Π.ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ: Είχα τη χαρά ν’αρχίσω τις συνομιλίες με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας τον φίλο κ.Rosen Plevneliev και θέλω να τονίσω ότι πέρα από την εγκαρδιότητα αυτό που διαπίστωσα – και είναι κοινός τόπος – συνίσταται στο ότι οι συζητήσεις μας δεν περιεστράφησαν τόσο σε διμερή θέματα, όσο στη φιλία που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια. Και στο ότι μπορούμε από κοινού – βεβαίως και σε συνεργασία και με άλλους εταίρους στην περιοχή μας αλλά κυρίως μεταξύ μας – να αντιμετωπίσουμε τις μεγάλες προκλήσεις που ανοίγονται. Kαι τις οποίες οφείλουμε να τις αντιμετωπίσουμε μαζί, αφού έχουμε σημαντική κοινότητα πνεύματος και κοινούς στόχους.
Τόνισα πριν και το επαναλαμβάνω: Οι διμερείς μας σχέσεις είναι εξαιρετικές, τα προβλήματα είναι ελάχιστα και επιλύονται μάλιστα σε πολύ κατώτερο επίπεδο, όχι σ’αυτό το επίπεδο, στο οποίο σήμερα συζητήσαμε. Έχουμε πολύ περισσότερα κοινά με τη Βουλγαρία. Και αυτό οφείλεται στο ότι πρώτον είμαστε καλοί γείτονες εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Οι εποχές των αντιπαραθέσεων, των αμφισβητήσεων σε μεγάλα εθνικά θέματα έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Δεύτερον, είμαστε Εταίροι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, νατοϊκοί σύμμαχοι και επομένως, μπορούμε να δούμε ακριβώς με βάση αυτή μας την προοπτική, και τη συμμαχία μας και τους κοινούς αγώνες που έχουμε να δώσουμε στο πλαίσιο των αρχών και των αξιών της Ατλαντικής Συμμαχίας. Κυρίως όμως, είμαστε ισότιμοι Ευρωπαίοι Εταίροι. Και στο πλαίσιο αυτό μοιραζόμαστε μαζί το ευρωπαϊκό όραμα, τις επιδιώξεις που πρέπει να έχει η ΕΕ απέναντι στις μεγάλες προκλήσεις τις οποίες ζούμε και σήμερα.
Θέλω να υπενθυμίσω ότι πάντοτε στηρίξαμε, στηρίζουμε και θα στηρίζουμε τη Βουλγαρία στα ευρωπαϊκά ζητήματα. Το πράξαμε κατά την είσοδο της Βουλγαρίας στην ΕΕ. Θέλω να τονίσω επίσης ότι δεν μπορούμε να καταλάβουμε για ποιο λόγο καθυστερεί σήμερα η οριστική επέκταση της Ζώνης Σένγκεν στη Βουλγαρία. Πληροί όλες τις προϋποθέσεις η Βουλγαρία, αυτό είναι γνωστό, σ’αυτό έχει συμμετάσχει και η Ελλάδα, και επομένως, καλό θα ήταν τα όργανα της ΕΕ να έχουν τελειώσει μ’αυτήν την εκκρεμότητα. Γιατί, τονίζω, η Βουλγαρία πληροί όλες τις προϋποθέσεις που απαιτεί το ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, στον τομέα αυτόν.
Όπως επίσης, θα ζητούσα και ζητώ από τον φίλο Πρόεδρο, από τον Βουλγαρικό Λαό, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, να αντιμετωπίσουμε από κοινού το μεγάλο ζήτημα που αφορά την Κύπρο. Για μας, το Κυπριακό δεν είναι μόνο ένα ζήτημα που μας αγγίζει εθνικά. Είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ξεπερνά μάλιστα και τα όρια της ΕΕ, όπως είναι γνωστό. Αλλά, πρωτίστως, είναι ευρωπαϊκό ζήτημα. Και το Κυπριακό, με βάση τις αρχές του ευρωπαϊκού δικαίου και των ευρωπαϊκών θεσμών, πρέπει να λυθεί μ’έναν τρόπο συμβατό απολύτως με τις ευρωπαϊκό κεκτημένο. Πρέπει δηλαδή, η επίλυση του προβλήματος να βασίζεται στην επανένωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά πάνω σε βάσεις οι οποίες είναι συμβατές με το ευρωπαϊκό θεσμικό και πολιτικό κεκτημένο. Γιατί δεν είναι νοητό η Κύπρος να καταλήξει σ’ένα Κράτος π.χ. Συνομοσπονδιακό, το οποίο δεν θα μπορούσε να βαδίζει στη διεθνή κοινότητα, ιδίως στην ΕΕ και στον στενό πυρήνα της, στην Ευρωζώνη.
Αυτά πρέπει να τα αντιληφθεί και η τουρκοκυπριακή πλευρά και η Τουρκία η ίδια, η οποία όλοι γνωρίζουμε ότι βρίσκεται πίσω από τη στήριξη που παρέχει στην τουρκοκυπριακή πλευρά και ίσως να τονίζει λίγο αυτή την αδιαλλαξία που εμφανίζει. Και θέλω να πιστεύω ότι με την καλή πίστη του κ.Αναστασιάδη και ο κ.Ακιντζί θα προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στηρίζοντας αυτές τις αρχές. Γιατί δεν μπορώ να φαντασθώ ότι Τουρκοκύπριος θα ήθελε να δει την Κύπρο, την Κυπριακή Δημοκρατία δηλαδή, εκτός της ΕΕ και εκτός του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης.
Είπα πριν ότι οι σχέσεις μας είναι εξαιρετικά καλές, η συνεργασία μας είναι εξαιρετικά καλή και αυτό φαίνεται γενικότερα και από τις τρέχουσες εξελίξεις. Θα πάρω μόνον το παράδειγμα, το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό, ότι πριν από λίγες μέρες στη Σόφια υπογράφηκε η Τελική Επενδυτική Απόφαση για τον Διασυνδετήριο Αγωγό Φυσικού Αερίου μεταξύ Ελλάδας-Βουλγαρίας, Βουλγαρίας-Ελλάδας. Αυτό είναι ένα εμβληματικό πραγματικά έργο ενεργειακό, το οποίο όχι μόνο μπορεί να βοηθήσει ολόκληρη την περιοχή, αλλά στην κυριολεξία μπορεί να βοηθήσει – όπως το αξίζουν άλλωστε οι δύο Χώρες μας – να γίνουν ενεργειακοί κόμβοι σε ό,τι αφορά όλα τα θέματα ενέργειας και όχι μόνον του φυσικού αερίου.
Η οικονομική μας συνεργασία είναι εξαιρετική. Εξαιρετική συνεργασία που φαίνεται από το γεγονός ότι πάνω από 11.500 ελληνικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στη Βουλγαρία. Είναι τεράστιος αριθμός, που δείχνει πόσο καλές είναι οι σχέσεις μας στο οικονομικό επίπεδο. Και αυτές οι σχέσεις μπορούν να βελτιωθούν. Επειδή τίποτα δεν παραμένει στάσιμο, οι πολύ καλές μας σχέσεις μπορούν να γίνουν καλύτερες. Ευελπισθούμε ότι αυτό είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με το ότι κάνουμε τις σχέσεις μας πιο στενές. Και ένας καλός τρόπος, κύριε Πρόεδρε, είναι να αξιοποιήσουμε τη σύγκληση του 3ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, που θα γίνει το 2016 εδώ, στη Σόφια. Από τη δική μας πλευρά, εκπονούμε ένα Σχέδιο Δράσης και ελπίζω να το ενστερνισθεί και η Βουλγαρία, έτσι ώστε μέσα απ’αυτό να προχωρήσουμε ακόμη περισσότερο σ’όλες μας τις σχέσεις. Οφείλουμε να κάνουμε ακόμη καλύτερη τη συνεργασία, γιατί – όπως σας είπα – τίποτα δεν είναι οριστικό, αλλά μπορούμε να το βελτιώνουμε συνεχώς, αφού έχουμε να αντιμετωπίσουμε τεράστιες προκλήσεις οι δύο Χώρες. Και ως γειτονικές χώρες και ως χώρες του ΝΑΤΟ και ως Ευρωπαίοι Εταίροι.
Έχουμε να αντιμετωπίσουμε την τεράστια πρόκληση που αφορά το Προσφυγικό, το οποίο είναι το μείζον ζήτημα στον Πλανήτη αυτή τη στιγμή. Και αναμφισβήτητα είναι το μείζον ζήτημα στο πλαίσιο της ίδιας της ΕΕ. Επιτέλους, κατάλαβε η ΕΕ ότι το μέτρο της ΕΕ, το κέντρο βάρους, δεν είναι το νόμισμα και η οικονομία, αλλά είναι ο Άνθρωπος.
Άλλη μεγάλη κρίση και πρόκληση που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι το τεράστιο ζήτημα της τρομοκρατίας. Το απεχθές αυτό πρόσωπο της τρομοκρατίας, το εγκληματικό πρόσωπο της τρομοκρατίας. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους τρομοκράτες. Ενώ τους πρόσφυγες πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε με όρους ανθρωπισμού, που ταιριάζει στον ελληνικό, βουλγαρικό και ευρωπαϊκό πολιτισμό, ενώ εκεί πρέπει να υπερασπισθούμε τον Άνθρωπο, πρέπει να είμαστε αμείλικτοι απέναντι στους τρομοκράτες. Γιατί οι τρομοκράτες είναι εχθροί της ανθρωπότητας, εχθροί του Δυτικού Πολιτισμού, εχθροί του Ανθρώπου και της Δημοκρατίας. Και αυτό μπορούμε οι δυο Λαοί, γείτονες, με τη συνεργασία μας, να το καταφέρουμε.
Όπως επίσης, άλλη πρόκληση είναι οι διάφορες περιφερειακές κρίσεις, οι οποίες υπάρχουν. Περιφερειακή κρίση π.χ. στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή. Πρέπει να τελειώσει και αυτή η περιπέτεια του πολέμου στη Συρία. Είναι αδιανόητος, και ευτυχώς που ενεργοποιήθηκαν οι δυνάμεις της Ευρώπης. Διότι, κύριε Πρόεδρε, πιστεύω ότι μόνο η Ευρώπη είναι εκείνη που μπορεί να πάρει πάνω της το ζήτημα του τέλους του πολέμου στη Συρία. Γιατί – δεν υποτιμώ κανέναν – και οι άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι οι ΗΠΑ, η Ρωσία, μπορούν να συμβάλουν. Αλλά, τον πόλεμο στη Συρία και το τέλος του το βλέπουν με όρους γεωπολιτικούς. Ενώ για την Ευρώπη είναι ένα υπαρξιακό, ανθρώπινο πρόβλημα. Το βλέπουμε με όρους Ανθρώπου και Δημοκρατίας. Γι’αυτό είναι η ικανότερη και καταλληλότερη να θέσει τέρμα στον πόλεμο αυτό. Και εκεί μπορούμε να συμβάλουμε με τις δικές μας δυνάμεις, από τη δική μας πλευρά. Έχουμε τη δυνατότητα να το κάνουμε.
Υπάρχει και ένα τελευταίο ζήτημα που ανέφερα, το πρόβλημα που σχετίζεται με την παγκόσμια οικονομική κρίση, αλλά και ευρωπαϊκή οικονομική κρίση. Μην αυταπατώμεθα. Βεβαίως, στην Ελλάδα αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε ένα τεράστιο ζήτημα. Ξέρουμε επίσης τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Βουλγαρία, παρά τις προόδους τις οποίες κάνει. Αλλά, εδώ, πρέπει να αντιληφθούμε όλοι ότι το ζήτημα της οικονομίας είναι ένα ζήτημα που αντιμετωπίζει όλη η Ευρωζώνη, εξαιτίας του ότι φαίνεται πως η πολιτική λιτότητας δεν οδηγεί πουθενά. Δεν θα χρησιμοποιήσω δικές μου διαπιστώσεις. Θα χρησιμοποιήσω διαπιστώσεις του κ.Γκάμπριελ, ο οποίος πρόσφατα, στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής, ο ίδιος ομολόγησε ότι αυτή η πολιτική λιτότητας είναι υπαίτια για την άνοδο του Κόμματος της Μαρί Λεπέν στη Γαλλία. Εδώ έχουμε μια ομολογία ότι επιτέλους αυτή η πολιτική λιτότητας είναι αδιέξοδη. Πρέπει να υποκατασταθεί, σε πολλά και σημαντικά θέματα, με μια αναπτυξιακή πολιτική, που θα στηρίξει το κοινωνικό κράτος.
Έχουμε, λοιπόν, όλες αυτές τις προκλήσεις να αντιμετωπίσουμε που, στην κυριολεξία, μας ενώνουν, κύριε Πρόεδρε, πολύ περισσότερο ως λαούς για να προχωρήσουμε και μέσα από τη δύναμη που μας δίνει η ευρωπαϊκή μας προοπτική και η συμμετοχή μας στο μεγάλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, μπορούμε να συμβάλουμε τα μέγιστα και σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό μέλλον των γειτόνων μας. Μπορούμε να δούμε π.χ. το ζήτημα των γειτόνων μας στα Δυτικά Βαλκάνια. Είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής. Αλλά, εδώ, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Και μιλάω για το ζήτημα της FYROM: Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι βεβαίως είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής, αλλά επειδή υπάρχουν οι ευρωπαϊκές αρχές και αξίες, οι Εταίροι που θέλουν να μπουν στην ΕΕ, πρέπει να μάθουν να σέβονται το θεσμικό ευρωπαϊκό κεκτημένο και κυρίως, να σέβονται την Ιστορία. Δεν είναι δυνατόν να ζήσουμε, να συμβιώσουμε και να επιβιώσουμε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης με όρους παραχάραξης της Ιστορίας. Αυτό πρέπει να το αντιληφθούν. Όπως, επίσης, είμαστε υπέρ του ευρωπαϊκού μέλλοντος της Τουρκίας, εφόσον το θέλει και εκείνη και το επιδιώκει. Και εφόσον βεβαίως, και εκείνη σέβεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο θεσμικό και πολιτικό. Εφόσον σέβεται π.χ. το σύνολο του διεθνούς δικαίου, γραπτού και εθιμικού, το οποίο αφορά τα ανοιχτά ζητήματα που δεν έχει η Ελλάδα με την Τουρκία, αλλά η Τουρκία με την Ελλάδα. Ανέφερα το ζήτημα της Κύπρου προηγουμένως, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Αλλά, σε ό,τι αφορά την είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ είναι σαφές ότι οφείλει να σεβαστεί σε όλη τη διάρκεια της ενταξιακής διαδικασίας το σύνολο του διεθνούς δικαίου, γραπτού και εθιμικού, το σύνολο του ευρωπαϊκού δικαίου – ιδίως το θέμα του Κράτους Δικαίου και των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Να τελειώσω, γιατί δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, είναι πράγματα γνωστά. Θέλω να τονίσω ότι είναι αξιέπαινη για έναν ακόμη λόγο η Βουλγαρία στη σημερινή εποχή. Έχει δύο Προεδρίες αυτή την περίοδο πολύ σημαντικές, κύριε Πρόεδρε, για τις οποίες και συγχαίρω τη Βουλγαρία. Και είμαι βέβαιος ότι οι Προεδρίες αυτές θα είναι αντάξιες των δυνατοτήτων της Βουλγαρίας. Μιλάω για την Προεδρία της Διαδικασίας Συνεργασίας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Νομίζω ότι μπορούν να γίνουν πολλά βήματα και εμείς θα συμβάλουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα στηρίζει την εγκατάσταση της Γραμματείας αυτής της Συνεργασίας στη Βουλγαρία, στη Σόφια. Και επίσης, θέλω να σας συγχαρώ για την Προεδρία την οποίαν θα ασκήσετε σε επίπεδο Συμβουλίου Υπουργών και Συμβουλίου της Ευρώπης. Εκεί μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα η Βουλγαρία στην τόνωση συγκεκριμένων δικαιωμάτων τα οποία πάσχουν, όπως είναι τα κοινωνικά δικαιώματα.
Ευχαριστώ και πάλι, κύριε Πρόεδρε, για την υποδοχή. Ευχαριστώ πάρα πολύ για την πολιτική σας. Αυτήν την πολιτική ανοιχτών οριζόντων. Ευχαριστώ πολύ για την ευαισθησία και την νοοτροπία την καθαρώς ευρωπαϊκή, η οποία βοηθάει τα μέγιστα τη Χώρα σας να πρωτοπορεί στο πλαίσιο των Βαλκανίων. Και θέλω να τονίσω ότι σ’αυτήν την προσπάθεια πρέπει να συνεργασθούμε επίσης και με τη Ρουμανία. Είμαστε Εταίροι και μπορούμε και οι τρεις μας στο πλαίσιο της τριμερούς συνεργασίας να αναπτύξουμε περισσότερο τις σχέσεις μας. Να είσθε βέβαιος, κύριε Πρόεδρε, ότι εδώ έγινε μία αρχή. Αλλά είναι μόνο μία αρχή. Έχουμε πολλά να κάνουμε μαζί και σκεπτόμενοι και πράττοντες μαζί. Θα τα συνεχίσουμε. Η επόμενη συνάντησή μας θα είναι στην Αθήνα και θα ήθελα απλώς να πω ότι οι συναντήσεις μας, από εδώ και πέρα, δεν θα είναι γεγονός. Γιατί θα είναι συχνές και, εν πάση περιπτώσει, θα είναι ανάμεσα σε δύο Χώρες που αισθάνονται Αδερφές Χώρες, στην κυριολεξία.-