Επισημάνσεις για τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων στην σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση

Εισαγωγική τοποθέτηση στο Συνέδριο για τα 100 χρόνια από την γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση, ενότητα IV, «Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων: Παλαιά προβλήματα και επίκαιροι προβληματισμοί» (18.12.2022).

Πρόλογος

Η σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση -του, αναμφισβήτητα, κορυφαίου Έλληνα «θεράποντος» του Συνταγματικού Δικαίου κατά τον 20ό αιώνα- αναφορικά με τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων εντάσσεται στο ευρύτερο πεδίο των θεωρητικών του απόψεων ως προς την εν γένει θεσμική και πολιτική θέση και λειτουργία του Συντάγματος εντός του πλαισίου της Φιλελεύθερης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.

Α. Και για την ακρίβεια, ο Αριστόβουλος Μάνεσης υποστήριξε, δίχως ευκαιριακές διακυμάνσεις που θα μπορούσαν να θέσουν σε «διακινδύνευση»  την παροιμιώδη επιστημονική του συνέπεια, ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων οφείλει ν’ αποτελεί, για τον ερμηνευτή και εφαρμοστή των συνταγματικών ρυθμίσεων, τον «ιδανικό» μηχανισμό ελέγχου του αν και κατά πόσον οι νομοθετικώς θεσπισμένοι κανόνες δικαίου δεν εκφεύγουν των ορίων των κανονιστικών δεδομένων του Συντάγματος, ως «Θεμελιώδους Νόμου» που συνιστά, ταυτοχρόνως, την βάση αλλά και την κορυφή της όλης ιεραρχίας των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων, οι οποίες συνθέτουν τον κορμό της Έννομης Τάξης.  Προς αυτή την κατεύθυνση ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων οφείλει, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση, να επικεντρώνεται πρωτίστως στην θωράκιση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την προσθήκη ότι την συνταγματική τους κατοχύρωση ενισχύει ουσιωδώς και το περί δικαιωμάτων νομικό πλαίσιο του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  

Β. Για τον Αριστόβουλο Μάνεση η υιοθέτηση ενός τέτοιου θεωρητικού προσανατολισμού εμφανίζεται ως σχεδόν αυτονόητη, δοθέντος ότι η Φιλελεύθερη Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία νοείται, οιονεί εκ φύσεως, ως σύνολο εγγυήσεων υπέρ της Ελευθερίας, υφ’ όλες της  τις εκφάνσεις, και, επέκεινα, ως σύνολο εγγυήσεων των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέσω των οποίων η Ελευθερία, ως έννοια θεσμικού «γένους», ασκείται στην πράξη.  Εν τέλει, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων οφείλει να εκδηλώνεται, εν πάση περιπτώσει, ως θεσμική και πολιτική διεργασία εντεταγμένη στον κανονιστικό χώρο του εγγυητικού -υπέρ της Ελευθερίας και, κατ’ αποτέλεσμα, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- ρόλου του Συντάγματος. Ρόλου, ο οποίος ανταποκρίνεται πλήρως στην θεσμική και πολιτική υφή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως συστήματος πολιτειακής και πολιτικής οργάνωσης που είναι προορισμένο, «εκ καταγωγής» να εγγυάται την Ελευθερία.

Ι. Το Σύνταγμα ως ρυθμιστικός «καθοδηγητής» του Νομοθέτη

    Και υπό την ανωτέρω έννοια ο Αριστόβουλος Μάνεσης «ορθοτόμησε», και μάλιστα θεωρητικώς και εμπράκτως, τον «λόγο» του «Δημοκρατικού Συνταγματισμού», προσδιορίζοντας, με υποδειγματική μεθοδολογική πληρότητα, σημαντικές πτυχές του κατά τα προαναφερόμενα εγγυητικού ρόλου του Συντάγματος. Του τελευταίου νοούμενου ως αυξημένης τυπικής ισχύος συνόλου κανόνων δικαίου μ’ «εμβληματική» δημοκρατική νομιμοποίηση -κατ’ εξοχήν λόγω της αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης της Συντακτικής αλλά και της Αναθεωρητικής Εξουσίας- το οποίο δεν δύναται, κατ’ ουδένα τρόπο έστω και εμμέσως, να παραβιάσει ο κοινός νομοθέτης.

Α. Η σύμφωνη με το Σύνταγμα ερμηνεία και εφαρμογή των κανόνων δικαίου -άρα και των διατάξεων νόμου- ως κρίσιμο «πρόταγμα» στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων

    Σύμφωνα με την ως άνω ανάλυση, κατά τον Αριστόβουλο Μάνεση το ίδιο το Σύνταγμα, λόγω της θεσμικής και πολιτικής του ιδιοσυστασίας, προϋποθέτει ότι ο ερμηνευτής και εφαρμοστής των διατάξεων του νόμου -όπως και των κάθε άλλων, υποδεέστερης του Συντάγματος τυπικής ισχύος, διατάξεων- οφείλει να προβαίνει, κατά την θεσμική του αποστολή, σε έλεγχο της συνταγματικότητάς τους με «μονάδα μέτρησης» το όλο ρυθμιστικό πλαίσιο του Συντάγματος.

  1. E contrario, η κατά τ’ ανωτέρω θεσμική και πολιτική ιδιοσυστασία του Συντάγματος αποκλείει, άνευ άλλου τινός, την καθ’ οιονδήποτε τρόπο αλλοίωση των διατάξεων του Συντάγματος μέσω μιας «επιχείρησης» προσαρμογής τους στις εκάστοτε επιταγές των ρυθμίσεων του κοινού νομοθέτη.  Και τούτο, διότι η «μετάπτωση» του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων σε μια μορφή ελέγχου της «νομιμότητας» του Συντάγματος θίγει, απροκαλύπτως, τον ίδιο τον θεσμικό και πολιτικό «πυρήνα» του ως αυξημένης κανονιστικής ισχύος αλλά και δημοκρατικής νομιμοποίησης «Θεμελιώδους Νόμου».
  2. Περαιτέρω, και με αυτή την νομική λογική, όταν ο ερμηνευτής και εφαρμοστής των ισχυόντων κάθε φορά κανόνων δικαίου προβαίνει, έστω και εμμέσως, σε μια μορφή ελέγχου της «νομιμότητας» του Συντάγματος –«προσαρμόζοντάς» το, κατά κανόνα για την εξυπηρέτηση ευκαιριακών πολιτικών σκοπιμοτήτων, στην «προκρούστεια κλίνη» των ρυθμίσεων του κοινού νομοθέτη- οδηγείται, «αφεύκτως», σε μια διττώς ανεπίτρεπτη παραβίαση:

α) Πρώτον, στην παραβίαση της υπέρτερης τυπικής ισχύος του Συντάγματος και, κατ’ επέκταση, στην αμφισβήτηση αυτού τούτου του «αυστηρού» χαρακτήρα του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 110 αναφορικά με την αναθεώρησή του. Επιπλέον δε, σε παραβίαση του εγγυητικού του ρόλου, εντός του πεδίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, υπέρ της Ελευθερίας, άρα και υπέρ των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. 

β) Και, δεύτερον και αυτοθρόως, στην παραβίαση κρίσιμων επόψεων της Δημοκρατικής Αρχής, αφού με τον τρόπο αυτό εκτός από την αυξημένη τυπική ισχύ των διατάξεων του Συντάγματος τίθεται εν αμφιβόλω -ή και αναιρείται κατ’ ουσίαν- η εξίσου αυξημένη, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δημοκρατική νομιμοποίηση των κανόνων δικαίου που θεσπίζονται από τον Συντακτικό και τον Αναθεωρητικό Νομοθέτη.

Β. Η κανονιστική φύση του Συντάγματος στην σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση

    Σ’ εκείνους που θα μπορούσαν ν’ αντιτάξουν, βεβαίως αγνοώντας ή και διαστρέφοντας την κατά τ’ ανωτέρω θεωρητική του τοποθέτηση, ότι ο Αριστόβουλος Μάνεσης με τον τρόπο αυτό «καθηλώνεται» σε μια «στείρα» γραμματική, και εκ τούτου «στατική», ερμηνεία του Συντάγματος, η απάντηση είναι απλή και επιστημονικώς αποστομωτική: Δεν έχουν παρά να «εγκύψουν», με συνέπεια αλλά και ειλικρίνεια, στο όλο έργο του Αριστόβουλου Μάνεση.  Και κατά κύριο λόγο στο μέρος του εκείνο -εκτεινόμενο σε όλο το μήκος και το πλάτος των συγγραμμάτων του- που αφιερώνεται στην κανονιστική ιδιομορφία του Συντάγματος, θεωρούμενη υπό το πρίσμα της σύμφωνης με την εντός της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου θεσμική και πολιτική αποστολή και λειτουργία του.  Συγκεκριμένα:

  1. Ουδέποτε και καθ’ οιονδήποτε τρόπο ο Αριστόβουλος Μάνεσης θεώρησε το Σύνταγμα ως ένα οιονεί «μονολιθικό» σύνολο κανόνων δικαίου, αποκομμένο από τον κοινωνικοοικονομικό του περίγυρο και «καθηλωμένο» στις στείρες ή και αγκυλωτικές προκαταλήψεις μιας αμιγώς γραμματικής ερμηνείας.

α) Όλως αντιθέτως, στην νομική του σκέψη το Σύνταγμα, οιονεί εκ φύσεως και εξ ορισμού, οφείλει να τελεί σε διαρκή ρυθμιστική επικοινωνία με τα εκάστοτε προκύπτοντα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, γεγονός ο οποίο καθορίζει και τα όρια ερμηνείας και εφαρμογής του εκ μέρους των οργάνων, που είναι νομίμως προς τούτο εξουσιοδοτημένα κατά λόγο αρμοδιότητας ή δικαιοδοσίας.  Ειδικότερα, το Σύνταγμα, ως θεσμικό και κανονιστικό «εποικοδόμημα», οφείλει, κατά την ορθή και αποτελεσματική ερμηνεία και εφαρμογή του στην πράξη, να «κινείται» ρυθμιστικώς με βάση και την νομική και πολιτική θεώρηση της «υποδομής» του, ήτοι των εκάστοτε δημιουργούμενων δεδομένων της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, εντός της οποίας αναφύονται οι συνταγματικώς ρυθμιστέες έννομες σχέσεις, μ’ έμφαση σ’ εκείνες που αφορούν την άσκηση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων εκ μέρους των φορέων τους.  Αυτή η «επικοινωνία» του συνταγματικού «εποικοδομήματος» με την κανονιστική του «υποδομή» λειτουργεί τόσο περισσότερο «ανανεωτικώς» και ενισχυτικώς για την ρυθμιστική δύναμη του Συντάγματος, όσο η ως άνω «επικοινωνία» δεν είναι «μονοδρομική» αλλά, όλως αντιθέτως, «αμφίδρομη».

β) Με την έννοια, ότι από την μια πλευρά οι μεταβολές στην, ούτως ή άλλως πολυπρισματική, σύνθεση της «υποδομής» αυτής πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των συνταγματικών κανόνων, δίχως βεβαίως τούτο να οδηγεί σε ουσιώδη αλλοίωση του αρχικού τους κανονιστικού περιεχομένου, παρά μόνον στην σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα τους προσαρμογή τους στην διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα.  Έτσι ώστε το ρυθμιστικό τους πλαίσιο να διατηρεί τον αντίστοιχο, απαραίτητο για την διαρκή επικαιροποίησή τους, κανονιστικό δυναμισμό.  Και, από την άλλη πλευρά, η κατά τα προαναφερόμενα «εμπλουτισμένη» με την κοινωνικοοικονομική δυναμική κανονιστική εμβέλεια των συνταγματικών κανόνων εφεξής επενεργεί, κατά την εφαρμογή τους στην πράξη, πάνω στην υφιστάμενη, νέα πλέον, κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα. Δι’ αυτού δε του τρόπου  αναδεικνύεται, μέσω της ως άνω «αμφίδρομης» διαδικασίας επιρροής, και η κανονιστική «ανθεκτικότητα» του Συντάγματος, όπως απαιτεί η ρυθμιστική του ιδιοσυστασία λόγω της αυστηρότητάς του και της εντεύθεν ανάγκης απαρέγκλιτης τήρησης των αντιστοίχως αυστηρών διατάξεων αναθεώρησής του. 

2. Λαμβάνοντας υπόψη την κατά τα προαναφερόμενα «αμφίδρομη» επιρροή μεταξύ της προς ρύθμιση κοινωνικοοικονομικής «υποδομής» και του ρυθμιστικού πλαισίου των κανόνων δικαίου που συνθέτουν το Σύνταγμα, ο Αριστόβουλος Μάνεσης την αξιοποίησε καταλλήλως και στο πεδίο του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων. Και το έπραξε επισημαίνοντας, με ιδανικό τρόπο, αφενός την ανάγκη αποφυγής της κανονιστικής «αποστέωσης» των συνταγματικών κανόνων, λόγω της ενδεχόμενης εμμονής στην γραμματική τους, και μόνο, ερμηνεία. Αφετέρου δε την ανάγκη αποτροπής της «ελαστικοποίησης» του κανονιστικού πεδίου των συνταγματικών κανόνων, στον βαθμό μάλιστα που θα μπορούσε να τους καταστήσει «έρμαιο» στις κατά καιρούς ερμηνευτικές επιλογές του κοινού νομοθέτη και στις μέσω αυτών πολιτικές του σκοπιμότητες.

α) Δι’ αυτής της νομικής μεθόδου ο Αριστόβουλος Μάνεσης «έδειξε τον δρόμο» για το πώς ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων μπορεί να επιτελέσει αποτελεσματικώς την κατά την θεσμική και πολιτική του φύση λειτουργία του, χωρίς να «μεταπέσει» σ’ έναν, άκρως επικίνδυνο για τον «γνήσιο» κανονιστικό δυναμισμό του Συντάγματος, έλεγχο της νομιμότητας του Συντάγματος.  Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θεωρητικού συλλογισμού ο Αριστόβουλος Μάνεσης «οριοθέτησε» και τον ρόλο του Δικαστή κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, με τρόπο ώστε ο έλεγχος αυτός να εγγυάται την απαρέγκλιτη τήρηση των διατάξεων του Συντάγματος και, κατά λογική νομική ακολουθία, να μην οδηγείται σε μια σταδιακή κανονιστική  σχετικοποίησή τους.  Η οποία θα έφθανε, μοιραίως, ως την «μηδενιστική», ρυθμιστικώς, εξίσωση της τυπικής ισχύος τους μ’ εκείνη των διατάξεων που θεσπίζει, και μάλιστα με ολοένα και εντεινόμενη «πληθωριστική» διάθεση, ο κοινός νομοθέτης.

β) Με τις καθιερωμένες μεθόδους ερμηνείας του Συντάγματος, και ιδίως μέσω της τελεολογικής και ιστορικής ερμηνείας του, ο Δικαστής, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, οφείλει να ερμηνεύει και να εφαρμόζει τις διατάξεις του Συντάγματος λαμβάνοντας οπωσδήποτε υπόψη τις μεταβολές της προς ρύθμιση κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και, συνακόλουθα, των προς ρύθμιση έννομων σχέσεων μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου.  Όμως, αυτή η ερμηνευτική διαδικασία πρέπει να έχει ως αποκλειστικό γνώμονα την «επικαιροποίηση» του κανονιστικού πλαισίου των συνταγματικών κανόνων δίχως να εξικνείται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ως την τελική του ρυθμιστική «χαλάρωση» υπό τα κελεύσματα της νομοθετικής συγκυρίας.  Με δεδομένο δε το γεγονός ότι στο πεδίο της Έννομης Τάξης μας ο Δικαστής δεν διαθέτει την δικαιοδοσία ανάπτυξης διαπλαστικής νομολογίας -δηλαδή νομολογίας που φθάνει δικαιοπλαστικώς ως την παραγωγή νέων κανόνων δικαίου- υποχρεούται να παραμένει, πάντοτε, το πολύ εντός των ορίων της ευρείας ερμηνείας των διατάξεων του Συντάγματος.  Ειδικότερα δε μιας ευρείας ερμηνείας η οποία κατατείνει, πρωτίστως, στην εγγύηση της ολοκληρωμένης εφαρμογής των διατάξεων περί των συνταγματικώς κατοχυρωμένων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με κύριο ερμηνευτικό πρόταγμα το «in dubio pro libertate». Όταν δε, κατά την δικαιοδοτική του κρίση, η παραδοσιακή ερμηνεία δεν φαίνεται ικανή να διασφαλίσει τον απαιτούμενο κανονιστικό δυναμισμό των συνταγματικών διατάξεων, προκειμένου ν’ ανταποκρίνονται στις «πρωτεϊκές» μεταβολές και τις «οβιδιακές» μεταμορφώσεις της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας -άρα της κοινωνικοοικονομικής «υποδομής» τους- τότε ο Δικαστής νομιμοποιείται δικαιοδοτικώς να συναγάγει γενικές αρχές συνταγματικής ισχύος, έχοντας όμως οπωσδήποτε ως έρεισμα υφιστάμενες διατάξεις του Συντάγματος και της σύμφωνης με αυτό εκτελεστικής του νομοθεσίας.  Οπότε, οι ως άνω γενικές αρχές επενεργούν κανονιστικώς πάντοτε συμπληρωματικώς σε σχέση με τις κείμενες διατάξεις του Συντάγματος                                        -διαδραματίζοντας ένα ρόλο ερμηνευτικού και εφαρμοστικού «βοηθού εκπληρώσεώς» τους- επομένως το πολύ «praeter constitutionem» και ουδέποτε «contra constitutionem». Δι’ αυτής της μεθόδου εντάσσονται στο κανονιστικό «corpus» του Συντάγματος και έχουν, ως πηγές δικαίου, ίση τυπική ισχύ με τις κείμενες συνταγματικές διατάξεις.  Ενώ η ερμηνεία τους, κατά την φύση τους, τις περιορίζει, κατ’ ανάγκη, εντός του κανονιστικού πλαισίου των διατάξεων τούτων και δεν τους επιτρέπει ούτε να το υπερβούν ούτε, a fortiori, να το αλλοιώσουν.

ΙΙ. Η σημασία της περί ερμηνείας του Συντάγματος σκέψης του Αριστόβουλου Μάνεση στο πλαίσιο των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου

    Η κατά τα προεκτεθέντα σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση, αναφορικά με την μέθοδο ερμηνείας του Συντάγματος με τρόπο που διασφαλίζει και τον πλήρη σεβασμό των διατάξεών του κατά την επιτέλεση της εγγυητικής του λειτουργίας εντός του πεδίου της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας -κυρίως έναντι της Ελευθερίας και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- αλλά και τον κανονιστικό του δυναμισμό έναντι της διαρκώς εξελισσόμενης «υποδομής» του -ήτοι της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας- μπορεί ν’ αναδειχθεί, αμέσως ή και εμμέσως, πολλαπλώς χρήσιμη και ως προς την επίλυση του σύγχρονου, μείζονος σημασίας, προβλήματος των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ του Συντάγματος και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

Α. Ένα νομικό «Δήλιον πρόβλημα» στο πεδίο της θεσμικής συνύπαρξης της Εθνικής Έννομης Τάξης με την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη

Όπως ήδη τονίσθηκε ακροθιγώς, υπό όρους αυστηρής νομικής λογικής, ιδίως στο πλαίσιο του «αυθεντικού» νομικού θετικισμού με βάση κυρίως την «Καθαρή Θεωρία του Δικαίου», στην κορυφή –αλλά και, κατά θεσμική λογική, στην βάση– της Έννομης Τάξης βρίσκεται το Σύνταγμα, ως «Θεμελιώδης Νόμος» στήριξής της και οργάνωσης των εν γένει πολιτειακών και πολιτικών θεσμών.  Η κανονιστική ιδιομορφία του Συντάγματος, ως «Κανόνα Δικαίου-γενάρχη» της όλης Έννομης Τάξης οδηγεί, αναποτρέπτως, στην κανονιστική υπεροχή του εντός της εσωτερικής έννομης τάξης.  Συγκεκριμένα:

1. Το Σύνταγμα, ως θεμελιώδης νόμος συντιθέμενος όχι μόνον από τους κανόνες δικαίου που περιλαμβάνει αλλά, όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, και από τις γενικές αρχές, οι οποίες συνάγονται δικαστικώς από αυτούς, υπερισχύει, αναποδράστως, κάθε άλλου κανόνα δικαίου.  Είτε αυτός εντάσσεται στο Εσωτερικό Δίκαιο, είτε στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, είτε στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, όπως ενσωματώνονται κάθε φορά στην Έννομη Τάξη μας.  Ιδιαίτερα διαφωτιστική αυτής της νομικής λογικής είναι η νομολογιακή γραμμή που υιοθέτησε η απόφαση (παραπεμπτική) του Συμβουλίου της Επικρατείας 3242/2004, με την οποία κρίθηκε ότι δεν νοείται  διατύπωση προδικαστικού ερωτήματος προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να διαπιστωθεί αν διάταξη επιτακτικού χαρακτήρα του Συντάγματος είναι συμβατή, κατά το περιεχόμενο της ρύθμισής της, με διάταξη του πρωτογενούς ή του παράγωγου Ευρωπαϊκού Δικαίου (πρβλ. όμως και τις αποφάσεις ΣτΕ (Ολ.) 3670/2006, 3470/2011).

2. Ως προς τον «σκεπτικισμό»,  που ορισμένοι εκφράζουν σε ό,τι αφορά την σχέση μεταξύ Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου, επισημαίνεται τούτο: Είναι λάθος, όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει προχωρήσει στο σημείο εκείνο της θεσμικής και πολιτειακής οργάνωσης, που θα της επέτρεπε να διαθέτει ενιαίο συνταγματικό θεμέλιο με την μορφή «Θεμελιώδους Νόμου» επικεφαλής της Έννομης Τάξης της, να επιχειρούν μια τέτοια σύγκριση και να θέτουν εν αμφιβόλω την υπεροχή του Συντάγματος.  Έχοντας, προς το παρόν, δύο παράλληλες Έννομες Τάξεις –εκείνες των Κρατών-Μελών και εκείνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης– με βάση τις προμνημονευόμενες βασικές αρχές του νομικού θετικισμού οφείλουμε να δεχθούμε πως η άποψη των Ευρωπαϊκών οργάνων, και ιδίως του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την οποία θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης είναι το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο (βλ. π.χ, τις «ιστορικές» αποφάσεις 15.7.1964, Costa c.Enel, 17.12.1970, Internationale Handelsgesellschaft, 9.3.1978, Simmenthal), δεν επιδρά, με την ίδια ένταση, στην υποχρέωση που έχουν τα όργανα των Κρατών-Μελών –άρα και της Ελλάδας– να θέτουν ως αντίστοιχο θεμέλιο των  Έννομων Τάξεών τους το Σύνταγμά τους.  Οιαδήποτε άλλη εκδοχή –ακόμη και με ρητή συνταγματική πρόβλεψη που, βεβαίως, δεν συντρέχει κατά το Σύνταγμά μας– επίσης με βάση τις βασικές αρχές του νομικού θετικισμού αγνοεί την φύση του κανόνα δικαίου, ως μέσου ρύθμισης τόσο της πολιτειακής και πολιτικής οργάνωσης όσο  και των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων.  Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, αγνοεί την πεμπτουσία του Συντάγματος.  Διότι αν υποθέσουμε, π.χ., στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης μας ότι συντρέχει υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Συντάγματος, αυτό θα σήμαινε ότι μια τέτοια υπεροχή είχε προβλεφθεί, κατά κάποιο τρόπο, από το ίδιο το Σύνταγμά μας για την περίπτωση  εισόδου της Χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλοτε ΕΟΚ.  Με τι είδους νομικό συλλογισμό, όμως, ένας κανόνας δικαίου –άρα και το Σύνταγμα– θ’ αναγνώριζε σε άλλο κανόνα δικαίου υπέρτερη κανονιστική ισχύ από εκείνη που ο ίδιος διαθέτει, ως θεσμικό «προϊόν» της Εθνικής Κυριαρχίας;  Οι υποστηρικτές του αντιθέτου παραβλέπουν ότι, σύμφωνα με την νομική ιδιοσυστασία του κανόνα δικαίου, ισχύει και γι’ αυτόν, mutatis mutandis, η θεμελιώδης αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «nemo plus juris ad allium transfere potest quam ipse habet».

Β. Η ενδεδειγμένη ερμηνεία του Συντάγματος ως το πλέον ασφαλές νομικό έρεισμα για την επίλυση του προβλήματος των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ Συντάγματος και  Ευρωπαϊκού Δικαίου

Με βάση τα προεκτεθέντα, υπό όρους μακροσκοπικής ανάλυσης και αντίστοιχου προβληματισμού, αναφορικά με το μείζον ζήτημα των κανονιστικών σχέσεων μεταξύ Ευρωπαϊκού Δικαίου και Συντάγματος των Κρατών-Μελών, καθίσταται προφανές και το εξής: Οιονεί «θερμά επεισόδια», συγκρουσιακών διαστάσεων, που έχουν προκαλέσει προσφάτως,  π.χ. και μεταξύ άλλων, τόσο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας (BVerfG), με τις αποφάσεις του «Weiss», της 21ης Ιουνίου 2016, και  «Gauweiler», της 5ης Μαΐου 2020, αναφορικά με την δυνατότητά του να ελέγχει αν και κατά πόσο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικάσει ultra vires,  όσο και το Conseil d’ État της Γαλλίας, κυρίως με την απόφασή του “French Data Network”, της 21ης Απριλίου 2021, αναφορικά με την υπεροχή, έναντι του Ευρωπαϊκού Δικαίου, κανόνων «συνταγματικής περιωπής» που συνθέτουν την «συνταγματική ταυτότητα» της Γαλλίας,  δεν μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν αποκλειστικώς και μόνο δια της συνέχισης της θεωρητικής συζήτησης ως προς την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου ή του Συντάγματος  των Κρατών-Μελών. 

1.  Για ν’ «αντικρίσουμε» την νομική αλήθεια «κατάματα», η συζήτηση αυτή, η οποία   συντηρείται εδώ και πολλές δεκαετίες, όσο γόνιμα επιχειρήματα και αν αναπτύχθηκαν εκατέρωθεν  έχει οδηγηθεί πια σε αδιέξοδο.  Γι’ αυτό και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όφειλε να γνωρίζει ότι τα κατά τ’ ανωτέρω «θερμά επεισόδια», με πρωταγωνιστές ιδίως το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας  (BVerfG) και το Conseil d’ État της Γαλλίας,  δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», αλλά μάλλον «το χρονικό μιας προαναγγελθείσας σύγκρουσης».  Αν αναχθούμε σε αμιγώς νομικά επιχειρήματα, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι ο μόνος δρόμος για να καμφθούν αποτελεσματικώς οι αντιδράσεις ως προς την κανονιστική υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου είναι εκείνος που – σύμφωνα και με όσα διευκρινίσθηκαν προηγουμένως – οδηγεί στην θέσπιση ενός πραγματικού Ευρωπαϊκού Συντάγματος.  Γεγονός το οποίο προϋποθέτει, οπωσδήποτε, μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση δομημένη στο θεσμικό θεμέλιο της ομοσπονδιακού τύπου Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.  Υπό το βάρος αλλά και υπό το φως ενός τέτοιου, τυπικώς μάλιστα θεσπισμένου, ενιαίου Ευρωπαϊκού συνταγματικού θεμελίου, κάθε Εθνικό Δικαστήριο θα ήταν, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του,  δέσμιο ως προς τον σεβασμό και την εφαρμογή του, ακόμη και σε περίπτωση σύγκρουσης των διατάξεών του με τις διατάξεις του Συντάγματος του οικείου Κράτους-Μέλους.

2. Κατά λογική ακολουθία, και έως ότου φθάσουμε στο «ορόσημο» της θέσπισης ενός πραγματικού Συντάγματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως θεμελίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, μία φαίνεται ως πλέον πρόσφορη διέξοδος για την αποφυγή συγκρούσεων σχετικά με  την σχέση Ευρωπαϊκού Δικαίου και Εθνικού Δικαίου, ανάλογων μ’ εκείνη που ήδη προκαλεί σήμερα, κατά τα ως άνω,  η νομολογία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας (BVerfG) και του Conseil d’ État της Γαλλίας:

α) Από την μια πλευρά η εκ μέρους του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο το δυνατόν πιο σύμφωνη με τα κατά περίπτωση Συντάγματα των Κρατών-Μελών ερμηνεία και εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο σύνολό του. Σημαντική βοήθεια, στην πορεία εντός αυτής της ερμηνευτικής οδού και μεθόδου, μπορούν να παράσχουν οι γενικές αρχές –που συνάγονται συνήθως από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και στην διαμόρφωση των οποίων σημαντικός, καίτοι εν πολλοίς συμπληρωματικός, είναι ο ρόλος των Εθνικών Δικαστηρίων των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης– του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Πρόκειται για γενικές αρχές, οι οποίες συνάγονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο αλλά και από τις κοινές στα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνταγματικές παραδόσεις, ενώ ιδιαίτερη είναι και η συμβολή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως «πηγής έμπνευσης» τέτοιων γενικών αρχών για την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη εν γένει (βλ., π.χ., ΔΕΕ 222/1986, 15.10.1987, UNECTEF, Rec, 1987, σελ. 4097).

β) Και, από την άλλη πλευρά, η εκ μέρους του Εθνικού Δικαστή, κατά την in concreto ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του κατά περίπτωση Συντάγματος,  λήψη υπόψη των εκάστοτε δεδομένων του Ευρωπαϊκού  Δικαίου, πρωτογενούς και παράγωγου, με προσφυγή στις μεθόδους ιδίως της τελεολογικής και της συστηματικής ερμηνείας.  Για ν’ αναχθούμε και πάλι στην σκέψη του Αριστόβουλου Μάνεση, λόγω της κατά τα προεκτεθέντα φύσης του Συντάγματος ως Θεμελιώδους Νόμου της οικείας Έννομης Τάξης – κάτι που, κατά τ’ ανωτέρω, δεν ισχύει για την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη – εδώ δεν νοείται, για την ακρίβεια, πλήρως σύμφωνη με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ερμηνεία του Συντάγματος.  Αφού κάτι τέτοιο θα προκαλούσε, περίπου, τα ίδια ανεπίλυτα προβλήματα με την σύμφωνη με τον νόμο ερμηνεία του Συντάγματος, για την οποία έγινε λόγος εκτενώς προηγουμένως.  A fortiori, δεν νοείται, εκ μέρους του Εθνικού Δικαστή, «contra constitutionem» ερμηνεία του Συντάγματος, προκειμένου να «εναρμονισθεί» με τις επιταγές του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Με άλλες λέξεις, ο Εθνικός Δικαστής οφείλει, δίχως να θίξει τον πυρήνα των διατάξεων του Συντάγματος που κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του εφαρμόζει, να εξαντλήσει όλα τα νομικώς αποδεκτά ερμηνευτικά εφόδια τα οποία διαθέτει προκειμένου, τηρώντας πάντοτε τις διατάξεις του Συντάγματος, να ληφθούν, κατά το δυνατόν, υπόψη και τα κρίσιμα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Δικαίου στην επίδικη διαφορά.  Όπως είναι προφανές, μια τέτοια ερμηνευτική προσέγγιση ως προς τις σχέσεις μεταξύ Συντάγματος και Ευρωπαϊκού Δικαίου εμφανίζεται, επιπροσθέτως, πλήρως συμβατή, για τα δεδομένα της Έννομης Τάξης μας, και με την ιεράρχηση των κανόνων δικαίου, την οποία καθιερώνει το κανονιστικό πλέγμα των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματός μας.

Επίλογος

Οι διαχρονικές θέσεις του Αριστόβουλου Μάνεση για την θεσμική και πολιτική ιδιοσυστασία του Συντάγματος ως «κορωνίδας» της Έννομης Τάξης και, επέκεινα, οι θέσεις του για την αντίστοιχη ιδιοσυστασία του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων κυρίως εκ μέρους του Δικαστή, διαμορφώθηκαν ως ένα είδος επιστημονικής αλλά και πολιτικής του απάντησης -ο Αριστόβουλος Μάνεσης υπήρξε, καθ’ όλη την δημόσια διαδρομή του, πριν απ’ όλα Πολίτης- στην διαρκώς εντεινόμενη τάση ιδίως της Εκτελεστικής Εξουσίας να επιβάλλει, δι’ ίδιον λογαριασμόν, ως θεσμικώς θεμιτή, αν όχι και «επιβεβλημένη», μια μορφή ελέγχου της νομιμότητας του Συντάγματος.

Α. Αυτό το, καταφανώς διαβρωτικό για την Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία αλλά και για την εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος κυρίως υπέρ των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, φαινόμενο άρχισε να εντείνεται κατά την δεκαετία του ’80 και μετέπειτα. Δηλαδή όταν πλέον κατέστη εμφανές το προς όφελος της Εκτελεστικής Εξουσίας οιονεί «μονοπώλιο» της ανάληψης της νομοθετικής πρωτοβουλίας. Την τάση αυτή ενίσχυσε, δυστυχώς, και η στάση ορισμένων εκπροσώπων της Νομικής Επιστημονικής Κοινότητας, οι οποίοι «συνηγόρησαν» -και εξακολουθούν να «συνηγορούν»– προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης και ορισμένων εκ των περί αναθεώρησης διατάξεων του άρθρου 110 του Συντάγματος, έτσι ώστε να «μετριασθεί» ο αυστηρός χαρακτήρας του.  Διότι τι άλλο φανερώνει μια τέτοια «συνηγορία», εκτός από το ότι πρέπει να καθίσταται εφικτή η όσο το  δυνατό συχνότερη αναθεώρηση των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος επειδή, δήθεν, η θεσμοθετημένη αυστηρότητά του δεν του επιτρέπει να παρακολουθήσει, με την απαιτούμενη ρυθμιστική αποτελεσματικότητα, την εξέλιξη της κοινωνικοοικονομικής του «υποδομής», διότι, και πάλι δήθεν, τ’ ερμηνευτικά «εργαλεία» που έχει ο Δικαστής στην διάθεσή του, κατά τα ανωτέρω, δεν του επιτρέπουν να εμπεδώσει θεσμικώς την σταθερή κανονιστική επάρκεια του Συντάγματος;

Β. Το ίδιο ως άνω φαινόμενο παρατηρούμε και σήμερα, εκδηλούμενο στο φάσμα μιας σειράς Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με πιο πρόσφατο το παράδειγμα της νομοθετικής παρέμβασης για την λειτουργία της ΕΥΠ, ιδίως ως προς τις «νόμιμες» επισυνδέσεις, με την επίκληση κυρίως λόγων εθνικής ασφάλειας.  Κατά την νομοθετική αυτή παρέμβαση επιχειρήθηκε -και εξακολουθεί να επιχειρείται- μια προσπάθεια της Εκτελεστικής Εξουσίας να ερμηνεύσει τις διατάξεις του άρθρου 19 του Συντάγματος -κατ’ εξοχήν δε τις διατάξεις περί αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ- κατά τρόπο σύμφωνο με τις διατάξεις οι οποίες θεσπίσθηκαν μέσω αυτής!  Με αποτέλεσμα να τίθεται σε άμεση θεσμική διακινδύνευση η ίδια η κανονιστική υπόσταση του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών.  Αυτονοήτως, και σε όλους αυτούς δίνουν την δέουσα απάντηση οι θέσεις του Αριστόβουλου Μάνεση περί των βασικών θεσμικών «συντεταγμένων» της πεμπτουσίας του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.  Εν κατακλείδι δε ο Αριστόβουλος Μάνεσης, μέσω των προαναφερόμενων θέσεών του ως προς το μείζον αυτό ζήτημα για την υπεράσπιση του εγγυητικού ρόλου του Συντάγματος, «απογυμνώνει» την νομική υστεροβουλία  αλλά και νομική άγνοια τόσο των σύγχρονων «Σαδδουκαίων», που επιδίδονται σ’ έναν καταφώρως ανεδαφικό, οιονεί «παλαιοημερολογητικό», ερμηνευτικό «αγώνα» έναντι των διατάξεων του Συντάγματος και της εφαρμογής του στην πράξη, «αποθεώνοντας» την σημασία της γραμματικής του, σχεδόν αποκλειστικώς, ερμηνείας.  Όσο και των σύγχρονων «Φαρισαίων» οι οποίοι, ακολουθώντας τα βήματα των βιβλικών «διδασκάλων» τους για την ανεπάρκεια της γραπτής «Τορά» και την ανάγκη υποκατάστασής της μέσω της προφορικής, υπερασπίζονται, κατά περίπτωση και κατά το πολιτικό δοκούν, την ρυθμιστική «ανανέωση» του Συντάγματος μέσω των διατάξεων του κοινού νόμου!  Ταυτοχρόνως δε και την, αναλόγως των περιστάσεων, δήθεν ρυθμιστική «ενδυνάμωση» του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων με την προσφυγή σε θεσμικώς και πολιτικώς «επιτηδευμένες» μεθόδους που καταλήγουν, υποδορίως, στην υιοθέτηση μορφών ελέγχου όχι της συνταγματικότητας των νόμων αλλά της νομιμότητας του Συντάγματος.