Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκόπη Παυλόπουλου κατά την ανακήρυξή του ως επίτιμου Διδάκτορα της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών

Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας
στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης

Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας, βασική αντηρίδα του κράτους δικαίου και της συνακόλουθης αρχής της νομιμότητας, κατοχυρώνονται σήμερα συνταγματικώς στις περισσότερες έννομες τάξεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η συνταγματική κατοχύρωση ενισχύεται ουσιωδώς από την αντίστοιχη κατοχύρωση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας στο πλαίσιο της έννομης τάξης της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ως άνω θεσμική ενίσχυση κι επικουρία του ευρωπαϊκού δικαίου είναι τόσο περισσότερο σημαντική, όσον από την μια πλευρά η κατοχύρωση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας συνδέεται ευθέως με το «ευρωπαϊκό κράτος δικαίου.». Ενώ, από την άλλη πλευρά, η «ευρωπαϊκή» θεσμοθέτησή του προκύπτει από τις διατάξεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου.

Ι. Το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας ως θεσμική εγγύηση του «ευρωπαϊκού κράτους δικαίου».
Υφίσταται ευθεία σύνδεση του κατά την ευρωπαϊκή έννομη τάξη δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας με το «ευρωπαϊκό κράτος δικαίου». Ειδικότερα:

Α. Η ευθεία αυτή σύνδεση συνίσταται στο ότι -όπως γίνεται δεκτό γενικώς για το κράτος δικαίου- και κατά τον πυρήνα του ευρωπαϊκού θεσμικού κεκτημένου το αντίστοιχο κράτος δικαίου προϋποθέτει την θέσπιση:

1. Κανόνων πλαισίωσης της δράσης των ευρωπαϊκών οργάνων, ιδίως δε των οργάνων που ανήκουν στην εκτελεστική εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Κανόνων που καθιερώνουν κατάλληλους κυρωτικούς μηχανισμούς, σε περίπτωση παραβίασης του ευρωπαϊκού δικαίου εκ μέρους των οργάνων αυτών. Και, κατ’ επέκταση, των οργάνων των κρατών-μελών που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου. Πρωτεύουσα θέση μεταξύ των ως άνω κυρωτικών μηχανισμών καταλαμβάνει, πάντοτε κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), η αποτελεσματική λειτουργία δικαστικών θεσμών, οι αποφάσεις των οποίων είναι εξοπλισμένες με ανάλογη δύναμη δεδικασμένου. Είτε οι θεσμοί αυτοί εντάσσονται στο πλαίσιο της, stricto sensu, ευρωπαϊκής έννομης τάξης είτε ακόμη και στο πλαίσιο των έννομων τάξεων των κρατών-μελών, καθ’ ό μέτρο τα δικαιοδοτικά τους όργανα εφαρμόζουν διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου.

Β. Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο κατοχυρώνεται και από το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Με την έννοια ότι, αρχικώς, προέκυψε μεσ’ από γενική αρχή που, κατά την ιεραρχία των κανόνων του ευρωπαϊκού δικαίου, εντάσσεται στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Η γενική αυτή αρχή ανήκει στην κατηγορία εκείνων που το ΔΕΕ συνάγει πρωτίστως από τις κοινές στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης παραδόσεις, οι οποίες στοιχειοθετούν το «ευρωπαϊκό κοινοδίκαιο» («jus commune europaeum»). Τώρα πια όμως το ως άνω δικαίωμα κατοχυρώνεται από το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί πλέον αναπόσπαστο τμήμα της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Ειδικότερα:

1. Υπό την κατά τ’ ανωτέρω μορφή του, και με το προμνημονευόμενο περιεχόμενο, το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας θεμελιώνεται και σε γενική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου. Και τούτο, κυρίως, διότι:
α) Αρχικώς δεν έβρισκε γραπτή, τουλάχιστον ρητή, καθιέρωση σε μια ή και περισσότερες διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου.
β) Αυτό προκύπτει από την πρώιμη νομολογία του ΔΕΕ, η οποία μάλιστα προσδιόρισε ακριβέστερα τόσο την ουσία του όσο και τη νομική του κατοχύρωση.

2. Μολονότι το ΔΕΕ θα μπορούσε να θεμελιώσει το ως άνω δικαίωμα σ’ «ενδογενή» γενική αρχή, και συγκεκριμένα στην αρχή του κράτους δικαίου και της νομιμότητας -στο μέτρο που η δικαστική προστασία αποτελεί, κατ’ αποτέλεσμα, κυρωτικό μηχανισμό του κράτους δικαίου- απέφυγε να υιοθετήσει μια τέτοια τακτική. Και τούτο, ίσως, διότι θεώρησε πως το θεμέλιο του κράτους δικαίου θα ήταν πολύ γενικό και αόριστο για να προσφέρει ασφαλή νομική βάση. Έτσι, επιδίωξε μια πιο εξειδικευμένη και οριοθετημένη θεμελίωση. Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, ως γενική αρχή, ανήκει στην κατηγορία των «εξωγενών» γενικών αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου. Πραγματικά το ΔΕΕ, προκειμένου να προχωρήσει στη συναγωγή της, στράφηκε όχι στο stricto sensu ευρωπαϊκό δίκαιο, πρωτογενές και παράγωγο, αλλά σ’ έννομες τάξεις που βρίσκονται εκτός της αντίστοιχης ευρωπαϊκής, επικοινωνούν όμως, με την έννοια της αλληλεπίδρασης, μ’ αυτή. Μάλιστα το ΔΕΕ υιοθετεί την άποψη, ότι η συναγωγή της γενικής αρχής που θεμελιώνει το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας καθίσταται δυνατή μέσ’ από την προσφυγή όχι απλώς σε μια, αλλά σε δύο ενότητες κανόνων δικαίου, με τις οποίες η ευρωπαϊκή έννομη τάξη τελεί σ’ επικοινωνία. Έτσι, το ΔΕΕ συνήγαγε τη γενική αυτή αρχή προσφεύγοντας κυρίως:
α) Στις κοινές στα κράτη-μέλη συνταγματικές παραδόσεις. Πρόκειται για το τμήμα εκείνο του «ευρωπαϊκού κοινοδικαίου», το οποίο συντίθεται από τους κοινούς, στα επιμέρους κράτη-μέλη, κανόνες του συνταγματικού δικαίου. Ιδίως δε εκείνους που αφορούν τη διακήρυξη και εγγύηση της άσκησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η αναφορά του ΔΕΕ στις «κοινές στα κράτη-μέλη συνταγματικές παραδόσεις», για τη θεμελίωση της προαναφερόμενης γενικής αρχής του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο θεσμός της δικαστικής προστασίας κατοχυρώνεται πράγματι, τουλάχιστον στα περισσότερα κράτη-μέλη, συνταγματικώς, είτε αμέσως είτε εμμέσως. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι το γεγονός πως το ως άνω δικαίωμα δικαστικής προστασίας δεν απαντάται, ενδεχομένως, αμέσως ή εμμέσως, σ’ όλες τις συνταγματικές τάξεις των κρατών-μελών δεν μπορεί ν’ αποτελέσει εμπόδιο για τη συναγωγή σχετικής γενικής αρχής.
β) Στην ΕΣΔΑ. Και, συγκεκριμένα, στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της Σύμβασης που διευκρινίζονται στον επίλογο.

3. Η γενική αυτή αρχή έχει, λοιπόν, ίση τυπική ισχύ προς εκείνη των λοιπών κανόνων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου. Τούτο βεβαίως δεν σημαίνει ότι μπορεί να καταργήσει ακόμη και διατάξεις του τμήματος αυτού της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Απλώς συνυπάρχει μ’ αυτό, συμπληρώνοντας τα ενδεχόμενα κενά του.

4. Μετά το 2000, το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας βρίσκει πλέον έρεισμα σε ρητές διατάξεις του ευρωπαϊκού δικαίου.
α) Πρόκειται για τις διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που υπογράφηκε στη Νίκαια την 7η Δεκεμβρίου 2000. Και διακηρύχθηκε εκ νέου την 14η Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να προσαρμοσθεί στα δεδομένα της Συνθήκης της Λισαβόνας. Η τελευταία κωδικοποίησή του εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2010. Επισημαίνεται ότι μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, την 1η Δεκεμβρίου 2009, ο ως άνω Χάρτης απέκτησε, στο σύνολό του, νομικώς δεσμευτική ισχύ και έχει το ίδιο κύρος με τις Συνθήκες, όπως προκύπτει ευθέως από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΣΕΕ. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται πλέον παγίως και η νομολογία του ΔΕΕ, κατά την οποία τα θεμελιώδη δικαιώματα του Χάρτη έχουν καταρχήν εφαρμογή σ’ όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (ΔΕΕ, απόφαση της 30 Απριλίου 2014, C-390/12, Robert Pfleger κ.λπ., σκ. 33 επόμ., ΔΕΕ, απόφαση της 15 Ιανουαρίου 2014, C-176/12, Association de mediation sociale, σκ. 42, ΔΕΕ, απόφαση της 26 Φεβρουαρίου 2013, C-617/10, Åkerberg Fransson, σκ. 19-23).
β) Άρα, σήμερα το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας προκύπτει και από τις ρητές διατάξεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου που περιλαμβάνονται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Κατά τις διατάξεις αυτές: «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Κάθε πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να συμβουλεύεται δικηγόρο και να του αναθέτει την υπεράσπιση και εκπροσώπησή του. Σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, παρέχεται δικαστική αρωγή, εφόσον η αρωγή αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλισθεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη».

ΙΙ. Οι συνιστώσες του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας στο ευρωπαϊκό δίκαιο.
Συνάγοντας κι ερμηνεύοντας, στη συνέχεια, την γενική αρχή που κατοχυρώνει το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη -φυσικά πριν στηριχθεί στις ρητές προβλέψεις του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου- το ΔΕΕ οδηγήθηκε σταδιακώς στην αναγνώριση της κατοχύρωσης τόσο της οριστικής όσο και της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η νομολογιακή του πορεία προς την κατεύθυνση αυτή υπήρξε σταδιακή μεν, πλην όμως αρκούντως ταχεία. Τούτο προκύπτει με βάση την παρακολούθησή της από τις απαρχές ως τη παγίωσή της.

Α. Τα νομολογιακά δεδομένα.
Το ΔΕΕ, όπως προκύπτει από την ανάλυση της νομολογίας του, ασχολήθηκε αρκετά ενωρίς με την ανάγκη δικαστικής προστασίας εκείνων, οι οποίοι πλήττονται από την εκ μέρους των οργάνων των κρατών-μελών, αλλά και της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραβίαση διατάξεων του ευρωπαϊκού δικαίου που θεμελιώνουν υπέρ αυτών δικαιώματα ή έννομα συμφέροντα. Ειδικότερα, το θέμα αντιμετωπίσθηκε αρχικώς κυρίως από δύο αποφάσεις: Την Salgoil (19.12.1968) και Bozzetti (9.7.1985). Στο πλαίσιο των αποφάσεων αυτών, έγινε δεκτό ότι: «Εναπόκειται στην έννομη τάξη κάθε κράτους-μέλους να προσδιορίσει το δικαστήριο που είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί διαφορών, στο πλαίσιο των οποίων διακυβεύονται ατομικά δικαιώματα απορρέοντα από την κοινοτική έννομη τάξη. Εννοείται, πάντως, ότι τα κράτη-μέλη έχουν, σε κάθε περίπτωση, την ευθύνη διασφάλισης αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων αυτών».

Β. Η αποκρυστάλλωση της νομολογίας.
Η ανωτέρω νομολογιακή κατασκευή ολοκληρώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε -όπως προκύπτει και από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΕ, Unibet (13.3.2007) και Impact (15.4.2008)-μέσ’ από τις δύο επόμενες αποφάσεις: Την Johnston (15.5.1986) και την UNECTEF (15.10.1987). Στην τελευταία αυτή υπόθεση είχε τεθεί και το ζήτημα του δικαιώματος ελεύθερης πρόσβασης στην απασχόληση, κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο. Το ΔΕΕ έκρινε, μεταξύ άλλων, και ότι: «Εφόσον η ελεύθερη πρόσβαση στην απασχόληση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα, παρεχόμενο από τη Συνθήκη ή ατομικώς σε κάθε εργαζόμενο της Κοινότητας, η ύπαρξη δυνατότητας άσκησης ένδικων μέσων κατά οποιασδήποτε απόφασης εθνικής αρχής, με την οποία δεν αναγνωρίζονται τα ευεργετικά αποτελέσματα του δικαιώματος αυτού, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για τη διασφάλιση στους ιδιώτες της αποτελεσματικής προστασίας του δικαιώματός τους.[…] Η απαίτηση αυτή αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, απορρέουσα από τις κοινές στα κράτη-μέλη συνταγματικές παραδόσεις και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών».

Τέλος, την περαιτέρω θωράκιση της συνταγματικής κατοχύρωσης του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας στην έννομη τάξη κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζει το διεθνές δίκαιο. Εμβληματικές διατάξεις του είναι κυρίως εκείνες των άρθρων 6 παρ. 1 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δοθέντος ότι κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. την απόφαση της 26.2.2013, C-617/10, Akerberg Fransson) η ως άνω Σύμβαση συνιστά θεμελιώδη «πηγή έμπνευσης» του ΔΕΕ προς συναγωγή γενικών αρχών, οι οποίες συμπληρώνουν το ευρωπαϊκό δίκαιο. Πέραν τούτου το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας αναγνωρίζεται ρητώς και από τις διατάξεις του άρθρου 10 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του ΟΗΕ του 1948.