Σημεία δηλώσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Σερβίας κ.Aleksandar Vučić

Κύριε Πρόεδρε,

Σας ευχαριστώ θερμώς για την πρόσκληση, την οποία που απευθύνατε, να επισκεφθώ την Χώρα σας, την Φίλη Σερβία. Πρόσκληση την οποία αποδέχθηκα αμέσως και ευχαρίστως, δείχνοντας έτσι εμπράκτως την σημασία, την οποία η Ελλάδα αποδίδει στην προώθηση των ήδη άριστων σχέσεων των δύο Χωρών μας. Και θέλω να ευχηθώ, εκ προοιμίου, η επόμενη επίσκεψη του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας να είναι στην Σερβία πλήρες κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

I. Όπως ήδη επισήμανα, οι διμερείς μας σχέσεις είναι εξαιρετικές. Και θα γίνουν ακόμη καλλίτερες μεσ’ από την συνέχιση της προσπάθειας που έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια μεταξύ των Κυβερνήσεων των δύο Χωρών μας. Αυτή η προσπάθεια κορυφώθηκε προσφάτως, στις 13 Ιουλίου τρέχοντος έτους στην Θεσσαλονίκη, όταν και συνήλθε το Πρώτο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας και κατέληξε στην υπογραφή έξη συμφωνιών, μεγάλης οικονομικής -και όχι μόνο- σπουδαιότητας. Επιτρέψατέ μου λοιπόν στην συνέχεια των δηλώσεών μου να αναδείξω δύο άλλα μεγάλα θέματα, τα οποία αφορούν από την μια πλευρά την διαδικασία ένταξης της Σερβίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και, από την άλλη πλευρά, την ευρωπαϊκή προοπτική των λοιπών κρατών της Βαλκανικής Χερσονήσου, τα οποία δεν είναι ακόμη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

II. Όπως έχουμε καταστήσει σαφές όπου δει, η Ελλάδα στηρίζει την ευρωπαϊκή προοπτική της Σερβίας, μέσα από την οικεία ενταξιακή διαδικασία. Και δεν ξεχνάμε ότι η διαδικασία αυτή άρχισε το 2014, επί Ελληνικής Προεδρίας. Αισθανόμαστε δε ιδιαίτερη ικανοποίηση για το ότι στο πλαίσιο της ενταξιακής διαδικασίας της Σερβίας έχουν ανοίξει ήδη δέκα σημαντικά κεφάλαια, πράγμα που αποδεικνύει την συνέπεια της Σερβίας, ως προς τον στόχο της για σύντομη πλήρη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης γνωρίζετε καλά πως η Ελλάδα είναι, ανά πάσα στιγμή, έτοιμη να παράσχει την συνδρομή της στην Σερβία προς αυτή την κατεύθυνση, με την τεχνογνωσία και την εμπειρία μιας Χώρας που έχει ήδη πορεία σχεδόν σαράντα ετών ως πλήρες μέλος της Μεγάλης Ευρωπαϊκής Οικογένειας.

III. Εμείς, οι Έλληνες, πιστεύουμε βαθειά στην ανάγκη της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης μέσω της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις γι’ αυτό. Και η Ευρωπαϊκή Ενοποίηση σημαίνει την δημιουργία μιας Ομοσπονδιακής Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βάση οργάνωσης την Δημοκρατική Αρχή. Άρα μια Ομοσπονδία που θεμελιώνεται στις βάσεις της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και του πλήρους σεβασμού των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Συνακόλουθα δε του πλήρους σεβασμού της αρχής της Αλληλεγγύης, η οποία εκτός από ακρογωνιαίος λίθος της ευρωπαϊκής έννομης τάξης -όπως φαίνεται από τη Διακήρυξη Σουμάν του 1950, που είναι και σήμερα προμετωπίδα του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου- είναι και θεμέλιο του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου. Αυτού του πυλώνα όχι μόνο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης αλλά και του ίδιου του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Άλλωστε αποτελεί κοινή συνείδηση το ότι ένα στιβαρό Κοινωνικό Κράτος Δικαίου είναι απολύτως απαραίτητο για την θωράκιση της κοινωνικής συνοχής εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνακόλουθα δε της αποτελεσματικής αντιμετώπισης όλων εκείνων των μορφωμάτων του νεοναζισμού που εκκολάπτονται, δυστυχώς, σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και που απεργάζονται την κατεδάφιση του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

IV. Στην πορεία προς την δημιουργία αυτής της ενιαίας Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν θέση όλα τα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου. Υπό τον απαράβατο βεβαίως όρο, όπως ήδη τόνισα, ότι σέβονται στο ακέραιο το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους. Άρα το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο στο σύνολό του. Με αυτό τον τρόπο θα προσθέσουμε δημιουργικά την Βαλκανική Χερσόνησο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως Νοτιοανατολική της ισότιμη πλευρά, και όχι ως προβληματική Βαλκανική της ιδιαιτερότητα. Υπ’ αυτό το πνεύμα εμείς, οι Έλληνες, θεωρούμε ότι και οι σχέσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας περνούν μέσ’ από τον πλήρη σεβασμό των αρχών και των κανόνων που καθιερώνει το Ψήφισμα 1244/1999 του Συμβουλίου Ασφαλείας. Και ελπίζουμε το μήνυμα αυτό να είναι αρκούντως κατανοητό. Και το λέω αυτό επειδή ακριβώς ζούμε κρίσιμες στιγμές στην Ευρώπη. Ακριβώς επειδή έχουμε και την εμπειρία του τι συνέβη χθες στην Καταλονία.

V. Οι θέσεις της Ελλάδας ως προς τα θέματα αυτά είναι απολύτως σαφείς και πλήρως προσαρμοσμένες στα δεδομένα του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Το πόσο η Ελλάδα αισθάνεται αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει και από το ότι ακόμη και τα εθνικά της θέματα τα υπερασπίζεται υπό το φως και στην βάση των θεμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Δικαίου εν γένει. Έτσι:
• Ως προς το Κυπριακό -και με την αυτονόητη βεβαίως διευκρίνιση ότι αυτό αποτελεί διεθνές και, κυρίως, ευρωπαϊκό ζήτημα- επιδιώκουμε, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του. Όμως η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα προκαλούσαν στρατεύματα κατοχής και αναχρονιστικές εγγυήσεις τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επιπλέον δε, θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο ως και καταστροφικό προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
• Ως προς τα Ελληνικά σύνορα, μ’ έμφαση σ’ εκείνα του Αιγαίου, η Συνθήκη της Λωζάνης, σύμφωνα με την πεμπτουσία του Διεθνούς Δικαίου, πρέπει να γίνεται απ’ όλους πλήρως σεβαστή. Κάθε αμφισβήτησή της, άμεση ή έμμεση, είναι αδιανόητη και αυτονοήτως απορριπτέα. Πολλώ μάλλον όταν οδηγεί, μέσω της αμφισβήτησης των συνόρων της Ελλάδας, και στην αμφισβήτηση των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο σημείο τούτο πρέπει να επισημάνω ότι εμείς τείνουμε πάντοτε χείρα φιλίας και καλής γειτονίας προς την Τουρκία. Εμείς, οι Έλληνες, θέλουμε μια Τουρκία δημοκρατική, θέλουμε μια Τουρκία ευημερούσα, μια Τουρκία η οποία να έχει ευρωπαϊκή προοπτική. Αλλ’ αυτό προϋποθέτει, για να γίνει πράξη, από την πλευρά της Τουρκίας μια πλήρη, ειλικρινή και έμπρακτη απόδειξη του σεβασμού του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους.
• Προς την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας καθίσταται σαφές ότι όσο επιμένει στην χρησιμοποίηση ονόματος, το οποίο πέραν της προκλητικής παραχάραξης της Ιστορίας αποπνέει αλυτρωτισμό, υπονομεύει την ευρωπαϊκή της προοπτική. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποκλείει υποψήφια κράτη-μέλη τα οποία αμφισβητούν, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, το status quo των συνόρων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρεμφερές είναι και το μήνυμα της Ελλάδας προς την γείτονα Αλβανία: Όταν προβαίνει σε πράξεις, οι οποίες έρχονται σε σαφή αντίθεση προς το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο -όπως π.χ. η πρόσφατη ωμή παραβίαση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και ιδίως της ιδιοκτησίας- υπονομεύει και εκείνη την ευρωπαϊκή της προοπτική.
Πάνω σ’ αυτούς τους άξονες κινούνται και θα κινηθούν οι δύο Χώρες μας, με στόχο να συμβάλλουν ενεργώς τόσο προς την κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης όσο και προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης της Ειρήνης, της Ασφάλειας, της Σταθερότητας και της Διεθνούς Νομιμότητας στην Βαλκανική Χερσόνησο.