60 ΧΡΟΝΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ Η ανοδική πορεία ως την τελική δικαιοδοτική καταξίωση*

Πρόλογος

Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 82 παρ. 5 του Συντάγματος του 1952 εκδόθηκε το ν.δ. 3845/1958, με το οποίο τέθηκαν οι βάσεις οργάνωσης και λειτουργίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, ως ολοκληρωμένων πλέον -ιδίως από πλευράς εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών τους- δικαιοδοτικών οργάνων, αρμόδιων για την εκδίκαση δημόσιου δικαίου  διαφορών ουσίας, αρχής γενομένης από την εκδίκαση των εν γένει φορολογικών διαφορών.

Α. Τα πρώτα αυτά «Φορολογικά Δικαστήρια», με δικαστές που απολάμβαναν, κατ’ αρχήν, των συνταγματικώς κατοχυρωμένων εγγυήσεων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και «εξοπλισμένα» με τις πρόσφορες διαδικασίες δημοσιότητας εκδίκασης των υποθέσεων και δημοσίευσης των αποφάσεών τους, άρχισαν ν’ ασκούν την δικαιοδοσία τους την 1η Μαρτίου 1962.  Πέρασαν, έτσι, 60 χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων αφενός ολοκληρώθηκε -και σε συνταγματικό επίπεδο, με βάση το Σύνταγμα του 1975- η δομή και λειτουργία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων. Αφετέρου δε διανύθηκε μια αδιάλειπτη ανοδική πορεία, ως την τελική δικαιοδοτική τους καταξίωση.  Σε αυτή την ανοδική πορεία και δικαιοδοτική καταξίωση των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων είναι αφιερωμένες οι, κατ’ ανάγκη περιορισμένης έκτασης για ένα τόσο σημαντικό γεγονός στην όλη ιστορία της Δικαιοσύνης μας, σκέψεις που ακολουθούν.

Β. Διευκρινίζεται, ευθύς εξ αρχής, ότι η ανάλυση που έπεται αφορά αποκλειστικώς και μόνο την ιστορική διαδρομή των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, όχι δε και των Ανώτατων, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, των οποίων η εξέλιξη ακολούθησε, ούτως ή άλλως, εν πολλοίς διαφορετική κατεύθυνση.  Ειδικότερα, το μεν Συμβούλιο της Επικρατείας ιδρύθηκε, επί Όθωνος με το β.δ. 18/30.9.1835, ως «διφυές» -ήτοι διοικητικό αλλά και δικαιοδοτικό- όργανο, το οποίο βεβαίως καταργήθηκε στην συνέχεια, πλην όμως υπό το καθεστώς του Συντάγματος του 1911 αρχικώς και του 1927 στην συνέχεια επανιδρύθηκε με τον ν. 3713/1928, κυρίως ως Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο επί ακυρωτικών, κατά βάση, διαφορών.  Και έκτοτε λειτουργεί αδιαλείπτως, έστω και με σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του -και με την εξαίρεση της διοικητικής αρμοδιότητας της επεξεργασίας των κανονιστικών διαταγμάτων- είτε ως ακυρωτικό δικαστήριο και δικαστήριο ουσίας, πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο, είτε ως αναιρετικό δικαστήριο.  Το δε Ελεγκτικό Συνέδριο, στην αρχή ιδρύθηκε -επί Καποδίστρια, το 1829- ως «Λογιστικόν και Ελεγκτικόν Συμβούλιον» και οριστικώς, με το β.δ. της 27.9/9.10/1833, ως «διφυές» όργανο, με διοικητικές και ειδικές δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, κατοχυρωμένες πλέον με σχετικώς λεπτομερείς συνταγματικές διατάξεις, διατηρώντας ουσιαστικά, δίχως αξιοσημείωτες αλλαγές τα χαρακτηριστικά του αυτά, διοικητικά και δικαιοδοτικά και κατέχοντας ιδιαίτερη και αυτοτελή θέση στο εν γένει δικαιοδοτικό σύστημα της Έννομης Τάξης μας.

Ι. Η ιστορική εξέλιξη των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων

    Η επιρροή του Γαλλικού συστήματος εκδίκασης των διοικητικών διαφορών -ήτοι ενός συστήματος «δυισμού» μεταξύ Πολιτικών Δικαστηρίων για την εκδίκαση των ιδιωτικού δικαίου διαφορών και Διοικητικών Δικαστηρίων, για την εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών- άσκησε ουσιώδη επιρροή ήδη αφότου, ιδίως μετά την ίδρυση του Νεότερου Ελληνικού Κράτους, ξεκίνησε η εντός αυτού οργάνωση των θεσμών της Δικαιοσύνης.  Αψευδής μάρτυρας η ευρεία χρησιμοποίηση, στο πλαίσιο της τότε lato sensu δικονομικής θεωρίας, του γαλλικού όρου «contentieux administratif», ο οποίος αποδόθηκε κατά λέξη -πλην όμως ατελώς από πλευράς επιστημονικής νομικής ορολογίας- ως «αμφισβητούμενον διοικητικόν» ,αντί του ορθού «δίκαιο των διοικητικών διαφορών» ή «δίκαιο των δημόσιου δικαίου διαφορών».

Α. Από την Αντιβασιλεία του Όθωνος ως το θεσμικό καθεστώς του Συντάγματος του 1952

    Μολονότι κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τον Ιωάννη Καποδίστρια εμφανίσθηκαν ορισμένα, «υβριδικής» -ήτοι διοικητικής και δικαστικής- φύσεως όργανα επίλυσης δημόσιου δικαίου διαφορών, από καθαρώς θεσμική άποψη η πρώτη προσπάθεια οργάνωσης Διοικητικών Δικαστηρίων, και δη πρωτοβάθμιων Διοικητικών Δικαστηρίων, ανάγεται στο β.δ. της 26/4/1833, «περί της αρμοδιότητος των Νομαρχών και περί της κατά Νομαρχίας υπηρεσίας» (άρθρο 3),κατά την διάρκεια της Αντιβασιλείας του Όθωνος, το οποίο όμως ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ.

1. Πέντε χρόνια αργότερα, επί Όθωνος πλέον, ιδρύθηκαν με τις διατάξεις του β.δ. της 9/7/1838, δίχως όμως ουσιαστικές εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών τους, τα πρώτα «πρωτόκλητα» και «δευτερόκλητα» -με άλλες λέξεις πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια- Διοικητικά Δικαστήρια, στων οποίων την δικαιοδοσία υπήχθησαν οι φορολογικές διαφορές της εποχής εκείνης.

α) Τα Δικαστήρια αυτά άσκησαν την δικαιοδοσία τους ως την έναρξη ισχύος του Συντάγματος του 1844, αφού με τις διατάξεις των άρθρων 101-102 του Συντάγματος τούτου -και με την επιφύλαξη σύστασης διοικητικών επιτροπών που είχαν «ειδική δικαιοδοσία»-  καταργήθηκαν, και ο έλεγχος της νομιμότητας  των πράξεων και παραλείψεων της Εκτελεστικής Εξουσίας περιήλθε, in globo, στα Πολιτικά Δικαστήρια, κατ’ εφαρμογή του συστήματος της λεγόμενης «ενιαίας δικαιοδοσίας».

β) Το ως άνω σύστημα της «ενιαίας δικαιοδοσίας» διατηρήθηκε και στο πλαίσιο εφαρμογής του Συντάγματος του 1864, αφού κατά τις διατάξεις του άρθρου 101 παρ. 1 οι υποθέσεις «αμφισβητουμένου διοικητικού» εξακολούθησαν να υπάγονται στα Πολιτικά Δικαστήρια -ως «Τακτικά Δικαστήρια» -όμως με την ρητή επιφύλαξη σύστασης δια νόμου Ειδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, σε αντικατάσταση των προμνημονευόμενων «διοικητικών επιτροπών» της περιόδου του Όθωνος.  Τα κατά τ’ ανωτέρω  όμως Διοικητικά Δικαστήρια, περ’ από την μεγάλη ανομοιομορφία τους, χαρακτηρίζονταν και από ουσιώδεις ελλείψεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών τους.

2. Υπό την επιρροή των φιλελεύθερων δημοκρατικών θέσεων του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Νικολάου Δημητρακοπούλου, και κατ’ εφαρμογή των προοδευτικών σχετικών διατάξεων (άρθρο 101) του Συντάγματος του 1911, τα προαναφερόμενα Ειδικά Διοικητικά Δικαστήρια άρχισαν ν’ ασκούν την δικαιοδοσία τους με κατοχύρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών τους και με τις λοιπές εγγυήσεις των εν γένει «περί Δικαστικής Εξουσίας»  ρυθμίσεών του (άρθρα 87-97).  Όπως π.χ. με τις εγγυήσεις της δημόσιας συνεδρίασης εκδίκασης των υποθέσεων, της επαρκούς αιτιολόγησης των αποφάσεών τους και της δημοσίευσής τους σε δημόσιες συνεδριάσεις.

α) Οι θεσμικές αυτές εγγυήσεις υπέρ των Διοικητικών Δικαστηρίων του Συντάγματος του 1911 διατηρήθηκαν και κατά το χρονικό διάστημα της ισχύος του Συντάγματος του 1927, δια των ρυθμίσεων του κεφαλαίου Η΄ αναφορικά με την Διοικητική Δικαιοσύνη.  Βεβαίως κατά τα λοιπά, και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Συντάγματος του 1911, εξακολούθησε να ισχύει ο κανόνας του συστήματος της «ενιαίας δικαιοδοσίας», με την διατύπωση: «Αι υποθέσεις αμφισβητουμένου διοικητικού εξακολουθούν επί του παρόντος να υπάγονται εις τα τακτικά δικαστήρια…».

β) Το Σύνταγμα του 1952, με τις διατάξεις των άρθρων 82-86, καθιέρωνε σχετικώς εκτενείς ρυθμίσεις «περί Διοικητικής Δικαιοσύνης», προβλέποντας την ίδρυση Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων γενικής διοικητικής δικαιοδοσίας, αφήνοντας όμως τον κοινό νομοθέτη να επιλέξει τον χρόνο ενεργοποίησης των ρυθμίσεων τούτων.  Καίτοι με τις διατάξεις των ν.δ. 2289/1952 και 3845/1958 ιδρύθηκαν και οργανώθηκαν Διοικητικά Δικαστήρια για την εκδίκαση των φορολογικών διαφορών, ήτοι τα Φορολογικά Δικαστήρια της εποχής, ως προ τις λοιπές διαφορές δημόσιου δικαίου εξακολούθησε, κατά βάση -οπωσδήποτε με την εξαίρεση πλειάδας διοικητικών επιτροπών ή και ειδικών δικαστικών σχηματισμών «εκδίκασης» συγκεκριμένων διαφορών δημόσιου δικαίου- να ισχύει το σύστημα της «ενιαίας δικαιοδοσίας».  Κατά τα προαναφερθέντα, τα ως άνω Φορολογικά Δικαστήρια, υπό το θεσμικό καθεστώς του Συντάγματος του 1952, άρχισαν ν’ ασκούν πλήρως την δικαιοδοσία τους την 1η Μαρτίου 1962.

Β. Το θεσμικό καθεστώς του Συντάγματος του 1975

    Οι θεσμικές εγγυήσεις οργάνωσης και λειτουργίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων ολοκληρώθηκαν στο πλαίσιο του ισχύοντος Συντάγματος του 1975 -φυσικά λαμβανομένων υπόψη των αναθεωρήσεών του- κατ’ εξοχήν μέσω των διατάξεων των άρθρων 93, 94 και 95.

1. Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, καθιερώθηκε ρητώς η διάκριση μεταξύ Διοικητικών, Πολιτικών και Ποινικών Δικαστηρίων.  Ιδίως δε με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 του Συντάγματος του 1975 στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια υπήχθησαν, σταδιακώς, όλες οι διοικητικές διαφορές.

α) Έτσι θεσμοθετήθηκε και η σταδιακή οριστική κατάργηση τόσο του συστήματος της «ενιαίας διαδικασίας» όσο και των Φορολογικών Δικαστηρίων καθώς και πλειάδας Ειδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και Επιτροπών (π.χ. των Ειδικών Δικαστηρίων Σημάτων, Μεταλλείων, Ορίων των ΟΤΑ, Στρατιωτικών και Ναυτικών Επιτάξεων κ.λπ). Με άλλες λέξεις «δρομολογήθηκε», κανονιστικώς, η περιέλευση στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια όλων, ανεξαιρέτως, των δημόσιου δικαίου διαφορών ουσίας, πλην εκείνων οι οποίες, πάντοτε κατά το Σύνταγμα, υπάγονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

β) Εξαιρετικά σημαντική για την αναβάθμιση του κύρους των θεσμών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων είναι και οι διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 3 του Συντάγματος, μέσω των οποίων καταργήθηκε η παραδοσιακή αποκλειστική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ως προς την εκδίκαση των ακυρωτικών διαφορών, με την ακόλουθη διατύπωση: «Κατηγορίες υποθέσεων της ακυρωτικής αρμοδιότητας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να υπάγονται με νόμο, ανάλογα με την φύση ή την σπουδαιότητά τους, στα τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια.  Το Συμβούλιο της Επικρατείας δικάζει σε δεύτερο βαθμό, όπως νόμος ορίζει».  Κατ’ εφαρμογή των διατάξεων τούτων του Συντάγματος πλειάδα ακυρωτικών διαφορών έχουν υπαχθεί πλέον στην αρμοδιότητα των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, συμβάλλοντας έτσι καταλυτικώς στην πλήρη δικαιοδοτική τους καταξίωση εντός του πεδίου εκδίκασης των εν γένει δημόσιου δικαίου διαφορών.  

2. Οι σημαντικότεροι «σταθμοί» μέσω των οποίων ο νομοθέτης, είτε δια νόμου είτε μέσω κανονιστικών διαταγμάτων, εφάρμοσε τις προμνημονευόμενες διατάξεις του ισχύοντος Συντάγματος, ολοκληρώνοντας την δομή και την δικαιοδοσία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, είναι οι εξής:

α) Ο ν. 505/1976, το άρθρο 7 του οποίου μετονόμασε τα Φορολογικά Δικαστήρια του ν.δ. 3845/1958 σε «Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια».

β) Ο ν. 702/1977, το άρθρο 1 του οποίου νόμου υπήγατε στα, υφιστάμενα πλέον, Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια κατηγορίες ακυρωτικών διοικητικών διαφορών -που διευρύνθηκαν με τον ν. 3900/2010- ενώ το άρθρο 7 του ίδιου υπήγαγε στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια όλες τις δημόσιου δικαίου διαφορές ουσία, τις σχετικές με την Κοινωνική Ασφάλιση.  Με τις διατάξεις δε του π.δ. 341/1978 θεσπίσθηκαν οι δικονομικοί κανόνες εκδίκασης των ως άνω διαφορών του άρθρου 7 του ν. 702/1977 από τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια.

γ) Ιδίως δε ο ν. 1406/1983, τα άρθρα 1 και 2 του οποίου υπήγαγαν όλες τις λοιπές δημόσιου δικαίου διαφορές ουσίας στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, ολοκληρώνοντας έτσι το πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα δικαιοδοσίας τους. Το δικαιοδοτικό αυτό καθεστώς των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων συμπληρώθηκε, καθοριστικώς, με τις διατάξεις του ν. 2717/1999 -όπως ισχύει- που θέσπισαν πλήρη Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, θέτοντας τέλος στην προϋπάρχουσα πολυνομία εν προκειμένω και στις συνακόλουθες αντιφάσεις ή και συγκρούσεις μεταξύ δικονομικών διατάξεων.

ΙΙ. Η κοινώς αναγνωρισμένη συμβολή των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων στον αποτελεσματικό έλεγχο της εφαρμογής των επιταγών του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας

    Ουδείς δικαιούται να παραγνωρίζει το γεγονός ότι τα Πολιτικά Δικαστήρια, για όσο χρόνο -και ήταν, πραγματικά, μακρύς- ίσχυσε το καθεστώς της «ενιαίας δικαιοδοσίας», κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου ν’ ανταποκριθούν στην αποστολή τους εντός του πεδίου εκδίκασης των δημόσιου δικαίου διαφορών ουσίας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, κατά  τις εκάστοτε ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις.  Και μόνο το παράδειγμα της νομολογίας τους αναφορικά με την Αστική Ευθύνη του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, ιδίως προ αλλά και μετά την θέσπιση των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, αρκεί για να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα αυτό και ν’ αποδώσει στα Πολιτικά Δικαστήρια όσα πραγματικά τους αναλογούν στον εν λόγω χώρο άσκησης της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας.  Από την άλλη όμως πλευρά ουδείς, επίσης, δικαιούται να παραγνωρίζει το γεγονός ότι, μετά την ολοκλήρωση της δομής και της λειτουργίας τους, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια έχουν πλέον θέσει την δική τους εμβληματική «σφραγίδα», κατά την εκ μέρους τους εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών που υπάγονται σε αυτά, ασκώντας έναν πολύ πιο αποτελεσματικό, απ’ ό,τι στο παρελθόν, έλεγχο της εφαρμογής των θεμελιωδών επιταγών του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, σε όλο το φάσμα της δράσης των κρατικών οργάνων.

Α. Οι βασικοί λόγοι δικαιοδοτικής υπεροχής του Διοικητικού Δικαστή -άρα και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων- κατά την εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών σύμφωνα με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας

    Και μόνον οι λόγοι, οι οποίοι απορρέουν από την αδήριτη ανάγκη επαρκούς εξειδίκευσης κατά την εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών, σε μια συγκυρία όπου κυρίως η Οικονομική Παγκοσμιοποίηση και η ραγδαία εξέλιξη της Τεχνολογικής Επανάστασης -φυσικά σε συνδυασμό και με τις ιδιαίτερα αυξημένες απαιτήσεις του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου- προϋποθέτουν ολοένα και πιο συγκεκριμένες και ολοένα και πιο περίπλοκες γνώσεις, πρωτίστως στον τομέα της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, των ορίων του Κρατικού Παρεμβατισμού και των lato sensu Δημόσιων Συμβάσεων, θ’ αρκούσαν για να τεκμηριώσουν το πόσο επιβεβλημένη είναι η οργάνωση και λειτουργία χωριστού κλάδου Διοικητικών Δικαστηρίων, άρα και η οργάνωση και λειτουργία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων.  Διότι είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι ο πάλαι ποτέ μοναδικός «δικασπόλος» της «ενιαίας δικαιοδοσίας» θα έπρεπε σήμερα να διαθέτει υπερφυσικές γνώσεις και δυνατότητες, προκειμένου ν’ ανταποκριθεί στα δικαιοδοτικά του καθήκοντα και ως προς την εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών.  Ακόμη και στον χώρο του Αγγλοσαξωνικού Δικαίου, όπου παραδοσιακά ίσχυε το καθεστώς της «ενιαίας δικαιοδοσίας», τα «ρήγματά» του που διευρύνονται, με την δημιουργία ειδικών δικαιοδοτικών οργάνων για την εκδίκαση δημόσιου δικαίου διαφορών, είναι κάτι παραπάνω από ορατά.  Πέραν όμως των ως άνω λόγων -ή, ορθότερα, σε συνδυασμό με αυτούς- η ως τώρα νομολογιακή διαδρομή των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, στο πλαίσιο της εμπειρίας της Ελληνικής Έννομης Τάξης, έχει καταδείξει ότι η Διοικητική Δικαιοσύνη -με «οδηγό» την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και αξιόπιστο «συλλειτουργό» τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια- μπορεί ν’ ανταποκριθεί πληρέστερα στις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, κατά τον έλεγχο των πράξεων, παραλείψεων και υλικών ενεργειών των κρατικών οργάνων και κυρίως εκείνων της Εκτελεστικής Εξουσίας, και για τους εξής, φυσικά μεταξύ άλλων, λόγους:

1. Κατ’ αρχήν πρέπει να διευκρινισθεί ότι η Αρχή της Νομιμότητας, ως θεμελιώδης συνιστώσα του Κράτους Δικαίου, ισχύει στο σύνολο των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, ανεξαρτήτως του αν αυτές διέπονται από τους κανόνες του Δημόσιου ή του Ιδιωτικού Δικαίου.  Με την έννοια ότι σύμφωνα με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας ούτε τα, lato sensu, κρατικά όργανα, ούτε οι ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μπορούν να παραβιάζουν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τους κανόνες δικαίου, οι οποίοι συνθέτουν την Έννομη Τάξη, πάντοτε κατά την ιεράρχηση που καθιερώνει, ως προς τους κανόνες τούτους, κατά βάση το Σύνταγμα.

α) Η ουσιαστική διαφορά της εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας στο πλαίσιο από την μια πλευρά του Δημόσιου Δικαίου και, από την άλλη πλευρά, του Ιδιωτικού Δικαίου ερείδεται, πρωτίστως, στην ακόλουθη διάκριση:

α1) Κατά το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων περί ελευθερίας των συμβάσεων -όπως «καταστρώνονται» κυρίως σύμφωνα με το άρθρο 361 ΑΚ, ως απόρροια της κατ’ άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας, μέσω της εξίσου ελεύθερης συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή- οι ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, μπορούν να δρουν, δια συμβάσεων και όλως κατ’ εξαίρεση μονομερώς, ελευθέρως, αρκεί να μην παραβιάζουν τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις αναφορικά με τις συναλλαγές τους. Με άλλες λέξεις για τους ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ο κανόνας δικαίου που διέπει εκάστοτε τις συναλλαγές τους  συνιστά το όριο εκείνο, το οποίο δεν επιτρέπεται να υπερβούν.  Όλως αντιθέτως, στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου τα, lato sensu, κρατικά όργανα -κυρίως δε τα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας- κατ’ εφαρμογή της Αρχής της Νομιμότητας μπορούν να δρουν μόνον εντός του πλαισίου της εξουσίας, η οποία τους ανατίθεται κατά περίπτωση, είτε κατά δέσμια αρμοδιότητα είτε κατά διακριτική ευχέρεια.  Δηλαδή στο πεδίο αυτό ο κανόνας δικαίου, που αναθέτει την εξουσία και την αρμοδιότητα, είναι η βάση, στην οποία πρέπει, οπωσδήποτε, να στηριχθεί το κρατικό όργανο για να δράσει νομίμως και όχι απλώς το όριο, το οποίο δεν δύναται να υπερβεί.  Εξ ου και τα κρατικά όργανα -κυρίως δε, όπως προεκτέθηκε, τα όργανα της Εκτελεστικής Εξουσίας- δεν ασκούν δικαιώματα αλλ’ αποκλειστικώς  την in concreto αρμοδιότητά τους.

α2) Συνακόλουθα, τα Πολιτικά Δικαστήρια, κατά την εκδίκαση των Ιδιωτικού Δικαίου διαφορών -και ακριβώς λόγω της φύσης της Αρχής της Νομιμότητας εντός του Ιδιωτικού Δικαίου- προβαίνουν στην επίλυσή τους οιονεί «πρωτογενώς», ήτοι υπάγοντας το πρώτον τα πραγματικά περιστατικά στον εκάστοτε εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου. E contrario, τα Διοικητικά Δικαστήρια -από το Συμβούλιο της Επικρατείας ως τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια- λόγω της ιδιομορφίας της κατά τ’ ανωτέρω έννοιας της αρμοδιότητας προβαίνουν στην επίλυση των ενώπιόν τους αγόμενων διαφορών δημόσιου δικαίου οιονεί «δευτερογενώς».  Και τούτο διότι αφού προηγουμένως το κρατικό, συνήθως το διοικητικό, όργανο έχει ασκήσει την αρμοδιότητά του, εφαρμόζοντας τους ισχύοντες κανόνες δικαίου ως προς αυτήν -είτε κατά δέσμια αρμοδιότητα είτε κατά διακριτική ευχέρεια- το επιλαμβανόμενο Διοικητικό Δικαστήριο ασκεί την δικαιοδοσία του ελέγχοντας, σε δεύτερο πια βαθμό, την ορθότητα του νομικού συλλογισμού, τον οποίο έχει ήδη εμπεδώσει, κατά τ’ ανωτέρω, το αρμόδιο κρατικό όργανο.

β) Όπως είναι προφανές, ο Διοικητικός Δικαστής είναι, εκ φύσεως και κατά την αποστολή του, πολύ περισσότερο εξοικειωμένος με το υπό τις προμνημονευόμενες ιδιομορφίες και προϋποθέσεις πλέγμα των εγγυήσεων εφαρμογής της Αρχής της Νομιμότητας των πράξεων, παραλείψεων και υλικών ενεργειών των κρατικών οργάνων, απ’ ό,τι ο Πολιτικός Δικαστής. Τούτο άλλωστε έχει καταδείξει η νομολογία των Πολιτικών Δικαστηρίων κατά την περίοδο ισχύος της, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, «ενιαίας δικαιοδοσίας».

β1) Πραγματικά, το Συμβούλιο της Επικρατείας και στην συνέχεια τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, προβαίνουν σε ιδιαιτέρως ενδελεχή έλεγχο της Αρχής της Νομιμότητας στο πεδίο δράσης των κρατικών οργάνων, έχοντας «προ οφθαλμών» τον νομικό συλλογισμό που αυτά έχουν διαμορφώσει προηγουμένως.  Έλεγχο ο οποίος, επιπλέον, συμβαδίζει περισσότερο με τα «προτάγματα» του Κράτους Δικαίου και της υπηρέτησης του Δημόσιου Συμφέροντος, δοθέντος ότι ούτως ή άλλως ο πιο αποτελεσματικός κυρωτικός μηχανισμός, ως προς τον σεβασμό των εγγυήσεων του Κράτους Δικαίου, είναι ο δικαστικός.  Η Διοικητική Δικαιοσύνη, όπως ήδη έχει καταδείξει η ως τώρα νομολογιακή πορεία της, φθάνει σε πολύ μεγαλύτερο -απ’ ό,τι η αντίστοιχη Πολιτική Δικαιοσύνη- βάθος κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του κανόνα δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο οφείλει να επιλύσει την εκδικαζόμενη κάθε φορά διαφορά δημόσιου δικαίου.  Και τούτο είναι εξαιρετικά κρίσιμο στην σύγχρονη εποχή, όταν ιδίως λόγω της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης και της Τεχνολογικής Επανάστασης οι μεταβολές της  κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας είναι τόσο ραγδαίες, ώστε συχνά -και με διαρκώς εντεινόμενο ρυθμό- ο κανόνας δικαίου, ο οποίος θεσπίζεται με στόχο την ρύθμισή της θεσμικώς, να έχει σχεδόν κανονιστικώς «ξεπερασθεί» ακόμη και κατά την έναρξη ισχύος του.

β2) Με άλλες λέξεις η Διοικητική Δικαιοσύνη, λόγω εξειδίκευσης, εμπειρίας και όχι μόνο, εμφανίζεται πολύ πιο ικανή, μέσω της υιοθετούμενης κατά περίπτωση ερμηνείας, να προσδώσει στον κανόνα δικαίου που εφαρμόζει κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας της στοιχεία και χαρακτηριστικά, τα οποία ενισχύουν και «επικαιροποιούν» την αναγκαία κανονιστική του επιρροή και αποτελεσματικότητα.  Και ναι μεν η νομολογία δεν μπορεί ν’ αναχθεί, εν πάση περιπτώσει, σε πραγματική πηγή δικαίου, άρα και η Διοικητική Δικαιοσύνη, δια της κατά τ’ ανωτέρω ερμηνευτικής της παρέμβασης, δεν μπορεί να φθάσει ως την διάπλαση νέων κανόνων δικαίου.  Πλην όμως δια της ευρείας ερμηνείας έχει την δυνατότητα να συμπληρώσει πολλά από τα κενά του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου. Πολύ δε περισσότερο το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια έχουν αποδείξει, στην ίδια την δικαιοδοτική πράξη, με πόση ευχέρεια η νομολογία τους -αντίθετα με την νομολογία των Πολιτικών Δικαστηρίων- χειρίζεται το ζήτημα της συναγωγής γενικών αρχών από το σύνολο των λοιπών κανονιστικών δεδομένων της Έννομης Τάξης. Γενικών αρχών, οι οποίες προσδίδουν διαρκώς νέα «δυναμική» στο ρυθμιστικό «οπλοστάσιο» της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, όπως απαιτούν οι θεσμοί του Κράτους Δικαίου.  Τα παραδείγματα ιδίως των γενικών αρχών -ορισμένες από τις οποίες, όπως θα τονισθεί και στην συνέχεια, έχουν μάλιστα  και συνταγματική υπόσταση, λόγω του ότι συνάγονται από αυτό τούτο το κανονιστικό πλαίσιο του Συντάγματος- της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης, της συνέχειας και της καλής λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, της διαφάνειας της κρατικής δράσης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου, αρκούν για να τεκμηριώσουν επαρκώς την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε προηγουμένως. 

2. Η κατά τα προαναφερόμενα γενικότερη νομολογιακή προσέγγιση και θεώρηση της Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων είχε -και εξακολουθεί πάντα να έχει- ευθεία επιρροή και ως προς τις μεθόδους αλλά και ως προς την ευρύτητα πνεύματος, με την οποία ελέγχουν την συνταγματικότητα των κάθε είδους διατάξεων, τις οποίες καλούνται να ερμηνεύσουν και να εφαρμόσουν κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους.  Διαθέτοντας δε και το νομολογιακό «εφόδιο» αλλά και την όλη εν προκειμένω παράδοση του Συμβουλίου της Επικρατείας, από την αρχή της λειτουργίας του το 1929, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, ιδίως μετά την ολοκλήρωση της δομής και λειτουργίας τους υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος, προβαίνουν στον κατασταλτικό και διάχυτο έλεγχο της συνταγματικότητας των διατάξεων τούτων με πιο συστηματικό αλλά και πιο «τολμηρό» τρόπο, σε σχέση με τις αντίστοιχες επιδόσεις των Πολιτικών Δικαστηρίων κατά την περίοδο της «ενιαίας δικαιοδοσίας», όπως προκύπτει και από τ’ ακόλουθα:

α) Κατά πρώτο λόγο τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια έχουν εμπράκτως, δια της νομολογιακής οδού, αποδείξει με πόση ευρύτητα ερμηνεύουν, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των διατάξεων που καλούνται να εφαρμόσουν ασκώντας την δικαιοδοσία τους, κατ’ εξοχήν τους θεμελιώδεις κανόνες του Συντάγματος.  Όπως είναι, πρωτίστως, από την μια πλευρά οι γενικές ρήτρες του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του Ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1), της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1), και της Ισότητας (άρθρο 4).  Και, από την άλλη πλευρά, οι διατάξεις του Συντάγματος περί των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρα 4 επ.), μ’ ερμηνευτική «κορωνίδα» τις ρυθμίσεις του άρθρου 25 παρ. 1, αναφορικά με την αρχή της αναλογικότητας, της τριτενέργειας των δικαιωμάτων και τον τρόπο αποτελεσματικής αντιμετώπισης των νομοθετικών περιορισμών των δικαιωμάτων τούτων, δίχως να θίγεται η ουσία τους και, κατά κύριο λόγο, ο ίδιος ο πυρήνας τους.  Επιπλέον, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια έχουν αποδείξει και την ευρύτητα, με την οποία ερμηνεύουν τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού και του Διεθνούς Δικαίου -που κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος έχουν υπέρτερη κανονιστική ισχύ π.χ. σε σχέση με τον τυπικό νόμο και τις κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του- όταν, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους, καλούνται να κρίνουν την συμβατότητα ή μη των ρυθμίσεων της Έννομης Τάξης μας με τις διατάξεις αυτές.

β) Και, κατά δεύτερο λόγο, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια συνάγουν συχνά, με βάση το σύνολο των κανόνων του Συντάγματος, γενικές αρχές -βεβαίως πάντοτε ως συμπληρωματικές των συνταγματικών ρυθμίσεων, αφού η νομολογία τους, όπως και η Νομολογία γενικώς, δεν συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, αυτοτελώς πηγή δικαίου δια της παραγωγής νέων, εξ ολοκλήρου, κανόνων δικαίου- στους οποίους αναγνωρίζεται συνταγματική ισχύ.  Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα προς αυτή την κατεύθυνση παρέχουν οι κατά τ’ ανωτέρω γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης, της συνέχειας και της καλής λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας, της διαφάνειας της κρατικής δράσης και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου.

3. Τέλος, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους, ελέγχουν πλήρως όλες, ανεξαιρέτως, τις πτυχές παραβίασης της Αρχής της Νομιμότητας, από τις οποίες πάσχουν ενδεχομένως οι πράξεις, παραλείψεις ή και υλικές ενέργειες των κρατικών οργάνων, ιδίως δε των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.

α) Αντιθέτως, τα Πολιτικά Δικαστήρια, κατά την περίοδο εφαρμογής του συστήματος της «ενιαίας δικαιοδοσίας», είχαν δείξει μεγάλους δισταγμούς ως προς τον έλεγχο ορισμένων μορφών παραβίασης της Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των κρατικών οργάνων, π.χ. προβαίνοντας σ’ έναν εντελώς επιφανειακό -και τούτο μάλλον κατ’ εξαίρεση- αφενός της παραβίασης των κανόνων της εξωτερικής νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, ήτοι των κανόνων για την αρμοδιότητα και τον τύπο των πράξεων τούτων και, αφετέρου, της αιτιολογίας τους, τόσο όταν αυτή επιβάλλεται κατά νόμο ως τύπος της διοικητικής πράξης όσο και όταν συνιστά μέρος της εσωτερικής της νομιμότητας.

β) Από την πλευρά τους, και κατά τα προαναφερθέντα, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια έχουν εξ υπαρχής εξοικειωθεί με τον πλήρη έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων, παραλείψεων ή και υλικών ενεργειών των κρατικών οργάνων, και ιδίως των οργάνων της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Έτσι η νομολογία τους αποδεικνύει ότι προβαίνουν σε πλήρη έλεγχο π.χ.:

β1) Του συνόλου της εξωτερικής τους νομιμότητας, δηλαδή το αν πάσχουν αναρμοδιότητα, κάθε μορφής, ή έλλειψη ουσιώδους τύπου και παραβίαση, επίσης κάθε μορφής, της θεσπιζόμενης διαδικασίας, την οποία τα ως άνω όργανα οφείλουν ν’ ακολουθήσουν στο πλαίσιο της δράσης τους.

β2) Αλλά και του συνόλου της εσωτερικής τους νομιμότητας. Δηλαδή το αν πάσχουν ιδίως παράβαση νόμου κατ’ ουσία, οιουδήποτε είδους και οιασδήποτε έκτασης, και έλλειψη νόμιμης, πλήρους και επαρκούς αιτιολογίας.

Β. Η κοινώς πλέον αναγνωρισμένη συνεισφορά της νομολογίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, κατά την εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών, ως προς την εμπέδωση του σεβασμού στην πράξη των «προταγμάτων» του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας

Δίχως να υποτιμάται το γεγονός ότι τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας τους, είχαν ευθύς εξ αρχής στην διάθεσή τους τα πολύτιμα «εφόδια» της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας πρέπει, οπωσδήποτε, να τους αναγνωρισθεί η δική τους, πρωτογενής, νομολογιακή συμβολή κατά την εκδίκαση σημαντικών δημόσιου δικαίου διαφορών ουσίας, όπως είναι π.χ.:

1. Οι δημόσιου δικαίου διαφορές αναφορικά με την Αστική Ευθύνη του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ.

α) Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί, με ιδιαίτερη έμφαση, ότι το νομολογιακό εν προκειμένω «κληροδότημα» των Πολιτικών Δικαστηρίων, για όσα χρόνια ίσχυε το σύστημα της «ενιαίας δικαιοδοσίας» και μετά την έναρξη ισχύος του ΑΚ, ήταν κάπως «πενιχρό». Τούτο εξάγεται, ιδίως, εκ του ότι:

α1) Πριν απ’ όλα τα Πολιτικά Δικαστήρια είχαν ενωρίς εξοικειωθεί με την αντιμετώπιση των εν γένει αδικοπραξιών υπό το «πνεύμα» και το «φως» των διατάξεων του Ενοχικού Μέρους του ΑΚ, κυρίως δε των διατάξεων του άρθρου 914 ΑΚ, οι οποίες καθιερώνουν την κατ’ αρχήν θεμελίωση της αδικοπραξίας στο πταίσμα, με την μορφή δόλου ή αμέλειας.  Όλως αντιθέτως, οι διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ για τις δημόσιου δικαίου διαφορές ως προς την Αστική Ευθύνη του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου  καθιερώνουν την αρχή της «αντικειμενικής αστικής ευθύνης».  Ήτοι της ευθύνης που θεμελιώνεται αποκλειστικώς στην παρανομία της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας, δίχως, κατ’ ουδένα τρόπο, να παρεμβάλλεται η πρόσθετη προϋπόθεση  του πταίσματος του κρατικού οργάνου.  Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο τα Πολιτικά Δικαστήρια, για όσο χρονικό διάστημα εκδίκαζαν κατ’ αποκλειστικότητα τέτοιου είδους διαφορές δημόσιου δικαίου, δεν μπόρεσαν ν’ αξιοποιήσουν, τουλάχιστον στο ακέραιο, τις δυνατότητες της αντικειμενικής αστικής ευθύνης των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ ούτε, κατά συνέπεια, τις αντίστοιχες κυρωτικές δυνατότητες υπέρ της αποτελεσματικής εφαρμογής στην πράξη της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων.

α2) Επιπροσθέτως, και όπως ήδη επεξηγήθηκε, λόγω των «δισταγμών» τους να ελέγξουν την ενδεχόμενη παραβίαση του συνόλου των κανόνων, που προσδιορίζουν την όλη νομιμότητα της δράσης των κρατικών οργάνων -ήτοι του συνόλου των κανόνων προσδιορισμού της εξωτερικής και της εσωτερικής της νομιμότητας- δεν ήταν σε θέση να προκαλέσουν την εκκίνηση της αποζημιωτικής διαδικασίας, κατά την εκδίκαση των σχετικών δημόσιου δικαίου διαφορών, σε κάθε περίπτωση παραβίασης της Αρχής της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, αξιοποιώντας πλήρως την ευρεία ερμηνευτική και ελεγκτική ευχέρεια, την οποία παρέχουν οι διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, κατά την ορθή τελεολογική ερμηνεία τους.

β) Στον «αντίποδα» της νομολογιακής αυτής πρακτικής των Πολιτικών Δικαστηρίων, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ στο πλαίσιο της εκδίκασης των σχετικών δημόσιου δικαίου διαφορών:

β1) Άγγιξαν ακόμη και τ’ ακραία όρια ερμηνείας των ως άνω διατάξεων, σε ό,τι αφορά τις δυνατότητες εφαρμογής της αντικειμενικής αστικής ευθύνης από παράνομες πράξεις, παραλείψεις και υλικές ενέργειες των κρατικών οργάνων, «αποξενώνοντάς» την εντελώς από την οιαδήποτε επιρροή του ενδεχόμενου πταίσματος των οργάνων αυτών.  Πέραν δε τούτου επεξέτειναν, σε ορισμένες περιπτώσεις, την υποχρέωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, συνδυάζοντας την αντικειμενική αστική ευθύνη με την απλή διακινδύνευση, στην πράξη, του διοικουμένου λόγω ανάπτυξης «κινδυνώδους δράσης» εκ μέρους των οργάνων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, πηγαίνοντας έτσι πιο πέρα από το πεδίο της stricto sensu παράνομης δράσης τους.  Και δεν χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως το πόσο αυτή η νομολογιακή πρακτική των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων «υπερασπίζεται» το γράμμα και το πνεύμα των κανόνων δικαίου, οι οποίοι συνθέτουν της Αρχή της Νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων, προστατεύοντας αποτελεσματικώς τους διοικουμένους από την, lato sensu, κρατική αυθαιρεσία και συμβάλλοντας καθοριστικώς στο ν’ ανταποκρίνονται τα κατά τ’ ανωτέρω όργανα στις επιταγές της χρηστής και καλόπιστης διοίκησης.

β2) Και «προώθησαν» την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ, έτσι ώστε η ερμηνεία αυτή να θέσει σε κίνηση τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου κατά τρόπο ιδιαιτέρως ευνοϊκό για τον βλαπτόμενο διοικούμενο, όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι ο τελευταίος βρίσκεται, κατά κανόνα, σε μειονεκτική κατάσταση απέναντι στα εξοπλισμένα ακόμη και με τα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης κρατικά όργανα.  Το συμπέρασμα τούτο προκύπτει ιδίως από την ευρύτητα, με την οποία τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια ερμηνεύουν τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ ως προς εκείνες τις προϋποθέσεις της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, οι οποίες αφορούν, κατ’ εξοχήν, την παρανομία της κρατικής δράσης, τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παρανομίας και της προκαλούμενης ζημίας και την έκταση της αποζημίωσης, τόσο σχετικά με την κάλυψη και της ηθικής βλάβης όσο και σχετικά με το ύψος της, ώστε η αποζημίωση αυτή να είναι πλήρης.  Τέλος, θα ήταν παράλειψη το να μην επισημανθεί η συμβολή της νομολογίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων στην όλη συνταγματική θεμελίωση των αρχών και των κανόνων της Αστικής Ευθύνης του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου, πάνω στην βάση της αρχής της Ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, κατά την ορθή τελεολογική ερμηνεία και εφαρμογή ιδίως των διατάξεων των άρθρων 4 παρ. 1, 2 και 5 του Συντάγματος.

2. Οι δημόσιου δικαίου διαφορές αναφορικά με την σύναψη και εκτέλεση των Δημόσιων Συμβάσεων.  Στο πεδίο αυτό τα Τακτικά Διοικητικά δικαστήρια δημιούργησαν, σχεδόν ex nihilo, μια νομολογία προσαρμοσμένη καταλλήλως σε όλες τις ιδιομορφίες που εμφανίζουν οι κανόνες του Δημόσιου Δικαίου σε ό,τι αφορά την σύναψη και εκτέλεση των Δημόσιων Συμβάσεων, έχοντας ουσιαστικώς ως μόνο ασφαλή «οδηγό» ορισμένες, καίριας όμως σημασίας, αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, ιδίως ως προς την οριοθέτηση μεταξύ ακυρωτικών διαφορών και διαφορών ουσίας στο πλαίσιο της συμβατικής δράσης της Εκτελεστικής Εξουσίας.  Αντιθέτως, η προηγούμενη νομολογία των Πολιτικών Δικαστηρίων, κατά το σύστημα της «ενιαίας δικαιοδοσίας» ,δεν είχε καταφέρει να διαμορφώσει νομολογιακά προηγούμενα, ανταποκρινόμενα επαρκώς στην ιδιομορφία των Δημόσιων Συμβάσεων, τόσον ως προς το κριτήριο που τις διακρίνει από τις συμβάσεις του Ιδιωτικού Δικαίου όσο και ως προς την διαδικασία σύναψης και εκτέλεσής τους, με γνώμονα ιδίως το Δημόσιο Συμφέρον και την έννοια της Δημόσιας Υπηρεσίας. Και τούτο, διότι σχετικά με το ως άνω κριτήριο δεν υπήρχε λόγος ιδιαίτερης επεξεργασίας του, λόγω της ιδιοσυστασίας της «ενιαίας δικαιοδοσίας».  Ενώ σχετικά με την σύναψη και εκτέλεση των Δημόσιων Συμβάσεων θεώρησαν πως ήταν επαρκείς οι περί συμβάσεων γενικές διατάξεις του ΑΚ.  Κατ’ εξοχήν δε οι διατάξεις των άρθρων 200, 288 και 388 ΑΚ, για την ερμηνεία, την εκτέλεση και την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών κατά την εκτέλεση των συμβάσεων.  Από το σύνολο της νομολογιακής συμβολής των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, στο πλαίσιο της σύναψης και εκτέλεσης των Δημόσιων Συμβάσεων, «σταχυολογούνται», στην συνέχεια, τ’ ακόλουθα «δείγματα γραφής»:

α) Πρώτον, η συμβολή ως προς τον επακριβή καθορισμό των κριτηρίων της Δημόσιας Σύμβασης.  Συγκεκριμένα δε η συμβολή στην συναγωγή των νομολογιακών συμπερασμάτων ότι μια σύμβαση μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσια όταν συντρέχουν, και μάλιστα σωρευτικώς, τα εξής τρία, κατά βάση, κριτήρια: Το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη να είναι το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ ή νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα, η σύμβαση να επιδιώκει την εξυπηρέτηση δημόσιου σκοπού στο πλαίσιο του Δημόσιου Συμφέροντος και το νομικό της καθεστώς να εξασφαλίζει στο αντισυμβαλλόμενο Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα τις απαραίτητες, για την εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού, αρμοδιότητες, ιδίως κατά την εκτέλεση της Δημόσιας Σύμβασης.

β) Δεύτερον, η συμβολή ως προς την συναγωγή των γενικών εκείνων αρχών -υπαγόμενων στο πεδίο του Δημόσιου Δικαίου- οι οποίες διέπουν, πάντοτε σε συνδυασμό με τις κείμενες κατά περίπτωση περί Δημόσιων Συμβάσεων διατάξεις, την σύναψη και εκτέλεση της Δημόσιας Σύμβασης.

β1) Συγκεκριμένα, όπως ήδη επισημάνθηκε, σε αντίθεση προς τα Πολιτικά Δικαστήρια, τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια δεν αρκέσθηκαν στην εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ όσον αφορά την σύναψη και εκτέλεση της Δημόσιας Σύμβασης.  Αλλά εκκινώντας από αυτές -π.χ. από τις διατάξεις των άρθρων 200, 288 και 388 ΑΚ, αντιστοίχως, για την ερμηνεία και εκτέλεση των συμβάσεων και για την αντιμετώπιση της απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών κατά την εκτέλεσή τους- συνήγαγαν κατάλληλες γενικές αρχές Δημόσιου Δικαίου, προσαρμοσμένες στην ιδιομορφία των Δημόσιων Συμβάσεων.  Μια ιδιομορφία την οποία επιτείνει και η πλειάδα των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, που ισχύουν για την σύναψη και εκτέλεση Δημόσιων Συμβάσεων μ’ εξαιρετικά εξειδικευμένο πολλές φορές αντικείμενο, το οποίο μάλιστα προϋποθέτει ιδιαίτερες γνώσεις και ιδιαίτερη ικανότητα ερμηνείας τους για την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή τους.

β2) Μεταξύ των γενικών αυτών αρχών προέχουσα είναι η θέση της καλόπιστης και χρηστής διοίκησης, της διαφάνειας, της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και, κατ’ εξοχήν, της συνέχειας και καλής λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας.  Μέσω των γενικών αυτών αρχών τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια προσδιόρισαν, μεταξύ άλλων, και τους όρους και τις προϋποθέσεις εφαρμογής, στο πλαίσιο των Δημόσιων Συμβάσεων, π.χ. των άρθρων 197 και 198 ΑΚ για την ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις και το προσυμβατικό πταίσμα -αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο παράλληλης εφαρμογής, εν προκειμένω, και των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ για την Αστική Ευθύνη του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου- και του άρθρου 388 ΑΚ, όταν απρόοπτα και μη δυνάμενα να προβλεφθούν γεγονότα διαταράσσουν ουσιωδώς το συμβατικό πλαίσιο και δυσχεραίνουν, σε μεγάλο βαθμό, τον πλήρη σεβασμό της θεμελιώδους συμβατικής αρχής pacta sunt servanda. Ας σημειωθεί, πως σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της ως άνω απρόοπτης μεταβολής των συνθηκών κατά την εκτέλεση της Δημόσιας Σύμβασης κρίσιμος είναι ο ρόλος της γενικής αρχής της συνεχούς και καλής λειτουργίας της δημόσιας υπηρεσίας.  Δοθέντος ότι όταν αντικείμενο της Δημόσιας Σύμβασης είναι η παραχώρηση ή και διαχείριση μιας δημόσιας υπηρεσίας, τ’ αντισυμβαλλόμενα μέρη -και ιδίως το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου καθώς και το νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα – οφείλουν, κατά το δυνατόν, να διασφαλίζουν την συνεχή και αδιάλειπτη λειτουργία της ακόμη και όταν ο συμβατικός δεσμός διαταράσσεται από μια ενδεχόμενη απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, στην οποία ο δεσμός αυτός βασίσθηκε αρχικώς.

γ) Τρίτον, η συμβολή στον προσδιορισμό των ορίων παρέμβασης του αντισυμβαλλόμενου Δημοσίου ή Νομικού Προσώπου Δημόσιου Δικαίου ή νομικού προσώπου διφυούς χαρακτήρα, με αποκλειστικό στόχο την καλύτερη εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού, ο οποίος συνθέτει τον «πυρήνα» της κατά περίπτωση Δημόσιας Σύμβασης καθώς και των προϋποθέσεων αποζημίωσης του αντισυμβαλλόμενου, φυσικού ή νομικού, προσώπου, λόγω βλάβης από την ως άνω παρέμβαση.  Ορθώς, η νομολογία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων προέβη, αφότου άρχισε να εκδικάζει δημόσιου δικαίου διαφορές ουσίας στο πεδίο των Δημόσιων Συμβάσεων, στην εξής διάκριση:

γ1) Το αντισυμβαλλόμενο Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου ή νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα  έχει αρμοδιότητα, ενόψει της εξυπηρέτησης του in concreto δημόσιου σκοπού, να παρέμβει μονομερώς σε μια Δημόσια Σύμβαση, τροποποιώντας τους κανονιστικούς -και όχι τους αμιγώς συμβατικούς- όρους της, υπό τον όρο ότι η παρέμβαση αυτή αφενός δεν οδηγεί σε πλήρη ανατροπή της οικονομικής ισορροπίας της Δημόσιας Σύμβασης και, αφετέρου, καταβάλλεται στον βλαπτόμενο αντισυμβαλλόμενο η ανάλογη αποζημίωση.

γ2) Όμως ο συμβατικός δεσμός και το «συμβατικό θεμέλιο» μιας Δημόσιας Σύμβασης μπορεί να τροποποιηθεί από το Δημόσιο ή το Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου ή το νομικό πρόσωπο διφυούς χαρακτήρα όχι μόνο με την άμεση παρέμβασή τους.  Αλλά και εμμέσως, ήτοι ασκώντας αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της εκτέλεσης μιας Δημόσιας Σύμβασης, άρα κινούνται εκτός τούτου, πλην όμως επηρεάζουν και τροποποιούν εμμέσως τον κατά τ’ ανωτέρω συμβατικό δεσμό και το αντίστοιχο «συμβατικό θεμέλιο» (θεωρία του «fait du prince»).  Και εδώ η νομολογία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων συνέβαλε ουσιωδώς στο να καθορισθούν τ’ ανεκτά όρια μιας τέτοιας, έμμεσης, τροποποίησης της Δημόσιας Σύμβασης καθώς και το ύψος της αποζημίωσης, την οποία δικαιούται το βλαπτόμενο αντισυμβαλλόμενο μέρος, φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

3. Οι δημόσιου δικαίου διαφορές αναφορικά με την ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου.

α) Ειδικότερα, ένα εξαιρετικά σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία των Τακτικών  Διοικητικών Δικαστηρίων, το οποίο δεν έχει ιδιαιτέρως αναδειχθεί, είναι η καίρια συμβολή τους στην ερμηνεία και εφαρμογή του  Ευρωπαϊκού Δικαίου στην Έννομη Τάξη μας. Τούτο προκύπτει όχι μόνον από πολυάριθμες δικαστικές αποφάσεις, που παραπέμπουν σε νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ)  ή του  Δικαστηρίου  των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) παλαιότερα, αλλά και από την εκ μέρους τους εκτεταμένη προσφυγή στον θεσμό της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος -κατ’ άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- στο ΔΕΕ ή το ΔΕΚ,   αντίστοιχη σε σπουδαιότητα  μ’ εκείνη του Συμβουλίου της Επικρατείας.

β) Η πρώτη, ιστορικώς,  απόφαση του ΔΕΚ, η οποία αποφάνθηκε σε προδικαστικό ερώτημα Τακτικού Διοικητικού Δικαστηρίου, και συγκεκριμένα του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, είναι η απόφαση ΔΕΚ  C-371/92,  της 8ης Ιουνίου 1994, «Ελληνικό Δημόσιο κατά Ελληνικά Δημητριακά Α.Ε.», με αντικείμενο ζητήματα εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή σιτηρών που δεν τηρούσαν, μετά το ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό του Τσερνόμπιλ, τα αποδεκτά όρια ραδιενέργειας.  Ενώ ακολούθησε η απόφαση ΔΕΚ  C-62/93, της 6ης Ιουλίου 1995, «ΒΡ Σουπεργκάζ Α.Ε.  κατά Ελληνικού Δημοσίου», ύστερα από προδικαστικό ερώτημα του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με ζητήματα ερμηνείας διατάξεων της έκτης οδηγίας περί ΦΠΑ.  Ειδικότερα, έως και σήμερα, από  την βάση νομικών δεδομένων του ΔΕΕ  προκύπτει ότι έχουν εκδοθεί  αποφάσεις του ΔΕΕ ή του ΔΕΚ επί 34 συνολικώς αποφάσεων των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων -22 Διοικητικών Πρωτοδικείων και 12 Διοικητικών Εφετείων-  που υπέβαλαν προδικαστικά ερωτήματα.  Περίπου, δηλαδή, σε ποσοστό 28% επί των 125 αποφάσεων του ΔΕΕ ή του ΔΕΚ, οι οποίες έχουν εκδοθεί επί προδικαστικών  ερωτημάτων προερχόμενων από το σύνολο της Ελληνικής Δικαιοσύνης. Και κατ’ ακρίβεια, από τις υπόλοιπες 91 αποφάσεις του ΔΕΕ οι 49 εκδόθηκαν ύστερα από προδικαστικά ερωτήματα του ΣτΕ και οι 42 από προδικαστικά ερωτήματα όλων των Πολιτικών Δικαστηρίων, συμπεριλαμβανομένου του Αρείου Πάγου.  

γ) Αξίζει να επισημανθούν κάποιες αποφάσεις του ΔΕΕ ή του ΔΕΚ επί προδικαστικών ερωτημάτων των Ελληνικών Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, οι οποίες  μνημονεύονται και σε σημαντικά ξενόγλωσσα εγχειρίδια του Δικαίου της Ευρωπαϊκής  Ένωσης -π.χ. Paul Craig-Grainne De Burca, «EU Law-Text, Cases and Materials»- με ιδιαίτερη συνεισφορά σε διάφορους τομείς του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Συγκεκριμένα δε:

γ1) Η απόφαση ΔΕΚ  C-485/93, «Mαρία Σιμιτζή κατά Δήμου Κω» (ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων-φορολογικό καθεστώς Δωδεκανήσου).

γ2) Η απόφαση ΔΕΚ  C-262/99, «Παρασκευή Λουλουδάκη κατά Ελληνικού Δημοσίου» (έννοια της «συνήθους κατοικίας» κατά την προσωρινή εισαγωγή μεταφορικών μέσων).

γ3) Η απόφαση ΔΕΚ C-441/98, «Καπνική Μιχαηλίδης ΑΕ κατά Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (φορολογικές επιßαρύνσεις ισοδυνάμου αποτελέσματος – εξαγωγές καπνών – κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικού ταμείου).

γ4) Η απόφαση ΔΕΚ C-326/00, «ΙΚΑ κατά Βασιλείου Ιωαννίδη» (νοσοκομειακή περίθαλψη συνταξιούχου κατά την διάρκεια διαμονής του εντός Κράτους-Μέλους άλλου από το Κράτος όπου κατοικεί – προϋποθέσεις ανάληψης των δαπανών νοσοκομειακής περίθαλψης).

γ5) Η απόφαση ΔΕΚ C-57/01, «Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική AE κατά Ελληνικού Δημοσίου»  (διαγωνισμοί για την σύναψη συμβάσεων δημόσιων έργων – κανόνες συμμετοχής – κοινοπραξίες διαγωνιζομένων – μεταβολή της σύνθεσης της κοινοπραξίας).

γ6) Η απόφαση ΔΕΚ  C-158/04, «Άλφα Βήτα Βασιλόπουλος AE κ.λπ. κατά Ελληνικού Δημοσίου και Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Ιωαννίνων» (ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων – Άρθρο 28 ΕΚ – ποσοτικοί περιορισμοί – μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος ).

γ7) Η απόφαση ΔΕΚ  C-49/07, «Μοτοσυκλετιστική Ομοσπονδία Ελλάδος  κατά Ελληνικού Δημοσίου» (έννοια του όρου “επιχείρηση” – Έννοια του όρου “οικονομική δραστηριότητα”).

γ8) Η απόφαση ΔΕΕ C-149/10, «Ζωή Χατζή κατά Υπουργού Οικονομικών» (Οδηγία 96/34/EΚ – συμφωνία-πλαίσιο για την γονική άδεια – ερμηνεία της ρήτρας 2.1 της συμφωνίας-πλαισίου – δικαιούχος της γονικής άδειας – γονική άδεια σε περίπτωση γέννησης διδύμων).

γ9) Και η απόφαση ΔΕΕ C-184/16, «Ovidiu-Mihaita Petrea κατά Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης» (Οδηγία 2004/38/ΕΚ – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και ελεύθερης διαμονής εντός των Κρατών-Μελών – διαμονή υπηκόου Κράτους-Μέλους εντός άλλου Κράτους-Μέλους παρά την ύπαρξη απαγόρευσης εισόδου στο δεύτερο αυτό Κράτος ).

δ) Κατ’ αυτό τον τρόπο από την  μελέτη,  τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη, των σχετικών προδικαστικών αποφάσεων των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων αναδεικνύεται και η  κατανόηση,  εκ μέρους των  δικαστικών λειτουργών  των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, του ρόλου τους ως δικαστών όχι μόνο του Εθνικού Δικαίου, αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, όπως άλλωστε επιτάσσουν  και οι διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Γ. Η καταξίωση και αναγνώριση της συμβολής της νομολογίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων κατά την εκδίκαση των δημόσιου δικαίου διαφορών

    Πολυάριθμες είναι οι ενδείξεις ή και απτές αποδείξεις του ότι σήμερα πλέον έχει κοινώς αναγνωρισθεί η θετική συμβολή της νομολογίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων κατά την εκτέλεση των δημόσιου δικαίου διαφορών, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας τους. Για παράδειγμα:

1. Σε αναιρετικό επίπεδο, το Συμβούλιο της Επικρατείας συνήθως επικυρώνει τις νομολογιακές επιλογές των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, όταν εκδικάζουν δημόσιου δικαίου διαφορές ουσίας.  Τούτο προκύπτει από τον αναιρετικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας κυρίως στον τομέα των δημόσιου δικαίου διαφορών ουσίας κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για την Αστική Ευθύνη του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημόσιου Δικαίου για τις Δημόσιες Συμβάσεις, για την Κοινωνική Ασφάλιση και για την εν γένει Φορολογία.

2. Στην δικαιοδοσία των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων υπάγονται ολοένα και περισσότερες ακυρωτικές διαφορές, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 95 παρ. 3 του Συντάγματος, ενώ και εδώ το Συμβούλιο της Επικρατείας, δικάζοντας πάντοτε σε δεύτερο βαθμό, συνήθως επικυρώνει τις νομολογιακές τους επιλογές.

3. Κατ’ αναθεώρηση των αρχικών ρυθμίσεων του άρθρου 88, το Σύνταγμα, με την διάταξη του άρθρου 88 παρ. 6 εδ. β΄, επιτρέπει πλέον την προαγωγή δικαστών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων στον βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας, ορίζοντας: «Οι δικαστές των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προάγονται στο βαθμό του Συμβούλου της Επικρατείας και στο ένα πέμπτο των θέσεων, όπως νόμος ορίζει».

4. Επειδή πλέον, φυσικά και με την συμβολή των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων έχει, εν πολλοίς, παγιωθεί η νομολογία ιδίως ως προς την εκδίκαση των περισσότερων τομέων των δημόσιου δικαίου διαφορών ουσίας και έτσι δεν υφίσταται μεγάλος κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων, κατ’ αναθεώρηση των διατάξεων του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος ισχύει σήμερα ο κανόνας ότι: «Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια». Με τον τρόπο αυτόν ο Αναθεωρητικός Νομοθέτης υιοθέτησε, εν μέρει την γαλλικής προέλευσης θεωρία του «bloc de compétences», έτσι ώστε και να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας και, περαιτέρω, να μην ταλαιπωρούνται οι διάδικοι με την διακινδύνευση είτε της απόρριψης των ένδικων βοηθημάτων τους, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, είτε της επιμήκυνσης του χρόνου εκδίκασής τους, όταν και όπου προβλεπόταν στο παρελθόν παραπομπή στο δικαστήριο, το οποίο έχει εν προκειμένω δικαιοδοσία.

Επίλογος

Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει, μεταξύ άλλων, και ότι όσο είναι γενικώς πλέον αναγνωρισμένο το δικαιοδοτικό κύρος των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων κατά την εκδίκαση των υπαγόμενων σε αυτά δημόσιου δικαίου διαφορών, άλλο τόσο βαρύ είναι και το δικαιοδοτικό «φορτίο» το οποίο έχουν «επωμισθεί», ως προς τον «όγκο» και ως προς την εξαιρετικά σύνθετη πλέον φύση των κατά τ’ ανωτέρω διαφορών.  Σύνθετη φύση, η οποία είναι απόρροια ιδίως της επίδρασης που ασκούν στο περιεχόμενο των κανόνων δικαίου, τους οποίους τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια εφαρμόζουν κατά περίπτωση, ο συνδυασμός της Οικονομικής Παγκοσμιοποίησης, της Τεχνολογικής Επανάστασης και αδιάλειπτου «εμπλουτισμού» της Έννομης Τάξης μας από ρυθμίσεις που έχουν ως «πηγή» το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο.  Αυτή, ακριβώς, η πραγματικότητα συνηγορεί, από πολλές πλευρές και επόψεις, στην ανάγκη γενναίας στήριξης και ενίσχυσης των Δικαστηρίων τούτων κατά την επιτέλεση της κρίσιμης δικαιοδοτικής αποστολής τους.

Α. Πριν απ’ όλα είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι τα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια πρέπει να στηριχθούν και να ενισχυθούν και σε ό,τι αφορά το στελεχιακό τους δυναμικό και σε ό,τι αφορά τις εν γένει υποδομές τους. Και τούτο διότι από την μια πλευρά ο αριθμός των υπηρετούντων στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια δικαστικών λειτουργών υπολείπεται σαφώς εκείνου, ο οποίος θα μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητικός, ώστε ν’ ανταποκριθούν, με τις ανάλογες αξιώσεις, στις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις του δικαιοδοτικού του έργου.  Και, από την άλλη πλευρά, το στελεχιακό δυναμικό των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων πρέπει να έχει στην διάθεσή του και τους χώρους εργασίας -κατ’ εξοχήν δε τις αίθουσες συνεδριάσεων- που τους επιτρέπουν να φέρουν σε πέρας αξιοπρεπώς την αποστολή τους αλλά και τα μέσα, που ο συνδυασμός της Ψηφιακής Τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης μπορεί να διασφαλίσει,  προκειμένου τ’ αποτελέσματα της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας ν’ ανταποκρίνονται στην αποστολή τους, χρονικώς και ποιοτικώς.  Χρονικώς, υπό την έννοια της ταχύτερης εκδίκασης των δημόσιου δικαίου διαφορών που άγονται ενώπιόν τους.  Και ποιοτικώς, υπό την έννοια της διευκόλυνσής τους ιδίως όταν είναι επιβεβλημένο να προστρέξουν στην νομολογία κυρίως της Ευρωπαϊκής Δικαιοσύνης και στην κατάλληλη, εξειδικευμένη, βιβλιογραφία, intra  και extra muros.

Β. Επιπλέον, και συνακόλουθα, η ίδια η φύση του δικαιοδοτικού έργου των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων επιβάλλει την συνεχή ενημέρωση των λειτουργών τους ως προ τις σύγχρονες μεθόδους πλήρους κατανόησης και του περιεχομένου των κάθε είδους κανόνων δικαίου, τους οποίους καλούνται να εφαρμόσουν αλλά και της ιδιομορφίας της αενάως και  ραγδαίως εξελισσόμενης κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, την οποία οι κατά τ’ ανωτέρω κανόνες επιχειρούν να ρυθμίσουν κανονιστικώς.  Με άλλες λέξεις το Κράτος οφείλει να διασφαλίζει τον τρόπο και τα μέσα διαρκούς επιμόρφωσης και των δικαστικών λειτουργών των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων, για ν’ αντεπεξέρχονται μ΄ επάρκεια και αποτελεσματικότητα στην ορθή απονομή του Δικαίου και της Δικαιοσύνης κατά την εκδίκαση των υπαγόμενων σε αυτά δημόσιου δικαίου διαφορών.  Πολλώ δε μάλλον όταν οι δικαστικοί αυτοί λειτουργοί, εξαιτίας της ιδιομορφίας της δικαιοδοσίας τους, συχνά αντιμετωπίζουν την πρόκληση όχι μόνο της ορθής ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου αλλά και της δια της πρόσφορης ερμηνευτικής μεθόδου οιονεί «επικαιροποίησής» τους.  Έτσι ώστε οι κανόνες αυτοί να επαρκούν ρυθμιστικώς προκειμένου να καλύψουν, με την επιβαλλόμενη κανονιστική «ευρωστία», την κατά τα προαναφερόμενα ραγδαίως μεταβαλλόμενη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, η οποία συνιστά την υποδομή τους και η οποία, μοιραίως, τείνει να τους υπερκεράσει όταν έρχεται η στιγμή της παραγωγής των έννομων αποτελεσμάτων τους.

*Δημοσιεύθηκε στον νομικό ιστότοπο https://www.constitutionalism.gr