls «αντιλαμβάνεται» την Δικαιοσύνη ως θεμελιώδη αρχή στον χώρο της Έννομης Τάξης, μέσω της οποίας οι επιμέρους κανόνες δικαίου ερμηνεύονται και εφαρμόζονται υπό συνθήκες οιονεί ιδανικής «Ακριβοδικίας», πράγμα το οποίο διασφαλίζει στην πράξη ο σεβασμός και η εμπέδωση των προταγμάτων της αναλογικής Ισότητας.

1. Ο John Rawls για την Δικαιοσύνη

Προς την κατεύθυνση αυτή ο John Rawls αντιλαμβάνεται και αναλύει την Διανεμητική Δικαιοσύνη, πάντοτε με «γνώμονα» την αρχή της αναλογικής Ισότητας:

α)  Πρώτον, ως Ισότητα για την άσκηση και την απόλαυση της Ελευθερίας, υφ’ όλες της τις θεσμικές και πολιτικές εκφάνσεις.  Στο σημείο τούτο ο John Rawls ουσιαστικώς ξεκινά από τα θεμέλια της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας  η οποία, στην σύγχρονη και πιο καταξιωμένη μορφή της,  νοείται ως πλέγμα οργάνωσης και λειτουργίας θεσμών, που εγγυώνται την άσκηση και την απόλαυση της Ελευθερίας, όπως αυτή αποκτά ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο δια της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Και δη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, τα οποία εγγυάται εκτός από το Σύνταγμα, ως «κορωνίδα»  της κάθε Έννομης Τάξης, και το Διεθνές Δίκαιο κατά τις επιμέρους κλάδους του.

β)     Δεύτερον, ως Ισότητα η οποία, υπό το φως των αρχών της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, εμπεδώνει στην πράξη και εξασφαλίζει, σε κάθε φορέα δικαιώματος, ισότητα ευκαιριών για την αποτελεσματική άσκησή του.  Μια ισότητα,  που πρέπει να καταλήγει στην διαμόρφωση ενός status «ισότητας στην αφετηρία», από την οποία ξεκινά κάθε φορέας δικαιώματος προκειμένου να το ασκήσει κατά τ’ ανωτέρω αποτελεσματικώς, σύμφωνα με τις επιταγές της Διανεμητικής Δικαιοσύνης.  Τούτο είναι απολύτως αναγκαίο, διότι δίχως την εξασφάλιση της ισότητας ευκαιριών και, επέκεινα, δίχως την συνακόλουθη διαμόρφωση συνθηκών «ισότητας στην αφετηρία», η άσκηση των επιμέρους δικαιωμάτων από τον φορέα τους αναιρείται κατ’ αποτέλεσμα, έρμαιο της διαλυτικής «τοξικότητας», κοινωνικής και οικονομικής, των ολοένα και περισσότερο διευρυνόμενων ανισοτήτων στην εποχή μας.  Κάτι το οποίο γίνεται αισθητό πέραν των κλασικών ατομικών-αμυντικών δικαιωμάτων, πρωτίστως στον χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων και του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου εν γένει.

2. Η «συνάντηση» του John Rawls με τον Αριστοτέλη

Υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, και μέσα στην σύγχρονη «δυστοπική» συγκυρία της παρακμιακής πορείας της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, κυρίως λόγω της προαναφερόμενης ραγδαίας διεύρυνσης των ανισοτήτων, της εκ θεμελίων υπονόμευσης του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου και της επικίνδυνης κοινωνικής προοπτικής που «προοιωνίζεται» η ανεξελέγκτως εντεινόμενη Τεχνολογική Ανεργία -σύμπτωμα, το οποίο αναδεικνύει ολοκάθαρα τον κίνδυνο του να καταστεί η ανεργία ενδημικό φαινόμενο στις κοινωνίες μας όταν, για να θυμηθούμε τον John Maynard Keynes, «ακρογωνιαίος λίθος» του υγιούς καπιταλιστικού συστήματος είναι η εγγύηση μιας όσο το δυνατόν πιο ουσιαστικής «πλήρους απασχόλησης»- ο John Rawls κατά κάποιο τρόπο «επιβεβαιώνει» ορισμένες βασικές θέσεις του Αριστοτέλους περί Διανεμητικής Δικαιοσύνης, στην βάση της αναλογικής Ισότητας. Τούτο συνάγεται και από τα εξής:

α)     Κατά την άσκηση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, «ν ρχ ν» ο, κατά τα προεκτεθέντα, κανόνας: Ίση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων και άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων.  Ένας κανόνας, η εφαρμογή του οποίου προϋποθέτει -μεταξύ άλλων αλλά κατ’ εξοχήν- και την θέσπιση κανόνων σταδιακής συρρίκνωσης των ανισοτήτων και αποτελεσματικής σύνθεσης των αντιτιθέμενων απόψεων των μελών του κάθε κοινωνικού συνόλου, έτσι ώστε ν’ αποφεύγεται η «ρήξη» του κοινωνικού ιστού «στο όνομα» της τελικής επικράτησης της ιδέας της Δικαιοσύνης.  Εν προκειμένω δε η συμβολή της ρήτρας της Επιείκειας, ακριβώς όπως την συνέθεσε ο Αριστοτέλης, έχει καθοριστική σημασία για την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου που «στοιχίζονται» πίσω από το ιδεώδες της Δικαιοσύνης.

β)     Διόλου, λοιπόν, παράδοξο –και, συνακόλουθα, διόλου τυχαίο- ότι η Επιστημονική Κοινότητα δέχεται σήμερα ευρέως και τ΄ ακόλουθα: Κατά την αποτίμηση του έργου και της συμβολής του John Rawls, αναφορικά με την περί Δικαιοσύνης φιλοσοφική, θεσμική και πολιτική του θεώρηση, κυρίως δε κατά την ανάλυση, μέσω της οποίας ανέπτυξε την λεγόμενη θεωρία της επικράτησης του Δικαίου, ιδίως μέσ’ από την εναρμόνιση των επιμέρους απόψεων για να καταλήξουν έτσι στην αναγκαία ενότητά τους, προκειμένου να μην δημιουργούνται συνθήκες διακινδύνευσης της κοινωνικής συνοχής, οφείλουμε να υιοθετήσουμε και το συμπέρασμα:  Πρωτίστως σε ό,τι αφορά αυτή την πτυχή του έργου του περί Δικαιοσύνης, ο θεωρητικός στοχασμός του John Rawls πολλά οφείλει στην Διαλεκτική, εν γένει, μεθοδολογική «επιλογή» του Αριστοτέλους.  Και ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η Διαλεκτική «οδός» της σκέψης του Αριστοτέλους έφθασε ως τις μέρες μας αφού «γονιμοποιήθηκε» επαρκώς από τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη που, σύμφωνα με αδιάσειστα ιστορικώς στοιχεία, «γνώρισε» το έργο του Σταγειρίτη μέσω της προηγούμενης, ανεκτίμητης, «εντρύφησης» σε αυτό από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, κορυφαίο εκπρόσωπο της Βυζαντινής Γραμματείας και, κατ’ επέκταση, του Βυζαντινού Πολιτισμού.

Γ. Η Επιείκεια, ως εμβληματική ρήτρα εφαρμογής των αρχών ιδίως της Διανεμητικής Δικαιοσύνης, κατά τον Αριστοτέλη

    Από τα όσα ήδη, έστω και υπαινικτικώς, επισημάνθηκαν είναι φανερό ότι η περί Επιείκειας συνολική θεώρηση του Αριστοτέλους είναι αναποσπάστως συνδεδεμένη με την γενικότερη θεώρησή του περί Δικαιοσύνης.  Ιδίως δε με την έννοια ότι καθοριστικής σημασίας μέσο για την επικράτηση της Δικαιοσύνης, προεχόντως υπό την διανεμητική και, κατά λογική ακολουθία, την διορθωτική της διάσταση, είναι η Επιείκεια.  Και μάλιστα η Επιείκεια ως αρχή που πρέπει να διέπει τόσο την διαμόρφωση των κανόνων του Δικαίου, οι οποίοι ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή των μελών του οικείου κοινωνικού συνόλου, όσο και την εν τέλει ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη.

1. Η προ του Αριστοτέλους θεώρηση της Επιείκειας

Προκαταρκτικώς, πρέπει να επεξηγηθεί ότι η έννοια της Επιείκειας, στο πλαίσιο του φιλοσοφικού στοχασμού της Ελληνικής Κλασικής Αρχαιότητας, δεν ερευνήθηκε το πρώτον από τον Αριστοτέλη.

α)   Και τούτο διότι στην έννοια της Επιείκειας είχαν επικεντρωθεί, αμέσως ή εμμέσως, ορισμένοι προγενέστεροι του Αριστοτέλους Φιλόσοφοι.

α1) Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εκείνο του Δημοκρίτου, όπως το διέσωσε -δοθέντος ότι ελάχιστα γνωρίζουμε ευθέως από το τεράστιο έργο του Φιλοσόφου των Αβδήρων- ο Στοβαίος (Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 1992, II, 195, 252 [134N]). Συγκεκριμένα, κατά τον Στοβαίο, ο Δημόκριτος είχε διατυπώσει τις εξής σκέψεις περί της Επιείκειας: «Τά κατά τήν πόλιν χρεν τν λοιπν μέγιστα γεσθαι, ὅκως ξεται εὖ, μήτε φιλονικέοντα παρά τό πιεικές μήτε σχύν αυτ περιτιθέμενον παρά τό χρηστόν τό το ξυνο.». Πράγμα που σημαίνει ότι, κατά τον Δημόκριτο, υπεράνω των λοιπών υποχρεώσεων, οι οποίες αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της Πόλης πρέπει να τίθενται, ως πιο σημαντικές, εκείνες που αφενός  επιτρέπουν να διοικείται αποτελεσματικώς, κατά τρόπο ώστε να μην επικρατούν οι φιλονικίες και οι έριδες εις βάρος της Επιείκειας. Και, αφετέρου, διασφαλίζουν το ν’ αποτρέπεται η απόκτηση δύναμης, η οποία αντιτίθεται στο κοινό συμφέρον και, κατ’ επέκταση, στο κοινό καλό.

α2)  Ένα άλλο παράδειγμα είναι εκείνο, το οποίο έχει «παραδώσει» ο Γοργίας ο Λεοντίνος (Diels-Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, όπ. παρ., ΙΙ, 285, 6 [15-16]): «Πολλά μέν δή τό προν πιεικές το αθάδους δικαίου προκρίνοντες». Εδώ ο Γοργίας, αφήνοντας να φανεί ξεκάθαρα η επ’ αυτού επιρροή της Ελεατικής Σχολής -και ειδικότερα η επιρροή από τον Ζήνωνα και τον Παρμενίδη- επισημαίνει την σημασία της Επιείκειας ως προς την «αποκατάσταση» της ουσιαστικής έννοιας του Δικαίου. Για να καταλήξει στο ότι προς τον σκοπό αυτό είναι επιβεβλημένο να προκρίνεται η ευεργετική, για το κοινό καλό, πραότητα της Επιείκειας από την αυστηρή γραμματική διατύπωση του κανόνα του Δικαίου, που μπορεί ν’ αγγίζει στην πράξη την ανυπόφορη αδικία. Συμπέρασμα, το οποίο συνέπτυξε αργότερα η Ρωμαϊκή Νομική Επιστήμη στο απόφθεγμα: «Summum jus, summa injuria», αναδεικνύοντας, ταυτοχρόνως, την ανεδαφικότητα, ως προς την  πραγμάτωση της έννοιας της Δικαιοσύνης στην πράξη, απόλυτων θέσεων όπως εκείνες που αντιστοιχούν στο «dura lex sed lex» ή –στο, οπωσδήποτε, πολύ μεταγενέστερο- «fiat Justitia et pereat mundus».

β) Αυτό λοιπόν, το οποίο πρέπει να «πιστωθεί» εν προκειμένω στην σκέψη του Αριστοτέλους είναι ότι, όπως θα φανεί ευκρινέστερα από τα όσα επεξηγηματικώς έπονται, επεξεργάσθηκε φιλοσοφικώς με πιο ολοκληρωμένο τρόπο την έννοια της Επιείκειας, προσθέτοντας επίσης τις θεσμικές και πολιτικές της διαστάσεις.

β1) Και δη με τόση μεθοδολογική αρτιότητα, ώστε να την οδηγήσει σ’ ένα επίπεδο οιονεί «τελειότητας», ιδίως για τα φιλοσοφικά δεδομένα της εποχής του.  Και αυτό το επίτευγμα του Αριστοτέλους καθίσταται πολύ περισσότερο εντυπωσιακό, αν αναλογισθούμε ότι άλλοι Φιλόσοφοι, και μάλιστα κορυφαίοι, της εποχής εκείνης εξέφραζαν μεγάλες επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή της άποψης, κατά την οποία η Επιείκεια μπορεί και πρέπει να χρησιμοποιείται ακόμη και διορθωτικώς για την ερμηνεία και εφαρμογή των θεσπισμένων κανόνων του Δικαίου.

β2) Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Αριστοτέλης, επεξεργαζόμενος την περί Επιείκειας θεωρία του, δεν δίστασε να έλθει σε μια μορφή σύγκρουσης με την σκέψη του «δασκάλου» του, του Πλάτωνος, ο οποίος στους «Νόμους» (757d-757e) είχε «αποφανθεί»: «Τό γάρ πιεικές καί σύγγνωστον το τελέου καί κριβος παρά δίκην τήν ρθήν στι παρατεθραυμένον, ταν γένηται». Τούτο σημαίνει ότι, κατά τον Πλάτωνα, η επίκληση της Επιείκειας και της εξ αυτής απορρέουσας «ανοχής», έναντι του πλήρους και «αυστηρού» νοήματος του κανόνα του Δικαίου κατά την εφαρμογή του στην πράξη, μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα είδος «θραύσης» της ορθής απονομής της Δικαιοσύνης.

2. Η έννοια της Επιείκειας κατ’ Αριστοτέλη

Σε γενικές γραμμές, η σκέψη του Αριστοτέλους περί Επιείκειας, ως ρήτρας που επενεργεί για να «επικουρεί» την αποκατάσταση της έννοιας της Δικαιοσύνης, κυρίως κατά την διανεμητική της -συνακόλουθα δε και κατά την διορθωτική της- εννοιολογική υπόσταση, καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα.  Φάσμα το οποίο εκτείνεται, κατά προσέγγιση, από τους λόγους που καθιστούν την Επιείκεια πρόσφορη και αναγκαία για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, ως τις μεθόδους, μέσω των οποίων η Επιείκεια μπορεί και πρέπει ν’ αξιοποιείται στην πράξη, στο πλαίσιο της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, πάντα προς την κατεύθυνση της απονομής της Δικαιοσύνης σύμφωνα με τον εκ φύσεως φιλοσοφικό και θεσμικό προορισμό της.  Είναι δε επιβεβλημένο να επισημανθεί, κατ’ αρχάς, ότι μεταξύ των μεθόδων αυτών αξιοπρόσεκτη θέση, στην σκέψη του Αριστοτέλους, κατέχει και η Διαιτησία.

α) Προκαταβολικώς, πρέπει ν’ αποσαφηνισθεί σε ποια γενικότερη φιλοσοφική κατηγορία εντάσσει ο Αριστοτέλης την Επιείκεια, αφού τούτο ασκεί καταλυτική επιρροή στον περαιτέρω εννοιολογικό της προσδιορισμό.  Το ζήτημα για τον Αριστοτέλη ήταν ότι π.χ. κατά τον Πλάτωνα, όπως προεκτέθηκε, η Επιείκεια δεν μπορούσε να καταταγεί, άνευ άλλου τινός, μεταξύ των επιμέρους εννοιών που καλύπτονται από την ευρύτερη έννοια της Αρετής.  Δοθέντος ότι, εκ φύσεως, ενέχει και σπέρματα αδυναμίας και υπαναχώρησης απέναντι στην ολοκληρωμένη διάσταση της Δικαιοσύνης, κατά την εφαρμογή της στην πράξη:

α1) Απέναντι στους ως άνω θεωρητικούς «κλυδωνισμούς» του Πλάτωνος, ο Αριστοτέλης είναι, ιδίως μέσ’ από τα στοιχεία των «Ηθικών Νικομαχείων», φιλοσοφικώς ξεκάθαρος: Όταν π.χ. «αποφαίνεται», « δέ ρετή (…) το μέσου ν εη στοχαστική» (Ηθικά Νικομάχεια, 1106β, 15-17), γυρίζοντας έτσι πίσω στις ρίζες του λογισμού των Προσωκρατικών, αυτονοήτως ορίζει την Αρετή με βάση την αρχή της ισορροπίας μεταξύ δύο ακραίων καταστάσεων και την συνακόλουθη επιταγή της εναρμόνισης των αντιθέτων, όπου τούτο είναι αναγκαίο.  Με άλλες λέξεις, ορίζει την Αρετή και ως «μεσότητα» για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων, «επώδυνων» ως προς την κοινωνική συμβίωση και συνοχή.  Υπό τα δεδομένα αυτά η σκέψη του Αριστοτέλους κατατάσσει, δίχως περιθώρια παρερμηνείας, την Επιείκεια μεταξύ των επιμέρους μορφών της Αρετής.

α2) Και τούτο διότι η Επιείκεια, με αφετηρία τα συστατικά της στοιχεία που προσδιορίζονται ευκρινέστερα κατωτέρω, οιονεί εξ ορισμού υπηρετεί την «μεσότητα», ιδίως όταν λειτουργεί, εν τέλει, υπέρ της εφαρμογής της Δικαιοσύνης εν συνόλω, μέσω των «διαύλων» των ειδικότερων, σε σχέση με την συνολική έκφραση της Δικαιοσύνης, εκφάνσεων κυρίως της Διανεμητικής και, παρακολουθηματικώς, της Διορθωτικής Δικαιοσύνης.  Ειδικότερα δε η Επιείκεια, κατ’ Αριστοτέλη, ως «θεραπαινίδα» της Διανεμητικής και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης, δια της «μεσότητας» διευκολύνει την επιλογή λύσεων, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου, οι οποίες οδηγούν στην αποφυγή της de facto δημιουργίας ακραίων καταστάσεων, εντελώς αντίθετων προς την ουσία της Δικαιοσύνης εν συνόλω.

β) Οι προαναφερόμενες διαπιστώσεις, ως προς την φιλοσοφική θεώρηση της Επιείκειας ως Αρετής, επιβεβαιώνονται και συγκεκριμενοποιούνται και από τις ακόλουθες θέσεις του Αριστοτέλους, αυτή την φορά σε σχέση με την θεσμική, κυρίως, λειτουργία της Επιείκειας εντός του πλαισίου της ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου:

β1)  Κατά τον Αριστοτέλη -όπως και κατά την φιλοσοφικονομική σκέψη γενικώς στην Αρχαία Ελλάδα- ο νόμος οφείλει να έχει, εκ φύσεως, γενικό και αόριστο περιεχόμενο.  Ο νόμος, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι «ατομικός», ήτοι να ρυθμίζει μία ή και περισσότερες συγκεκριμένες έννομες σχέσεις.  Και τούτο διότι ο «ατομικός» νόμος, κατά την εγγενή ιδιοσυστασία του, καταλήγει, νομοτελειακώς, στην παραβίαση της αρχής της αναλογικής Ισότητας, οδηγώντας ενδεχομένως είτε σε άνιση μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων καταστάσεων είτε σε ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Κατ’ επέκταση, ο «ατομικός» νόμος μπορεί να καταλήγει σε παραβίαση της ίδιας της ουσίας της  Δικαιοσύνης, ιδίως κατά την διανεμητική της διάσταση.  Από την άλλη όμως πλευρά, ο κατ’ ανάγκη γενικός και αόριστος νόμος -άρα και ο νομοθέτης, ο οποίος τον θεσπίζει- δεν μπορεί να προσδιορίσει με απόλυτη ακρίβεια το σύνολο του ρυθμιστικού πεδίου,  που καλείται να καλύψει κανονιστικώς, δοθέντος ότι δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να προβλέψει, εκ προοιμίου, κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, η οποία θα εμφανισθεί μελλοντικώς στο ως άνω πεδίο. Ο ρόλος της συγκεκριμενοποίησης του γενικού και αόριστου νόμου και της αντιμετώπισης των ρυθμιστικών κενών του ανήκει, κατ’ Αριστοτέλη, στην δικαιοδοτούσα Δικαιοσύνη, ήτοι στον δικαστή ««ταν [ο νομοθέτες] μή δύνωνται διορίσαι, λλ’ ναγκαον μέν καθόλου επεν, μή δέ, λλ’ ς πι τό πολύ» (Ρητορική, 1374α, 30-32).

β2) Για να διαδραματίσει δε επιτυχώς τον ως άνω ρόλο του, ο δικαστής οφείλει να προσφύγει και στην Επιείκεια, ως ρήτρα ερμηνείας και εφαρμογής του κανόνα του Δικαίου.  Ρήτρα που αποκλείει τις ακραίες επιλογές για την κάλυψη των κάθε μορφής ρυθμιστικών κενών του, οι οποίες δεν συμβιβάζονται,  εξ’ ορισμού, με την έννοια της Δικαιοσύνης.  Και ο Αριστοτέλης καταφεύγει στο εξής παράδειγμα: Ο κατ’ ανάγκη γενικός και αόριστος νόμος δεν μπορεί, π.χ., να προσδιορίζει, εκ προοιμίου και επαρκώς,  πότε κάποιος αδικεί πραγματικά τον άλλο αν τον χτυπήσει, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με το χέρι του.  Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η αοριστία και η γενικότητα του νόμου μπορεί να οδηγεί, κατά την στενή του αυστηρή ερμηνεία, σε καταδίκη κάποιου, αν και η συμπεριφορά του δεν είναι ουσιαστικώς άδικη.  Εδώ παρεμβαίνει η Επιείκεια, για να επικουρήσει την ερμηνεία ή και να καλύψει το ρυθμιστικό κενό του νόμου, προκειμένου να διευκολύνει την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης: «Κατά μέν τόν γεγραμμένον νόμον νοχος σται καί δικε, κατά δέ τό ληθές οκ δικε, καί τό πιεικές τοτο στίν» (Ρητορική, 1374α,32-37).

β3) Περαιτέρω ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και με βάση την θέση του ότι η Επιείκεια κατατάσσεται μεταξύ των Αρετών, προβαίνει σε πιο εξειδικευμένους συλλογισμούς αναφορικά με την έννοια και την λειτουργία της Επιείκειας, εντός του πεδίου της απονομής της Δικαιοσύνης.  Ιδίως δε σε συλλογισμούς, οι οποίοι οριοθετούν, μ’ εντυπωσιακή σαφήνεια και οξυδέρκεια για την εποχή του, την σχέση μεταξύ του γραπτού νόμου και της Επιείκειας, ως ρήτρας ερμηνείας και εφαρμογής των ρυθμίσεών του.  Αρκούν οι εξής, έστω και μεμονωμένες, σκέψεις του Αριστοτέλους για να «βεβαιώσουν του λόγου το ασφαλές»: Ο Αριστοτέλης ξεκινάει από την φιλοσοφικονομική θεώρηση ότι το δίκαιο και το επιεικές -άρα το γραπτό Δίκαιο, όπως ο νόμος, και η Επιείκεια- πρέπει να συμπλέουν αρμονικώς κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου, με στόχο την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης.  Επέκεινα, το δίκαιο και το επιεικές είναι εξίσου σπουδαία, ήτοι κρίσιμα, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου.  Όμως σε τελική ανάλυση -πάντα κατ’ Αριστοτέλη- αποφασιστικής σημασίας, ως ιδιαιτέρως κρίσιμο για την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, είναι, σε πολλές περιπτώσεις, το επιεικές.

β4) Με άλλες λέξεις, εδώ ο Σταγειρίτης δείχνει ένα είδος προτίμησης υπέρ της ρήτρας της Επιείκειας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου, σε σχέση με την απόλυτη διατύπωση του νόμου, ο οποίος τους θεσπίζει.  Και την προτίμησή του αυτή αιτιολογεί με το να δέχεται, expressis verbis, «τι τ πιεικς δίκαιον μέν στίν, ο κατ νόμον δέ, λλ πανόρθωμα νομίμου δικαίου» (Ηθικά Νικομάχεια, 1137β, 13-15).  Ήτοι με το να δέχεται ότι το επιεικές ανταποκρίνεται στην έννοια του Δικαίου και της Δικαιοσύνης όχι σύμφωνα με το γράμμα του θεσπισμένου νόμου, αλλά ως μέσο που παρεμβαίνει ακόμη και διορθωτικώς έναντι του νόμου τούτου, όταν και καθ’ ό μέτρο τούτο επιβάλλεται για την αποκατάσταση των ρυθμίσεών του, έτσι ώστε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους ν’ ανταποκρίνονται πληρέστερα στην έννοια της Δικαιοσύνης και στην αποστολή της αποτελεσματικής απονομής της, κατά τον προορισμό της.  Επομένως, κατ’ Αριστοτέλη η ρήτρα της Επιείκειας εντάσσεται μεν στο γενικό πλαίσιο του Δικαίου.  Πλην όμως δεν ταυτίζεται απολύτως με τον θεσπισμένο γραπτό νόμο, αλλά μπορεί και πρέπει να γίνεται χρήση της όταν ο ως άνω νόμος, λόγω των κενών  ή και των ρυθμιστικών «αστοχιών» που γεννά, μοιραίως, η γενικότητά του, είναι ανάγκη να «διορθωθεί», μέσω της κατάλληλης ερμηνείας, ώστε ν’ ανταποκρίνεται πλέον, όσο το δυνατόν περισσότερο, στο σύνολο των προταγμάτων του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.

β5) Με βάση τις κατά τ’ ανωτέρω διαπιστώσεις του, ο Αριστοτέλης καταλήγει σ’ ένα είδος -έχοντας πάντως πλήρη επίγνωση, όπως φαίνεται από το σύνολο του έργου του, ότι omnis definitio periculosa est- φιλοσοφικονομικού ορισμού της Επιείκειας, ο οποίος παραμένει, και σήμερα, κλασικός: «στιν δ πιεικς τ παρ τν γεγραμμένον νόμον δίκαιον» (Ρητορική, 1374α, 28-29). Έχει από ορισμένους συγγραφείς υποστηριχθεί η άποψη ότι στον «ορισμό» του αυτό ο Αριστοτέλης «αντιπαραθέτει», εν τέλει, την Επιείκεια προς το θεσπισμένο γραπτό Δίκαιο.  Η άποψη όμως αυτή είναι εσφαλμένη και δείχνει ουσιώδη έλλειψη κατανόησης της εν προκειμένω  αυθεντικής θεώρησης του Αριστοτέλους.  Κατ’ ακρίβεια ο Αριστοτέλης, συνεπής με όλες τις εν προκειμένω προμνημονευόμενες αναλύσεις του, τις συνοψίζει, με άψογη λογική ακρίβεια, διευκρινίζοντας ότι το «επιεικές» δεν βρίσκεται «απέναντι» στους κανόνες του γραπτού νόμου. Αλλά ενδεχομένως βαίνει, ακολουθώντας παράλληλη πορεία ως προς την υπεράσπιση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, και πέραν αυτού, εφόσον τούτο είναι επιβεβλημένο για την πραγμάτωση του αυθεντικού νοήματος του Δικαίου και της Δικαιοσύνης.

β6) Χρησιμοποιώντας τα «εργαλεία» της σύγχρονης νομικής ορολογίας, μπορούμε και είναι χρήσιμο να δεχθούμε ότι στο πλαίσιο του ως άνω «ορισμού» του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως η Επιείκεια, κατά την ίδια την φιλοσοφική και θεσμική ιδιοσυστασία της, λειτουργεί ως ρήτρα που παράγει τα έννομα αποτελέσματά της κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του Δικαίου όχι contra legem, αλλά praeter legem. Με άλλες λέξεις, η προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας δεν θέτει, κατ’ ουδένα τρόπο, «εκποδών» τον γραπτό κανόνα δικαίου, αλλά επιτελεί, υπέρ του Δικαίου και της Δικαιοσύνης, την ερμηνευτική λειτουργία της συμπλήρωσης ή και διόρθωσής του, κατά την εφαρμογή του. Και τούτο είτε για να καλύψει τα κενά του είτε για να διορθώσει τις ρυθμιστικές «αστοχίες» του, όταν και όπου η αδήριτη γενικότητά του, κατά τ’ ανωτέρω, αφήνει τέτοια κενά ή καταλήγει σε τέτοιες «αστοχίες».  Υπό την έννοια αυτή, άλλωστε, επισημάνθηκε προηγουμένως ότι, κατ’ Αριστοτέλη, η Επιείκεια λειτουργεί, στο πεδίο της ερμηνείας και της εφαρμογής των κανόνων του Δικαίου, ως «θεραπαινίδα» της Δικαιοσύνης, επενεργώντας θεσμικώς στο ειδικότερο πλαίσιο της Διανεμητικής Δικαιοσύνης και, όπου τούτο δεν αρκεί για την ολοκληρωμένη πραγμάτωση της Δικαιοσύνης, και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης.

γ)   Σε ό,τι, τέλος, αφορά τις μεθόδους αξιοποίησης στην πράξη της ρήτρας της Επιείκειας, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί, ως προς την πρωτοτυπία της διατύπωσής της για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, η ανάλυση του Αριστοτέλους για τον θεσμό της Διαιτησίας, ως διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης η οποία λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, παραλλήλως προς την δικαιοδοσία του δικαστή, ως οργάνου της Πολιτείας εξουσιοδοτημένου «επισήμως» να επιλύει τις  μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου διαφορές.  Συγκεκριμένα, εισάγοντας την ρήτρα της Επιείκειας στο θεσμικό πλαίσιο της άσκησης της, αυστηρώς πολιτειακής προέλευσης, δικαιοδοτικής λειτουργίας, ο Αριστοτέλης παρατήρησε, μεταξύ άλλων: «Καί τό ες δίαιταν μλλον ες δίκην βούλεσθαι έναι · γάρ διαιτητής τό πιεικές ρ, δέ δικαστής τόν νόμον · καί τούτου νεκα διαιτητής ερέθη, πως τό πιεικές σχύη» (Ρητορική, Α, 13, 1374 β, 18-22).

γ1) Με την ως άνω παρατήρησή του ο Αριστοτέλης δέχεται, σε γενικές γραμμές, ότι πέραν της «επίσημης» κρατικής δικαιοδοτικής λειτουργίας υφίσταται –οπωσδήποτε όμως υπό την θεσμική και πολιτική «ανοχή»  της Πολιτείας- και ο θεσμός της Διαιτησίας, ως διαδικασίας επίλυσης των διαφορών μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου, ύστερα από επιλογή των αντίδικων μερών. Και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επιλογή της Διαιτησίας συνιστά μια μορφή αξιοποίησης της ρήτρας της Επιείκειας στην πράξη για την απονομή της Δικαιοσύνης.  Δηλαδή, κατ’ Αριστοτέλη, η Διαιτησία είναι, κατ’ αποτέλεσμα, θεσμός αρρήκτως συνδεδεμένος με την Δικαιοσύνη.  Και τούτο διότι στο μεν πλαίσιο της από την Πολιτεία οργανωμένης δικαιοδοτικής λειτουργίας ο δικαστής στηρίζεται πολύ περισσότερο -αν όχι αποκλειστικώς- στον νόμο, ήτοι στους θεσπισμένους από την Πολιτεία κανόνες του Δικαίου.  Ενώ στο πλαίσιο της Διαιτησίας ο δικαστής, ως δικαιοδοτικό όργανο κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών, στηρίζεται κατ’ εξοχήν στις μεθόδους απόφανσης, οι οποίες απορρέουν από την προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας.   Και ο Αριστοτέλης φθάνει στο συμπέρασμα του όλου συλλογισμού του διατυπώνοντας την θέση, ότι ο κύριος λόγος, για τον οποίο επινοήθηκε ο θεσμός της Διαιτησίας, είναι για να επιλύονται οι μεταξύ των αντίδικων μερών διαφορές με βασικό γνώμονα την χρήση της ρήτρας της Επιείκειας.

γ2) Οι θέσεις του Αριστοτέλους περί Διαιτησίας, ως διαδικασίας απονομής της Δικαιοσύνης μέσω της προσφυγής στην ρήτρα της Επιείκειας, η οποία λειτουργεί, κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών, παραλλήλως προς τους «επίσημους» δικαστικούς σχηματισμούς της Πολιτείας, αποτελεί, αναμφισβήτητα, μια ισχυρή απόδειξη των εξαιρετικά φιλελεύθερων -με τα μέτρα της εποχής- αντιλήψεών του σχετικά με την εν γένει πολιτειακή οργάνωση, όπως άλλωστε προκύπτει και από την όλη πολιτική «κοσμοθεωρία» του στο πλαίσιο των αναλύσεων της «Αθηναίων Πολιτείας».  Εξ ού και σε κάποιες περιπτώσεις υποστηρίχθηκαν απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες, κατ’ Αριστοτέλη, αφενός η δυνατότητα της επιλογής της Διαιτησίας ισχύει σε όλο το φάσμα της επίλυσης διαφορών, ανεξάρτητα από την ειδικότερη φύση τους.  Και, αφετέρου, στις περιπτώσεις επιλογής της Διαιτησίας ο διαιτητής δικάζει ως «legibus solutus», δηλαδή πέρα και έξω από τους in concreto θεσμοθετημένους κανόνες του Δικαίου, ήτοι αποκλειστικώς κατά την σύμφωνη με την Επιείκεια κρίση του.  Με άλλες λέξεις, ο διαιτητής μπορεί να φθάσει ως το σημείο παραγωγής, πρωτογενώς, κανόνων δικαίου, ακόμη και αντίθετων με τους κατά τ’ ανωτέρω θεσμοθετημένους από την Πολιτεία κανόνες του Δικαίου.

γ3) Απλή ανάγνωση της «Αθηναίων Πολιτείας» αρκεί για να καταδείξει, ότι αυτές οι ακραίες περί Διαιτησίας και της εντός αυτής επενέργειας της ρήτρας της Επιείκειας θέσεις είναι ξένες προς την θεσμική και πολιτική «φιλελεύθερη» νοοτροπία του Αριστοτέλους, ιδίως σε ό,τι αφορά την οργάνωση και λειτουργία της απονομής της Δικαιοσύνης.  Πριν απ’ όλα είναι προφανές, ότι κατ’ Αριστοτέλη δεν είναι νοητή η υπαγωγή στην Διαιτησία, κατ’ επιλογή των αντίδικων μερών, σημαντικών για την επιβίωση του κοινωνικού συνόλου διαφορών, διεπόμενων από το «αυστηρό δίκαιο» που έχει θεσπίσει η Πολιτεία. Όπως είναι, κατ’ εξοχήν, οι διαφορές για βαριά εγκλήματα στο πεδίο του Ποινικού Δικαίου, πρωτίστως δε για εγκλήματα, τα οποία στρέφονται κατά της Πολιτείας  (πολιτικά εγκλήματα, κυρίως δε εγκλήματα καθοσιώσεως, κλπ).

γ4) Επομένως, κατά την αντίληψη του Αριστοτέλους περί Διαιτησίας, σε αυτή μπορούσαν να υπαχθούν κυρίως εκείνες οι διαφορές, οι οποίες αναφύονταν μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου στο πεδίο του -υπό σημερινούς βεβαίως όρους, και με όλη την διακινδύνευση της εντεύθεν μη εντελώς επακριβώς οριοθετημένης περιγραφής- lato sensu Ιδιωτικού Δικαίου.  Ιδίως δε οι διαφορές που ανέκυπταν κατά τις καθημερινές κοινές ή και τις ειδικότερες εμπορικές συναλλαγές, με αντιπροσωπευτικότερα δείγματα γραφής τις εμπράγματες και ενοχικές συναλλαγές, φυσικά κατά την μετέπειτα επικρατήσασα ορολογία υπό το φως των δεδομένων του Ρωμαϊκού Δικαίου και της, πάνω στην βάση του, καλλιεργηθείσας Νομικής Επιστήμης. Επιπλέον –ίσως δε και σπουδαιότερο για τον πυρήνα του θεσμού της Διαιτησίας- είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δεκτό πως ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με  τις ως άνω αναλύσεις του, αποδεχόταν ένα είδος ανεξέλεγκτης «ελευθεριότητας» του διαιτητή κατά την άσκηση της ιδιόμορφης αυτής δικαιοδοσίας του. Κατ’ ακρίβεια δε «ελευθεριότητας», η οποία θα έφθανε στα όρια της κρίσης ευθέως contra legem. Με άλλες λέξεις κρίσης που θ’ αγνοούσε εντελώς τις γενικές αρχές, οι οποίες απέρρεαν από τους θεσμοθετημένους εκ μέρους της Πολιτείας κανόνες του Δικαίου, για την εκδίκαση αντίστοιχων διαφορών, αυτή την φορά όμως από τον έχοντα «επίσημη» δικαιοδοτική αρμοδιότητα δικαστή.

γ5) Άρα η διαφαινόμενη -σε όποιο βάθος και σε όποια έκταση- στην ανάλυση του Αριστοτέλους «προτίμηση»  για την Διαιτησία μάλλον πρέπει να συνδυασθεί, κατά την εξήγησή της, με την  όλη προμνημονευόμενη αντίληψη του Αριστοτέλους ως προς την ουσία και την δικαιοδοτική εμβέλεια της ρήτρας της Επιείκειας. Πράγμα που σημαίνει ότι, κατ’ Αριστοτέλη, η Διαιτησία και ο διαιτητής δεν μπορεί να επιλέγονται από τα αντίδικα μέρη για να επιλυθεί η διαφορά τους ακόμη και contra legem. Απλώς ο διαιτητής, στο πλαίσιο της Διαιτησίας, είχε πολύ ευρύτερη διακριτική ευχέρεια από τον «επίσημο»  δικαστή να κρίνει, praeter legem όμως, είτε όταν  υφίσταται νομοθετικό κενό, το οποίο έπρεπε να καλυφθεί με κανόνες, τους οποίους «εμπνεόταν» και  εφάρμοζε στην πράξη ο ίδιος, με αποκλειστικό γνώμονα την ρήτρα της Επιείκειας.  Είτε όταν οι in concreto εφαρμοστέοι θεσπισμένοι κανόνες του Δικαίου έπρεπε να «διορθωθούν» καταλλήλως, πάντοτε με αποκλειστικό γνώμονα την ρήτρα της Επιείκειας, ώστε ν’ ανταποκρίνονται πληρέστερα στην έννοια της Δικαιοσύνης. Ακριβέστερα δε στην έννοια της Διανεμητικής Δικαιοσύνης και της θεμελιώδους θεσμικής και κανονιστικής παραμέτρου της, της αναλογικής Ισότητας.

γ6) Συμπερασματικώς, λοιπόν, μάλλον πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατ’ Αριστοτέλη, ο διαιτητής, στο πλαίσιο του θεσμού της Διαιτησίας, δικαιοδοτούσε, κατ’ επιλογή των αντιδίκων μερών, ως ένα είδος «συλλειτουργού»  των θεσμικώς   οργανωμένων από την Πολιτεία δικαιοδοτικών οργάνων. Και η βασική  μεταξύ τους διαφορά έγκειται στο ότι  τα τελευταία μπορούσαν να δικαιοδοτούν κατ’ αρχήν secundum legem. Ενώ ο διαιτητής είχε την δυνατότητα να διαμορφώσει τον νομικό του συλλογισμό αξιοποιώντας  όλους τους διαύλους και της praeter legem ερμηνείας των εφαρμοζόμενων από αυτόν κανόνων, χωρίς όμως ν’  αγνοεί εντελώς ή και, πολύ περισσότερο, να παραβιάζει ευθέως το «τεθειμένο» Δίκαιο.

II.  Το σύγχρονο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο ως «προνομιακό» πεδίο εφαρμογής της ρήτρας της Επιείκειας: Το ειδικότερο παράδειγμα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982

Η ρήτρα της Επιείκειας, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στον χρόνο κυρίως υπό την επιρροή της κατά τα προαναφερόμενα σκέψης του Αριστοτέλους περί αυτής,  διαδραματίζει, αδιαλείπτως, σπουδαίο ρόλο στο πλαίσιο και της σύγχρονης Νομικής Επιστήμης, δοθέντος ότι «διατρέχει»  τις αρχές και την μεθοδολογία ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου σε όλο το φάσμα του Δικαίου. Είτε πρόκειται για το Δημόσιο, είτε πρόκειται για το Ιδιωτικό Δίκαιο, κατά την  κλασσική και πάντα ισχύουσα, τουλάχιστον στις γενικές της γραμμές, διάκριση. Εκεί όμως όπου η εφαρμογή της ρήτρας της Επιείκειας εμφανίζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του νομικού πεδίου το οποίο καλύπτεται κανονιστικώς αλλά και λόγω της μέγιστης, θεσμικής και πολιτικής, σημασίας του σε παγκόσμια κλίμακα, είναι ο χώρος του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου.  Πρωτίστως δε ο χώρος του κλάδου του εκείνου, που αφορά το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Συγκεκριμένα, σε αυτό τον χώρο και σε αυτό το  ειδικότερο πεδίο η προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή  των αντίστοιχων κανόνων δικαίου, καθίσταται ολοένα και πιο  συχνή και ολοένα και πιο  έντονη, και μάλιστα υπό συνθήκες και προϋποθέσεις που «αναζωογονούν» την περί Επιείκειας σκέψη του Αριστοτέλους,  αναδεικνύοντας έτσι με μεγαλύτερη έμφαση την διαχρονική επικαιρότητά της και, συνακόλουθα, τον αδιαμφισβήτητο φιλοσοφικό και νομικό «κλασικισμό» της.

Α. Η ιδιομορφία του κανονιστικού πλαισίου των κανόνων του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και, κυρίως, του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982

Το ότι η ρήτρα της Επιείκειας βρίσκει «προνομιακό» πεδίο εφαρμογής  κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, και ιδίως του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην κανονιστική ιδιομορφία των κανόνων τούτων, με δεδομένο το ότι, οιονεί εκ φύσεως και εκ καταγωγής, οι κανόνες αυτοί αφενός έχουν διατυπωθεί, εν πολλοίς, με μεγάλη ευρύτητα και γενικότητα, ώστε να καταστεί εφικτή η αποδοχή τους από όσο το δυνατόν περισσότερα Κράτη, των οποίων τα συμφέροντα συχνά είναι  αντίθετα, και μάλιστα ριζικώς. Και, αφετέρου, οι θεσμοθετημένοι κυρωτικοί μηχανισμοί για την κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερη διασφάλιση του κανονιστικού κύρους του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, συνακόλουθα δε και του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, όταν και εφόσον οι κανόνες τους παραβιάζονται -γεγονός διόλου σπάνιο- είναι, κατά γενική ομολογία, ελλιπείς και, εν πάση περιπτώσει, δεν λειτουργούν ικανοποιητικώς ιδίως από πλευράς δικαιοδοτικής αποδοτικότητας, άρα δεν εκπληρώνουν στο ακέραιο την αποστολή, για την οποία έχουν οργανωθεί θεσμικώς.

1. Οι κανονιστικές ελλείψεις του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, μ’  επίκεντρο το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982

    Υπό τα ως άνω δεδομένα η ρήτρα της Επιείκειας, τόσον ως γενική αρχή δικαστικής ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων δικαίου όσο και με την μορφή διαιτητικής επίλυσης των αναφυόμενων διαφορών, έρχεται στην εποχή μας  να «τονώσει»   και την  αμφισβητούμενη  κανονιστική ισχύ του συνόλου του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Όταν μάλιστα ιδίως στους ταραγμένους καιρούς μας, η σημασία της  αποτελεσματικής εφαρμογής του Δικαίου τούτου καθίσταται κάτι παραπάνω από πρόδηλη –ουσιαστικώς δε κυριολεκτικώς υπαρξιακή- για την συνοχή της Διεθνούς Κοινότητας εν γένει. Συγκεκριμένα, επιχειρώντας ένα στοιχειώδη ιστορικό απολογισμό, από την δημιουργία του ως σήμερα, οφείλουμε να δεχθούμε -και προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν αμάχητα νομικά και πολιτικά τεκμήρια- ότι το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο και η εξ αυτού απορρέουσα Διεθνής Νομιμότητα αποτελούν μια από τις πιο καίριες επινοήσεις του Ανθρώπου, αναφορικά με την ρύθμιση των διακρατικών σχέσεων και την εντεύθεν ειρηνική συνύπαρξη Κρατών και Λαών.

α) Πραγματικά, σε σχέση με την προϋπάρχουσα κατάσταση, η δημιουργία και η επέκεινα εξέλιξη του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, η οποία σημάδεψε ανεξίτηλα τις τότε εμβρυακές διακρατικές σχέσεις κατά την περίοδο της μετάβασης από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, στοιχειοθετεί ένα από τα πιο εμβληματικά βήματα προόδου για τον Άνθρωπο και την Ανθρωπότητα. Ως προς την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού μαρτυρεί αψευδώς το «διάνυσμα», το οποίο διαγράφει το κατά τον Thomas Hobbes «πέρασμα» από την εποχή του «bellum omnium contra omnes», σ’ εκείνη του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και του «πρωταρχικού» κανόνα του, ήτοι της αρχής «pacta sunt servanda». Υπ’ αυτό το πρίσμα το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο υπήρξε μια πραγματική θεσμική και πολιτική «επανάσταση», ως προς την, υπό τον κανονιστικό θεσμικό μανδύα του, εξέλιξη του διεθνούς γίγνεσθαι.

β) Πέραν τούτων όμως, στην διαδρομή της θεσμικής και πολιτικής «ωρίμανσής» του το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο δεν συνέβαλε μόνο στην εν γένει πορεία κανονιστικής ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων, υπό συνθήκες ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Κρατών και Λαών. Συνέβαλε, εμμέσως πλην σαφώς, και στην οριστική διαμόρφωση  θεμελιωδών πολιτειακών στοιχείων του σύγχρονου Κράτους. Και τούτο διότι το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, θέτοντας το πλαίσιο μιας στοιχειώδους διακρατικής συνεργασίας, κατ’ αποτέλεσμα οριοθέτησε και τις βασικές συντεταγμένες της Κυριαρχίας κάθε Κράτους, επιπλέον δε, αλλά και κατά λογική ακολουθία, το γενικό πλαίσιο του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν τέλει, της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας. Πραγματικά, αν εξετάσει κανείς σε βάθος την εξέλιξη και την προοπτική του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου ήδη από τις απαρχές του, πρέπει να κάνει δεκτό το συμπέρασμα ότι ουσιώδης τάση του ήταν -αλλά και παραμένει αδιαλείπτως– και η σταδιακή και κατά το δυνατόν πιο αποτελεσματική μεταφορά, μέσω της Διεθνούς Νομιμότητας, των «πυρήνων» του Κράτους Δικαίου, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας στις διακρατικές σχέσεις και στο διεθνές γίγνεσθαι.

γ) Βεβαίως, η πορεία εξέλιξης του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου δεν έχει δικαιώσει, στον αναμενόμενο βαθμό, τις προσδοκίες για την δημιουργία ενός θεσμικού και πολιτικού μέσου αξιόπιστης υπεράσπισης της Ειρήνης και της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ Κρατών και Λαών. Ειδικότερα, και παρά το αισιόδοξο ξεκίνημα,  που προοιωνίσθηκε η Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648, για την δημιουργία ενός σύγχρονου και δυναμικού διακυβερνητικού-διακρατικού συστήματος Διεθνών Σχέσεων, η συνέχεια δεν υπήρξε η αναμενόμενη.  Ειδικότερα:

γ1) Κατά την περίοδο πριν και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο -ακριβώς λόγω της πικρής εμπειρίας του Πολέμου αυτού- παρατηρήθηκε το εξής, αντιφατικό κατά βάθος, φαινόμενο: Ναι μεν «οι φωνές» υπεράσπισης του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Συνεργασίας πολλαπλασιάσθηκαν και στηρίχθηκε η ιδέα της δημιουργίας κατάλληλων προς αυτή την κατεύθυνση Διεθνών Οργανισμών. Πλην όμως, κυρίως οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής κατ’ αποτέλεσμα αντιτάχθηκαν στην απαραίτητη κανονιστική καταξίωση του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, μη ανεχόμενες την προοπτική η εν γένει ισχύς και δυναμική τους να τεθεί, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, υπό την θεσμική και πολιτική εποπτεία του. Το παράδειγμα της Κοινωνίας των Εθνών, και η έναντι αυτής στάση ορισμένων από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, παρέχει το πιο αντιπροσωπευτικό αποδεικτικό στοιχείο της ως άνω μεγάλης αντίφασης εις βάρος του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου.

γ2) Τα πράγματα επιδεινώθηκαν κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου, όταν ιδίως η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία όχι μόνο «δυναμίτισαν», στην κυριολεξία, με την πολιτική τους τον ίδιο τον πυρήνα του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου αλλά και στήριξαν, απροκαλύπτως, την εφιαλτική επάνοδο στο προ της δημιουργίας του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου καθεστώς της επιβολής του δικαίου του ισχυρού έναντι της ισχύος του Δικαίου. Δυστυχώς, κατ’ εκείνη την περίοδο αυτή η κορύφωση της διεθνούς αυθαιρεσίας έγινε ανεκτή και από σημαντικούς Νομικούς. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Carl Schmitt, κατά τον οποίο βασική προτεραιότητα είχε η έννοια της Λαϊκής Κυριαρχίας που δεν μπορεί, ούτε επιτρέπεται, να περιορίζεται, κατ’ ουδένα τρόπο, από τις ρυθμίσεις του φιλελευθέρου κανόνα δικαίου, είτε στο επίπεδο του Εθνικού είτε στο επίπεδο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου.

δ) Την επαύριο του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ύστερα απ’  όσα άφησε πίσω το βάρβαρο πέρασμά του, το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο φάνηκε να γνωρίζει μια εντυπωσιακή δυναμική, σ’ επάλληλα επίπεδα. Αναφέρονται, ενδεικτικώς, η κατοχύρωση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η θέσπιση Διεθνών Συμφωνιών για τον περιορισμό των όπλων μαζικής καταστροφής, η ίδρυση Διεθνών Οργανισμών πολυμερούς εμπορικής συνεργασίας, όπως π.χ. η Gatt και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, αλλά και Διεθνών Οργανισμών νομισματικής συνεργασίας και οικονομικής βοήθειας, όπως π.χ. το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα. Όμως, η πρόοδος αυτή του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου αποδείχθηκε, και μάλιστα πολύ σύντομα, άκρως επιφανειακή, δοθέντος ότι ουδόλως βελτιώθηκε ο βαθμός της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων του στην πράξη. Πολλώ μάλλον όταν η «αχίλλειος πτέρνα» του, ήτοι η έλλειψη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών σε περίπτωση παραβίασης των θεσπισμένων  κανόνων του, άρχισε να μετατρέπεται σε πραγματική «χαίνουσα πληγή», θεσμικώς και πολιτικώς.

2. Τα «τρωτά» σημεία του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου

    Η Νομική Επιστήμη έχει αρκούντως επισημάνει, σε διεθνή κλίμακα, τα τρωτά σημεία της δομής του Κανόνα Δικαίου, ως θεσμικής «μονάδας μέτρησης» της κανονιστικής επάρκειας του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου και της αποτελεσματικότητας της εφαρμογής του. Σημεία, τα οποία υψώνουν σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια ως προς την επίτευξη της κατά τ’ ανωτέρω θεσμικής και πολιτικής αποστολής του στο πεδίο της Διεθνούς Κοινότητας και του διεθνούς γίγνεσθαι.

α) Το σπουδαιότερο από τα τρωτά αυτά σημεία, πραγματική «αχίλλειος πτέρνα», όπως τονίσθηκε, του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, ελλοχεύει στην χρόνια -ουσιαστικώς από καταβολών του Διεθνούς Δικαίου- μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και δύναμη των κανόνων του, ανεξαρτήτως της μορφής που φέρει το κείμενο -π.χ. συμφωνία, συνθήκη κλπ.- εντός του οποίου περιλαμβάνονται.

α1)  Μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και δύναμη οι οποίες, μάλιστα, εντείνονται, όσο οι σχέσεις μεταξύ των Κρατών-Μελών της Διεθνούς Κοινότητας γίνονται ολοένα και πιο περίπλοκες, a fortiori δε ακόμη πιο «συγκρουσιακές».  Όσο δηλαδή η ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ τους κατατάσσεται, παγκοσμίως και δυστυχώς δίχως αισιόδοξες προοπτικές, σε αγαθό «ουσιώδες εν ανεπαρκεία». Πραγματικά, οι Διεθνείς Συμβάσεις, και κυρίως αυτές που απευθύνονται σε μεγάλο κύκλο Κρατών, συντίθενται από κανόνες δικαίου οι οποίοι συντάσσονται με ολοένα και μεγαλύτερη γενικότητα και, επέκεινα,  μ’ εξ’ ίσου ολοένα και μεγαλύτερη  ασάφεια ως προς το ρυθμιστικό τους περιεχόμενο. Και τούτο συμβαίνει για να καταστεί δυνατή η ευρύτερη δυνατή αποδοχή τους από τα συμβαλλόμενα Κράτη, με το να καλύπτει τις βασικές  θέσεις τους ως προς τα επιμέρους συμφέροντα καθενός. Έτσι όμως το μεγαλύτερο βάρος ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους, κατ’ εξοχήν σύμφωνα με την μέθοδο τελεολογικής ερμηνείας, μετατίθενται στους δικαιοδοτικούς μηχανισμούς, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με  την εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν στο πλαίσιο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Πράγμα που σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερες είναι η γενικότητα και η αοριστία των κανόνων του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, τόσο δυσχερέστερο καθίσταται το έργο του δικαστή για την επίλυση των,  εντός του πλαισίου ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων τούτων, αναφυόμενων διαφορών. Επιπλέον δε τόσο δυσχερέστερη καθίσταται και η άνευ όρων αποδοχή του δεδικασμένου των αντιστοίχων  αποφάσεών του από τα διάδικα μέρη.

α2)  Τα όσα εκτέθηκαν προηγουμένως για το σύνολο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, ιδίως ως προς το μειονέκτημα της υπερβολικής γενικότητας και αοριστίας των κανόνων του,  ισχύει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Η τεράστια αξία -που σταδιακώς αποκαλύπτεται και αυξάνεται γεωμετρικώς-  του θαλάσσιου πλούτου κάθε μορφής, η σχεδόν χαοτική γεωγραφική ιδιαιτερότητα σε ό,τι αφορά τα πραγματικά δεδομένα των επιμέρους Θαλάσσιων Ζωνών, οι οποίες πρέπει να οριοθετηθούν και η,  εν πολλοίς αναμενόμενη, προσήλωση των Κρατών στην αποτελεσματική υπεράσπιση  τόσο του στενού πυρήνα της Κυριαρχίας τους όσο και των λοιπών κυριαρχικών τους δικαιωμάτων –πάντοτε σε συνδυασμό με την οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών-  συνιστούν τις κυριότερες αιτίες, λόγω των οποίων οι συντάκτες της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 για το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ προέβησαν σε σημαντικές υποχωρήσεις, αναφορικά με την επαρκή συγκεκριμενοποίηση και αντίστοιχη εξασφάλιση της σαφήνειας των κανόνων που την συνθέτουν. Και να σκεφθεί κανείς ότι,  παρά τις επώδυνες αυτές υποχωρήσεις,  πολλά και σημαντικά Κράτη -μεταξύ των οποίων και οι ΗΠΑ- δεν έχουν επικυρώσει ακόμη,  δέσμια των δισταγμών τους ως προς την υπεράσπιση των κάθε είδους συμφερόντων τους, την Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Το μόνο παρήγορο είναι ότι, κατά την νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, η Σύμβαση αυτή, -άρα το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ- παράγουν γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες δικαίου οι οποίοι δεσμεύουν και τα Κράτη, που δεν την έχουν ως τώρα επικυρώσει.  Πράγμα που σημαίνει ότι, από αμιγώς κανονιστική έποψη, η Σύμβαση του Montego Bay του 1982 είναι, εν πάση περιπτώσει, διεθνώς δεσμευτική.  Και το αν και κατά πόσο τούτο γίνεται στην πράξη σεβαστό απ’ όσα Κράτη δεν την έχουν, όπως προαναφέρθηκε, επικυρώσει μπορεί, τουλάχιστον, να χρησιμοποιηθεί ως άκρως ενδεικτικό στοιχείο αποτίμησης της «προσήλωσής» τους στα στοιχειώδη δεδομένα του Διεθνούς Νομικού Πολιτισμού μας, πρωτίστως όταν με μεγάλη ευκολία, όταν τα συμφέροντά τους θίγονται, δεν διστάζουν να δώσουν σε άλλους «μαθήματα» τήρησης της Διεθνούς Νομιμότητας.

β) Η ως άνω μειωμένη κανονιστική εμβέλεια και επάρκεια των  κανόνων του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου έχει ως διαβρωτική ρίζα της και την, επίσης χρόνια, έλλειψη επαρκών κυρωτικών μηχανισμών, ικανών να διασφαλίσουν την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων αυτών στην πράξη, και μάλιστα erga omnes.

β1) Υπό το φως των δεδομένων τούτων, το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται, από πλευράς θεσμικής και κανονιστικής «ευρωστίας», σε σαφώς πιο μειονεκτική θέση έναντι του Εθνικού Δικαίου -ήτοι του δικαίου κάθε Κράτους, όπως τούτο οργανώνει την Έννομη Τάξη του- αλλ’ ακόμη και έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως σαφώς καταδεικνύει η σχετικώς ικανοποιητικώς οργανωμένη θεσμική δομή και λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, συνακόλουθα, της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.

β2) Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του Εθνικού Δικαίου και -έστω και ως ένα βαθμό- του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι αντίστοιχες Έννομες Τάξεις συντίθενται από κανόνες δικαίου, οι οποίοι έχουν όλα τα κανονιστικά χαρακτηριστικά των   leges perfectae, ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα των κυρωτικών μηχανισμών διασφάλισης της εφαρμογής τους στην πράξη. Όλως αντιθέτως είναι, όπως ήδη τονίσθηκε, η έλλειψη αντίστοιχων, κανονιστικώς «αξιόμαχων», κυρωτικών μηχανισμών, στο πλαίσιο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, η οποία καθιστά, σε μεγάλη κλίμακα, τους κανόνες δικαίου που το απαρτίζουν σχεδόν leges minus quam perfectae ή, ακόμη χειρότερα, ως και leges imperfectae.

γ)   Αυτό το μεγάλο μειονέκτημα του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου δεν έχει, καθ’ όλη την ιστορική διαδρομή του, θεραπεύσει -και, δυστυχώς, τίποτα δεν δείχνει ότι η επικίνδυνη αυτή κατάσταση θ’ αλλάξει στο μέλλον, άμεσο ή και απώτερο- η παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστή, οιαδήποτε μορφή και αν έχει το ad hoc όργανο του συστήματος Διεθνούς Δικαιοσύνης, το οποίο επιλαμβάνεται για την in concreto εφαρμογή του οικείου κανόνα δικαίου και, συνακόλουθα, για την επίλυση της οικείας δικαστικής διαφοράς μεταξύ των αντίδικων μερών.

γ1)  Για την ακρίβεια, δεν έχει αναδειχθεί κάποιο δικαιοδοτικό όργανο, στο πλαίσιο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου -είτε πρόκειται για stricto sensu δικαστήριο είτε για διαιτητικό μηχανισμό– το οποίο να έχει συμβάλει αποφασιστικώς  σε μιαν άξια λόγου μεταστροφή αυτής της τόσο επικίνδυνης τάσης κανονιστικής απομείωσης του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Και σε αυτό συνέτεινε το ότι τα κατά τ’ ανωτέρω δικαιοδοτικά όργανα δεν εξοπλίζονται, από τους οικείους κανόνες του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου που καθορίζουν την οργάνωση και την λειτουργία τους, με την δικαιοδοτική εκείνη «πανοπλία», η οποία θα μπορούσε αφενός να υποχρεώσει τ’ αντίδικα στο διεθνές γίγνεσθαι μέρη να προστρέξουν υποχρεωτικώς σε αυτά. Και, αφετέρου, να θωρακίσει τις αποφάσεις τους με ουσιαστική εκτελεστή δύναμη δεδικασμένου.

γ2)  Τούτο ισχύει ακόμη και όταν πρόκειται για κορυφαία όργανα του δικαιοδοτικού συστήματος του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, όπως είναι π.χ. το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ως προς το τελευταίο, μόνος αισιόδοξος οιωνός, για το κύρος του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, εμφανίζεται η εκ μέρους του αυξανόμενη έκδοση αποφάσεων οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, αναγνωρίζουν την ύπαρξη γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, που είναι δεσμευτικοί erga omnes.  Ήτοι ακόμη και έναντι Κρατών, τα οποία δεν έχουν προσχωρήσει σε Συμβάσεις, τους κανόνες των οποίων εφαρμόζει το Δικαστήριο τούτο. Το τελευταίο, σχετικώς, παράδειγμα του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, παρέχει, σύμφωνα με όσα διευκρινίσθηκαν πιο πάνω, ένα άκρως αντιπροσωπευτικό «δείγμα γραφής» προς αυτή την κατεύθυνση.

Β.   Επιείκεια και Διαιτησία στο πλαίσιο του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, υπό το φως της σκέψης του Αριστοτέλους

Η ανάλυση που προηγήθηκε, ιδίως σχετικά με την ιδιομορφία και τις μεγάλες κανονιστικές αδυναμίες και αρρυθμίες του σύγχρονου Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου -κατ’ εξοχήν δε του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982- σε ό,τι αφορά τόσο την γενικότητα και την αοριστία των διατάξεών του όσο και τις κραυγαλέες ελλείψεις  των θεσμοθετημένων κυρωτικών μηχανισμών, σε περιπτώσεις παραβίασης των διατάξεων τούτων,  εξηγεί, σε σημαντικό βαθμό, πώς και πόσο  παραμένει επίκαιρη στο πεδίο αυτό η σκέψη του Αριστοτέλους, αναφορικά με την εφαρμογή από την μια πλευρά της ρήτρας της Επιείκειας και, από την άλλη πλευρά, του θεσμού της Διαιτησίας. Ειδικότερα:

  1. Η ρήτρα της Επιείκειας κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου

Η σκέψη του Αριστοτέλους περί της ρήτρας της Επιείκειας, ως μέσου πρόσφορης ερμηνείας και εφαρμογής των ισχυόντων εκάστοτε κανόνων του Δικαίου, διατηρεί την επικαιρότητά της αν αναχθεί κανείς στον τρόπο, με τον οποίο  η νομολογία των δικαιοδοτούντων οργάνων στο πλαίσιο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου -κυρίως δε η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης- ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τις διατάξεις του άρθρου 38 του Καταστατικού του ως άνω Δικαστηρίου. Διατάξεις, οι οποίες προσδιορίζουν το ρυθμιστικό πλαίσιο των κανόνων δικαίου, με βάση τους οποίους το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ασκεί την δικαιοδοσία του, κατά την εκδίκαση των ενώπιον αυτού αγόμενων από τα διάδικα μέρη διαφορών.

    α) Κατά τις διατάξεις,  λοιπόν,  του άρθρου 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης:  «1. Το Δικαστήριο, που έργο του έχει να εκδικάζει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τις υποθέσεις που υποβάλλονται σ΄ αυτό, θα εφαρμόζει:

               α. τις διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θέτουν κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζονται ρητά από τα αντίδικα κράτη,

               β. το διεθνές εθιμικό  δίκαιο, ως απόδειξη γενικής πρακτικής που γίνεται δεκτή ως κανόνας δικαίου,

               γ.  τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη,

               δ. με την επιφύλαξη όσων προβλέπουν οι διατάξεις του Άρθρου 59, τις δικαστικές αποφάσεις και τα διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων δημοσιολόγων των διάφορων εθνών, ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό των κανόνων δικαίου.

               2. Αυτή η διάταξη δεν θα θίγει την εξουσία του Δικαστηρίου να κρίνει μια υπόθεση “ex aequo et bono”, αν οι διάδικοι συμφωνούν σ’ αυτό».

    β) Διευκρινίζεται, ευθύς εξαρχής, ότι οι θέσεις που διατυπώνονται στην συνέχεια δεν αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 παρ. 2 του ως άνω Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ως προς την εξουσία του Δικαστηρίου τούτου να κρίνει μια υπόθεση, ύστερα από συμφωνία των αντίδικων μερών, «ex aequo et bono».

β1) Και τούτο, διότι πέραν του ότι ενδεχόμενη κρίση του Διεθνούς  Δικαστηρίου της Χάγης στο πεδίο μιας τέτοιας, εντελώς εξαιρετικής, δικαιοδοσίας ουσιαστικώς κινείται πέραν των διατάξεων του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου εν γένει, ώστε να μπορεί ν’ αξιολογηθεί εν προκειμένω ασφαλώς η προσφυγή στην ρήτρα της Επιείκειας, αναφορικά με την λειτουργία της εντός του κανονιστικού πλαισίου του Δικαίου τούτου, ουδέποτε ως σήμερα έχει γίνει πλήρης χρήση της δικαιοδοτικής ευχέρειας της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του κατά τ’ ανωτέρω Καταστατικού του για το εύρος απόφανσης «ex aequo et bono». Άρα, όποια ερμηνευτική προσέγγιση ενδεχόμενης εφαρμογής της ρήτρας της Επιείκειας, εντός αυτού του δικαιοδοτικού πλαισίου, θα ήταν από «υπόθεση εργασίας» ως  εντελώς αυθαίρετη, αφού δεν υφίσταται αντιπροσωπευτικό νομολογιακό προηγούμενο απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Επομένως, οι θέσεις που διατυπώνονται στην συνέχεια αφορούν την επενέργεια της ρήτρας της Επιείκειας εντός του πεδίου των κανόνων δικαίου των εδ. α΄, β΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Συγκεκριμένα δε αφορούν το πώς η προμνημονευόμενη ρήτρα λειτουργεί, κατά την διάταξη του εδ. γ΄ της κατά τ΄ ανωτέρω παρ. 1 του άρθρου τούτου,  ενταγμένη στο κανονιστικό πεδίο των «γενικών αρχών του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα Έθνη».

β2) Ιδιαιτέρως αποκαλυπτική, σε ό,τι αφορά την έννοια και την δικαιοδοτική επενέργεια της Επιείκειας ως γενικής αρχής, κατά την ως άνω διάταξη της παρ. 1 εδ. γ΄ του άρθρου 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, είναι η νομολογία του εκείνη, η οποία προκύπτει π.χ. από τις αποφάσεις του –προ της έναρξης της ισχύος του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982–  του 1969, για την Υφαλοκρηπίδα της Βόρειας Θάλασσας, του 1977, για την Υφαλοκρηπίδα μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας, του 1982, για την Υφαλοκρηπίδα μεταξύ Τυνησίας και Λιβύης και του 1984, για την υπόθεση του Κόλπου του Maine μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά.  Πέραν του ότι η νομολογία αυτή του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης προσδιορίζει σχεδόν το σύνολο των χαρακτηριστικών της Επιείκειας, ως γενικής αρχής στο πεδίο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου εν γένει, προβαίνει, μεταξύ άλλων, και στις εξής δύο, άκρως διαφωτιστικές, διευκρινήσεις αναφορικά με τον τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του: Κατά πρώτο λόγο η γενική αρχή της Επιείκειας εφαρμόζεται έτσι ώστε να καταλήγει στην διαμόρφωση του αντίστοιχου επιεικούς αποτελέσματος.  Άρα δεν μπορεί να εφαρμοσθεί contra legem, σε σχέση με τους in concreto εφαρμοστέους κανόνες του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου.  Εφαρμόζεται μόνο praeter legem, προκειμένου το Δικαστήριο τούτο να οδηγηθεί, κατά την τελεολογική ερμηνεία τους, σ’ ένα «δίκαιο» αποτέλεσμα.  Ακριβέστερα δε σ’ ένα αποτέλεσμα σύμφωνο με τις αρχές της Δικαιοσύνης, και συγκεκριμένα της Διανεμητικής  Δικαιοσύνης.  Πλην όμως υπ’ αυτό το πνεύμα, η αναλογικότητα δεν συνιστά αυτόνομη γενική αρχή, κινούμενη στο ίδιο επίπεδο με την γενική αρχή της Επιείκειας.  Και τούτο διότι λειτουργεί μόνο προς επικουρία της τελευταίας, κατά προτεραιότητα με την μορφή κριτηρίου ή και μέσου δικαιοδοτικής σύλληψης της «δίκαιης» αντιμετώπισης συγκεκριμένης γεωγραφικής κατάστασης, σε σχέση με την τελική οριοθέτηση μιας Θαλάσσιας Ζώνης, π.χ., στις προμνημονευόμενες αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, της Υφαλοκρηπίδας.

    γ) Σύμφωνα λοιπόν με τις προεκτεθείσες διευκρινήσεις, πάντοτε με γνώμονα την εμπειρία της νομολογίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης ως προς το εκάστοτε  in concreto εφαρμοστέο δίκαιο κατά τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 38 του Καταστατικού του,  η ρήτρα της Επιείκειας επενεργεί, ιδίως πλέον στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ,  κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982 :

γ1) Είτε –αυτοτελώς, ως είδος ερμηνευτικής αρχής- στο πλαίσιο  της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων  του γραπτού και εθιμικού δικαίου, καθώς και των δικαστικών  αποφάσεων και των διδαγμάτων των πιο αναγνωρισμένων δημοσιολόγων των διαφόρων Εθνών, κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 38 παρ. 1, εδ. α΄, β΄ και δ΄ του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ακριβέστερα δε η ρήτρα της Επιείκειας είναι εν προκειμένω εξαιρετικά «λειτουργική»  δικαιοδοτικώς, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή  των αντίστοιχων ως άνω διατάξεων, αποφάσεων και διδαγμάτων, δηλαδή κατά την αναζήτηση του απώτερου σκοπού, στον οποίο αποβλέπουν ρυθμιστικώς.  Με δεδομένο δε ότι ο σκοπός αυτός είναι, οιονεί εκ φύσεως, αναποσπάστως συνδεδεμένος με την  εξυπηρέτηση του Δικαίου, επέκεινα δε  της Δικαιοσύνης, η ρήτρα της Επιείκειας στο πεδίο τούτο επιτελεί την εκ καταγωγής ερμηνευτική λειτουργία της, παρεμβαίνοντας είτε συμπληρωματικώς είτε και, εμμέσως, διορθωτικώς. Δηλαδή όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό, σύμφωνα με τα προτάγματα της praeter legem ερμηνείας αφού, κατά τα προαναφερόμενα, δεν είναι επιτρεπτό να επενεργήσει ερμηνευτικώς contra legem.  Άρα επιτελεί την ως άνω λειτουργία της παρέχοντας ερμηνευτικές εγγυήσεις, ικανές να συνεισφέρουν καθοριστικώς στην εν τέλει επίτευξη των στόχων τόσο της Διανεμητικής όσο και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης, κατ’ αποτέλεσμα δε της ίδιας της Δικαιοσύνης. Τονίζεται, εκ νέου, πόσο τούτο είναι χρήσιμο και αποδοτικό κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, πρωτίστως σε πεδία του χαρακτηριζόμενα από υπερβάλλουσα γενικότητα και αοριστία,  όπως είναι, κατά τα εκτενώς προαναφερθέντα, και το πεδίο του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.

γ2) Είτε στο πλαίσιο ερμηνείας και εφαρμογής  της περί γενικών αρχών διάταξης του άρθρου 38 παρ. 1 εδ. γ΄ του προαναφερόμενου Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, επικουρώντας δυναμικώς τις λοιπές γενικές αρχές σε ό,τι αφορά την πλήρη ανάπτυξη της κανονιστικής τους εμβέλειας.  Και τούτο διότι καθίσταται προφανές, ότι η ρήτρα της Επιείκειας είναι σε θέση να συμβάλλει στην ερμηνεία και εφαρμογή όλων των  λοιπών,  κατά τ’ ανωτέρω, γενικών αρχών, υπό όρους που μπορούν να ενισχύουν ουσιωδώς την αντίστοιχη in concreto ερμηνεία και εφαρμογή του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου σύμφωνα με τις επιταγές, όπως προαναφέρθηκε, της Διανεμητικής και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης. Κυρίως όμως η ρήτρα της Επιείκειας, κατά την θεσμική και κανονιστική ιδιοσυστασία της, μπορεί να ενισχύει ουσιωδώς την in concreto ερμηνεία και εφαρμογή της θεμελιώδους, και στον χώρο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, αρχής της Ισότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στην αναλογική της διάσταση. Αυτό συνάγεται ευχερώς εκ του ότι, όπως επισημάνθηκε κατά την ανάλυση της έννοιας της Επιείκειας στην σκέψη του Αριστοτέλους, η τελευταία, λαμβάνοντας υπόψη  τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, συνδέεται στενώς με την αναλογική έννοια  της αρχής της Ισότητας, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της στην πράξη υπό το πνεύμα των προταγμάτων της Διανεμητικής και της Διορθωτικής Δικαιοσύνης.  Με το πρόσθετο επιχείρημα ότι η αρχή αυτή, από αμιγώς φιλοσοφική άποψη, ούτως ή άλλως εντάσσεται στο ευρύτερο εννοιολογικό τους πεδίο.

γ3) Τέλος, και με βάση τα όσα επισημάνθηκαν αμέσως προηγουμένως, είναι επιβεβλημένο η ρήτρα της Επιείκειας να ενταχθεί και αυτονόμως στο πεδίο  των γενικών αρχών, κατά την  διάταξη της παρ. 1 εδ. γ΄ του άρθρου 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ήτοι όχι μόνον ως ερμηνευτική συνισταμένη των κανόνων δικαίου, των δικαστικών αποφάσεων, των επιστημονικών διδαγμάτων και των λοιπών γενικών αρχών, τις οποίες συνάγει η νομολογία του Δικαστηρίου τούτου.  Αλλά και ως γενική αρχή,  η οποία καθίσταται οιονεί αυτόνομος κανόνας δικαίου εντός του ευρύτερου ρυθμιστικού πεδίου του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, κατά την συμπλήρωση των κενών που αφήνουν να δημιουργηθούν οι γραπτοί και εθιμικοί κανόνες του, προστιθέμενη έτσι, αυτοδυνάμως, στον «εσμό» των ως άνω γενικών αρχών.  Την ορθότητα της άποψης αυτής επιβεβαιώνει επαρκώς απλή αναφορά στις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και των Διαιτητικών Δικαστηρίων, που δικαιοδοτούν στο πλαίσιο  του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου.  Πρωτίστως δε στις αποφάσεις τους εκείνες, οι οποίες εκδίδονται  κατ΄ εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, κυρίως επί διαφορών που αναφύονται  κατά την οριοθέτηση των κάθε μορφής Θαλάσσιων Ζωνών, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις του. Ουδόλως δε μειώνεται η σημασία της περί αυτοδυναμίας της αρχής της Επιείκειας άποψη, όπως προσδιορίσθηκε κατά τ’ ανωτέρω, εκ του ότι, αυτονοήτως, η αρχή αυτή συνυπάρχει, στα obiter dicta των  προαναφερόμενων  αποφάσεων, με άλλες, συναφείς προς αυτήν, γενικές αρχές.

  1. Η ρήτρα της Επιείκειας στο πλαίσιο της Διαιτησίας κατά το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο

    Ως προς τον θεσμό της Διαιτησίας -και μάλιστα εν πολλοίς υπό την έννοια και υπό τις προϋποθέσεις που, όπως ήδη επισημάνθηκε, έχει «καταγραφεί» στην σκέψη του Αριστοτέλους, σε συνδυασμό με την ρήτρα της Επιείκειας- αυτός απαντάται με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα πλέον στο πλαίσιο  εφαρμογής του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι η Διαιτησία, μ’ επικρατούντα γνώμονα απόφανσης επί των ενώπιόν της αγόμενων διαφορών την ρήτρα της Επιείκειας, οργανώνεται και λειτουργεί σχεδόν αποκλειστικώς στο πεδίο εκείνο του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, το οποίο απαρτίζεται από τους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, πάντοτε κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982. Τούτο δε οφείλεται, σύμφωνα και με τα όσα αναλύθηκαν εκτενώς, στο ότι η πολυπλοκότητα, η γενικότητα και η αοριστία των διατάξεων της ως άνω Σύμβασης, σε συνδυασμό με την δυσχέρεια που δημιουργούν οι εν γένει προϋποθέσεις προσφυγής στην δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, οδηγούν τα εν αντιδικία ευρισκόμενα μέρη να επιλέγουν την δικαιοδοτική οδό της Διαιτησίας, με ανάλογη προτίμηση της εντός αυτής ερμηνευτικής αξιοποίησης της ρήτρας της Επιείκειας. Για την παρουσίαση μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας του θεσμού της Διαιτησίας εντός του ρυθμιστικού πεδίου του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, επισημαίνεται ότι η Σύμβαση του Montego Bay του 1982 εμπεριέχει δύο, σχετικώς λεπτομερή, παραρτήματα, το Παράρτημα VII και το Παράρτημα VIII, ως προς τ΄ αντίστοιχα Διαιτητικά Δικαστήρια και την δικαιοδοσία τους. Ειδικότερα εμπεριέχει:

α) Πρώτον, το Παράρτημα VII, υπό τον τίτλο «Διαιτησία», το οποίο θεσπίζει διατάξεις περί «Γενικής Διαιτησίας». Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 1 του Παραρτήματος τούτου, εφαρμόζονται οπωσδήποτε με την επιφύλαξη των διατάξεων του Μέρους XV της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 (άρθρα 279-299), οι οποίες αφορούν την εν γένει επίλυση διαφορών που αναφύονται εντός του ρυθμιστικού πλαισίου της ως άνω Σύμβασης. Το προμνημονευόμενο Μέρος XV εμπεριέχει διατάξεις που ισχύουν ως jus cogens, κατατασσόμενες σε τρία Τμήματα. Εκ των οποίων το μεν πρώτο (Γενικές Διατάξεις, άρθρα 279-285) καθιερώνει και οργανώνει την επίλυση διαφορών με ειρηνικά μέσα, το δε δεύτερο (άρθρα 286-296) προβλέπει υποχρεωτικές διαδικασίες –με τους περιορισμούς και τις εξαιρέσεις του τρίτου Τμήματος (άρθρα 297-299)–συνεπαγόμενες δεσμευτικές αποφάσεις. Κατά τα λοιπά, στο Παράρτημα VII της Σύμβασης του Montego Bay του 1982:

α1) Οι διατάξεις του άρθρου 1 ορίζουν, ότι «κάθε μέρος σε διαφορά μπορεί να την υποβάλλει στη διαιτητική διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα με γραπτή ειδοποίηση προς το άλλο μέρος ή μέρη στη διαφορά. Η ειδοποίηση συνοδεύεται από έκθεση της αξίωσης και των λόγων στους οποίους βασίζεται». Και με τις διατάξεις των άρθρων 2-13 ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, αντιστοίχως :

  • Η συγκρότηση του εκάστοτε Διαιτητικού Δικαστηρίου από κατάλογο Διαιτητών, που καταρτίζει και τηρεί ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών, με παράλληλο προσδιορισμό  των δικαιωμάτων των αντίδικων μερών ως προς την επιλογή των Διαιτητών – μελών του Διαιτητικού Δικαστηρίου.
  • Οι αρμοδιότητες του Διαιτητικού Δικαστηρίου, η ακολουθούμενη από αυτό διαδικασία και η απαιτούμενη πλειοψηφία για την λήψη των αποφάσεων.
  • Τα της απόφασης που εκδίδεται κάθε φορά από το Διαιτητικό Δικαστήριο, τα της τελεσιδικίας της και τα όσα σχετίζονται με την ερμηνεία και εφαρμογή της.

α2)  Σημειώνεται, ότι η «Γενική Διαιτησία»  του Παραρτήματος VII της Σύμβασης του Montego Bay του 1982 συνιστά «εξ ορισμού»  διαιτητική διαδικασία επίλυσης διαφορών κατά τις διατάξεις της ως άνω Σύμβασης, όταν τ’ αντίδικα μέρη είτε δεν έχουν επιλέξει κάποια εκ των προβλεπόμενων από την Σύμβαση αυτή διαδικασία επίλυσης διαφορών, είτε έχουν επιλέξει διαδικασία διαφορετική, σε σχέση με τις κατά τ΄ ανωτέρω καθιερωμένες διαδικασίες επίλυσης διαφορών. Στα όσα σημειώθηκαν προηγουμένως προστίθεται, για νομολογιακούς και μόνο λόγους, ότι στο πλαίσιο της «Γενικής Διαιτησίας» του Παραρτήματος VII της Σύμβασης του Montego Bay του 1982, κατά τα προεκτεθέντα, εκδόθηκε και η πρόσφατη απόφαση «Φιλιππίνες κατά Κίνας», της 12ης Ιουλίου 2016. Απόφαση εξαιρετικά σημαντική για την ερμηνεία και εφαρμογή ιδίως των διατάξεων της ως άνω Σύμβασης, ως προς την έννοια και την οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών εν γένει, μ’ έμφαση στα όσα αφορούν την Αιγιαλίτιδα Ζώνη, την Υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Ένα δε από τα πιο σημαντικά ζητήματα, τα οποία έκρινε η κατά τ’  ανωτέρω απόφαση –και το οποίο σχετίζεται με τα Ελληνικά Νησιά, ιδίως στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο- είναι και εκείνο της «επήρειας» των Νησιών, αναφορικά με την έκταση της Υφαλοκρηπίδας τους και  της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης τους.

β) Και, δεύτερον, το Παράρτημα VIII, υπό τον τίτλο «Ειδική Διαιτησία», το οποίο, όπως προκύπτει από τον τίτλο αυτό, θεσπίζει διατάξεις περί «Ειδικής Διαιτησίας». Συγκεκριμένα, οι διατάξεις του (άρθρα 1-5), μεταξύ άλλων:

β1) Προσδιορίζουν τα ειδικότερα πεδία όπου εφαρμόζεται η ως άνω ειδική διαιτητική διαδικασία.  Τα πεδία αυτά αφορούν την αλιεία, την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, την θαλάσσια επιστημονική έρευνα και την ναυσιπλοΐα, συμπεριλαμβανομένης της ρύπανσης από πλοία και από την απόρριψη αποβλήτων.

β2) Ρυθμίζουν την συγκρότηση του εκάστοτε Ειδικού Διαιτητικού Δικαστηρίου, κατά βάση από καταλόγους εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι καταρτίζονται και τηρούνται, κατά κανόνα, από τ’ αρμόδια,  για κάθε πεδίο αρμοδιότητας,  όργανα του ΟΗΕ.  Βεβαίως, με παράλληλο προσδιορισμό των δικαιωμάτων των αντίδικων μερών, ως προς την επιλογή εμπειρογνωμόνων–μελών του in concreto Ειδικού Διαιτητικού Δικαστηρίου.

β3) Καθορίζουν τα της διαδικασίας λήψης απόφασης, τα του περιεχομένου της και τα της τελεσιδικίας, ερμηνείας και εφαρμογής της, κατ’ ανάλογη εφαρμογή –σύμφωνα  με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Παραρτήματος VIII- των αντίστοιχων διατάξεων των προμνημονευόμενων άρθρων 4-13 του Παραρτήματος VII, για τις οποίες ήδη έγινε λόγος συνοπτικώς.

Επίλογος

Μια από τις κυριότερες αιτίες, οι οποίες υπονομεύουν τα θεμέλια της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, είναι και το ότι βασικοί πυλώνες της – πραγματικές «αντηρίδες» για την εκπλήρωση της εκ καταγωγής αποστολής της, που συνίσταται κατ’ εξοχήν στην εγγύηση της ακώλυτης άσκησης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου –  έχουν αρχίσει να διαβρώνονται επικινδύνως. Μεταξύ των πυλώνων αυτών συγκαταλέγονται, δυστυχώς, το Κράτος Δικαίου και το αναπόσπαστο θεσμικό «παρακολούθημά» του, η Αρχή της Νομιμότητας. Αυτό οφείλεται, σε μεγάλο τουλάχιστον βαθμό, στο ότι ο ρυθμιστικός τους «πυρήνας», ο κανόνας δικαίου, ο οποίος θεσπίζεται από την Πολιτεία διαθέτοντας έτσι την απαραίτητη για το κανονιστικό του κύρος δημοκρατική νομιμοποίηση, διαβρώνεται αντιστοίχως, και μάλιστα με γεωμετρικώς αύξουσα ένταση.

Α. Τούτο ισχύει διεθνώς, και δη σε κάθε πτυχή του ισχύοντος Δικαίου, είτε πρόκειται για το Εθνικό είτε πρόκειται για το Ευρωπαϊκό και, προεχόντως, για το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο. Και προκύπτει, κατά κύριο λόγο, εκ του ότι ο κανόνας δικαίου, εκ φύσεως γενικός και αόριστος αφού πρέπει να υπηρετεί την αρχή της αναλογικής Ισότητας και της «έννοιας γένους», της Αναλογικής Δικαιοσύνης, αδυνατεί να πλαισιώσει κανονιστικώς, με την επιβαλλόμενη για την εγγενή ρυθμιστική του επάρκεια, την κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, άρα τις αντίστοιχες κοινωνικοοικονομικές σχέσεις μεταξύ των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, εντός του οποίου είναι προορισμένος να εφαρμόζεται. Η  Οικονομική Παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνολογίας μεταβάλλουν με τέτοια ταχύτητα την κοινωνικοοικονομική «υποδομή», της οποίας ο κανόνας δικαίου αποτελεί θεσμικό «εποικοδόμημα» -φυσικά με αμφίδρομη μεταξύ τους κανονιστική επιρροή- ώστε ο μεν Νομοθέτης, ο κάθε νομοθέτης, δεν μπορεί να προβλέψει με την απαιτούμενη «οξυδέρκεια» τις μελλοντικές εξελίξεις,  που το θεσμικό του δημιούργημα καλείται να πλαισιώσει ρυθμιστικώς.  Άρα οι κανόνες δικαίου, τους οποίους θεσπίζει, είτε είναι «θνησιγενείς», με την έννοια ότι τείνουν να ξεπερασθούν αμέσως μετά την έναρξη της ισχύος τους, είτε διατυπώνονται με μεγάλη γενικότητα. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε ο δικαστής, ο οποίος καλείται να τους ερμηνεύσει και να τους εφαρμόσει στην πράξη, αναγκάζεται να δικαιοδοτεί ακόμη και «δικαιοπλαστικώς», αφενός για να καλύψει τα μεγάλα κενά τους και, αφετέρου, για να διορθώσει τις κανονιστικές «αστοχίες» τους. Κενά και «αστοχίες» που, λόγω της αέναης μεταβολής της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, αναφύονται οιονεί νομοτελειακώς. Και επειδή ο δικαστής, εν γένει  -με την οπωσδήποτε σχετική, βεβαίως, εξαίρεση του πεδίου του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου- δεν έχει την δικαιοδοσία ν’ αποφασίζει δικαιοπλαστικώς, αφού κατά κανόνα η Νομολογία δεν αποτελεί αυθεντική πηγή Δικαίου αλλά μπορεί να δράσει μόνον ως το όριο παραγωγής γενικών αρχών, εκπορευόμενων πάντοτε από τους κανόνες της οικείας Έννομης Τάξης, τα κύρια «όπλα» που διαθέτει για ν’ αντιμετωπίσει την προαναφερόμενη κανονιστική -και, επέκεινα, ρυθμιστική- ανεπάρκεια του κανόνα δικαίου είναι τα μέσα ερμηνείας του.

Β. Η σύγχρονη δε νομική πραγματικότητα καταδεικνύει ότι η ρήτρα της Επιείκειας, ως ερμηνευτική αρχή και ανάλογο ερμηνευτικό μέσο, ασκεί ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή όταν ο δικαστής την «βγάζει» από την θεσμική «φαρέτρα» του, εφόσον το κρίνει αναγκαίο, για να συμπληρώσει το κανονιστικό περιεχόμενο του κανόνα δικαίου που εφαρμόζει ή και για να διορθώσει τις κανονιστικές «αστοχίες» του, με σκοπό την ορθή απονομή του Δικαίου, όπως απαιτούν οι επιμέρους συνιστώσες της Δικαιοσύνης.  Όλα τ’ ανωτέρω ισχύουν, στο ακέραιο, και στο μέτρο που αντί για τον δικαστή, που αντλεί την δικαιοδοσία του ευθέως από την Έννομη Τάξη στην οποία ανήκει  -Εθνική, Ευρωπαϊκή ή Διεθνή– τ’ αντίδικα μέρη επιλέγουν τον θεσμό της Διαιτησίας και, συνακόλουθα, επαφίενται στην κρίση διαιτητικών οργάνων. Τα όσα επισημάνθηκαν προηγουμένως αφορούν, a fortiori, τον τομέα του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, κυρίως δε του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ, κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982, για τους λόγους οι οποίοι εκτέθηκαν στο πλαίσιο των αντίστοιχων αναλύσεων αυτής της μελέτης.  Και μόνο μια τέτοια διαπίστωση αρκεί για ν’ αναδείξει πόσο και πώς η σκέψη του Αριστοτέλους, αναφορικά με την ρήτρα της Επιείκειας ως μεθόδου ερμηνείας του Δικαίου για την εφαρμογή του σύμφωνα με τα προτάγματα της Δικαιοσύνης -υπό την αναλογική της έννοια, που συνδέεται αρρήκτως με την έννοια της αναλογικής Ισότητας- παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη. Και η επικαιρότητα αυτή εκτείνεται πολύ πέραν του Εθνικού Δικαίου όταν, όπως τεκμηριώνει μ’ ενάργεια η κατά τ’ ανωτέρω νομολογιακή πράξη, βρίσκει, με προδήλως εντεινόμενο ρυθμό, «προνομιακό» πεδίο εκδήλωσής της στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, κατ’ εξοχήν δε στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας του ΟΗΕ,  κατά την Σύμβαση του Montego Bay του 1982.  Και τούτο διότι εντός αυτής η κατ’ Αριστοτέλη ρήτρα της Επιείκειας επενεργεί ευρέως και στην νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και στην νομολογία των ad hoc αποφαινόμενων Διαιτητικών Δικαστηρίων.  Υπό τα δεδομένα αυτά η «αειθαλής» φιλοσοφικώς, θεσμικώς και πολιτικώς, σκέψη του Σταγειρίτη αποδεικνύει, με αμάχητα ιστορικώς και επιστημονικώς τεκμήρια, ότι το Ελληνικό Πνεύμα, υφ’ όλες του τις επόψεις και εκφάνσεις, εξακολουθεί να «καταυγάζει» την πορεία, την οποία οφείλουμε ν’ ακολουθήσουμε, μ’ επίγνωση και συνέπεια, για την εμπέδωση του Δικαίου και της Δικαιοσύνης -άρα της Δημοκρατίας και του σύμφωνου με τις επιταγές της Πολιτισμού μας- σε παγκόσμιο επίπεδο.  Εν τέλει δε για την καταξίωση του Ανθρώπου, σύμφωνα με τον προορισμό του.

*Δημοσιεύθηκε στην “Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου”, τεύχος 6 Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2021

Στην συνέχεια, από τον σύνδεσμο, μπορείτε να παρακολουθήσετε τις εργασίες του Συνεδρίου:

https://www.youtube.com/watch?v=29fD4C5Z0vc&list=PLnimnGcqT1yXkyC142thFjjF9pJlKAsgW&index=1