Σημεία χαιρετισμού του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκόπιου Παυλόπουλου κατά τα εγκαίνια της έκθεσης: «Γκίκας, Craxton, Leigh Fermor. Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα»

Επιτρέψατέ μου να ξεκινήσω αυτό τον σύντομο χαιρετισμό μου με μιαν εξομολόγηση: Τα εγκαίνια της έκθεσης «Γκίκας, Craxton, Leigh Fermor. Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα» μου προκαλούν, ταυτοχρόνως, ανάμεικτα αισθήματα βαθιάς νοσταλγίας μα και μιας ιδιόμορφης μελαγχολίας. Μελαγχολίας η οποία, στο τέλος, αφήνει ένα ίζημα -άδολης, σας διαβεβαιώ- «ζήλειας» που την προκαλεί, ασυναίσθητα, η σύγκριση των δύο εποχών. Τότε, το 1945, όταν ξεκίνησε η γνωριμία και η φιλία των τριών, του Γκίκα, του Craxton και του Leigh Fermor. Και τώρα, που εγκαινιάζεται τούτη η έκθεση. Δύσκολες εποχές και οι δύο, καθεμιά ειδωμένη από την άτεγκτη σκοπιά της αντίστοιχης ιστορικής συγκυρίας. Μόνο που η εποχή του 1945, δύσκολη καθώς είπα, είχε τον ορίζοντα ανοιχτό και τα «πανιά» των ανθρώπων φούσκωναν, αργά αλλά σταθερά, μ’ έναν αέρα αισιοδοξίας ν’ αφήνει πίσω την τραγωδία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Δύσκολη και η δική μας εποχή. Μα έχει -ακόμη τουλάχιστον, και μακάρι τα σημάδια των καιρών ν’ αλλάξουν γρήγορα και δραστικά- τον ορίζοντα κλειστό και τον διατρέχουν αστραπές και καταιγίδες, όχι και τόσο μακρινές.
Η φιλία και η κοινή διαδρομή των τριών μετά το 1945 αποτυπώνεται σε τόπους, οι οποίοι μάλιστα άσκησαν έντονη επιρροή στο έργο καθενός: Η Ύδρα, ο τόπος της πρώτης συνάντησης, αφήνει ανεξίτηλο το άφατο στίγμα της στα πολυεπίπεδα, πολύχρωμα έργα του Γκίκα. Τα Χανιά, από το λιμάνι που αγναντεύει το Κάστρο και το Κρητικό Πέλαγος, «μήτρα» της Μεσογείου, έδωσαν την έμπνευση για τα ζωντανά και ολοφώτεινα έργα του, ούτως ή άλλως ελεύθερου και ατίθασου, πνεύματος του Craxton. Η Καρδαμύλη, το «τέλειο καταφύγιο», σ’ ένα τοπίο απέραντης «τραχειάς» γαλήνης όπου οι ελιές κάνουν την «αποκοτιά» να βρέχουν τις ρίζες τους στο κύμα, οδήγησε την γραφίδα του Leigh Fermor στην τελική -μετά από πολλές περιπλανήσεις ιδίως στα δύσβατα, μα εμβληματικά, μονοπάτια της Αντίστασης στην Κατοχή- περισυλλογή της σοφίας, που έχει ως κοιτίδα και λίκνο την πλήρως απελευθερωμένη ωριμότητα. Τέλος η Κέρκυρα, όπου μετά την πυρκαγιά του σπιτιού της Ύδρας ο Γκίκας μεταμόρφωσε ένα παλιό λιοτρίβι σε κατοικία στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μοιάζει ένα τέλος διαδρομής για τους τρεις. Που, όμως, προϊωνιζόταν την αρχή μιας άλλης πορείας, αυτή τη φορά στον αστερισμό της δίκαιης υστεροφημίας.
Η έκθεση, στα εγκαίνια της οποίας έχω σήμερα τη μεγάλη τιμή να παρευρίσκομαι, είναι ένα «δοξαστικό» αφιέρωμα στη φιλία και το έργο των τριών δημιουργών, τους οποίους «έδεσε» ακόμη πιο πολύ η μοναδική σχέση τους με την Ελλάδα. Έχω χρέος να υπενθυμίσω ότι το όλο εγχείρημα χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Λεβέντη -στο οποίο αξίζουν ειλικρινή συγχαρητήρια- η δε πρώτη εκδοχή της έκθεσης φιλοξενήθηκε, αυτονοήτως, στην Πινακοθήκη Λεβέντη. Το Μουσείο Μπενάκη είναι ένας ενδιάμεσος σταθμός πριν η έκθεση ταξιδέψει, το 2018, στο Βρετανικό Μουσείο, φεύγοντας προσωρινά από την Ελλάδα για να περάσει, ίσως προσκυνηματικά, από την Πατρίδα του John Craxton και του Patrick Leigh Fermor.
Εις το επανιδείν λοιπόν.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ