To αίτημα για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα είχε, ήδη από το 1943, έναν «απρόσμενο» σύμμαχο στο πρόσωπο του Λόρδου Kenneth Clark, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων Ιστορικών Τέχνης του 20ου αιώνα, κυρίως ως συγγραφέας έργων για την σημειολογία της Ευρωπαϊκής Γλυπτικής και ο οποίος, υπό την ιδιότητά του αυτή, μετείχε στην διοίκηση σημαντικών Βρετανικών Ιδρυμάτων, όπως στο Βρετανικό Μουσείο, στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Εθνικό Θέατρο, στην Βασιλική Όπερα, ενώ, διετέλεσε Έφορος της Βασιλικής Συλλογής των Ανακτόρων του Ουίνδσορ.
Η κατά τ’ ανωτέρω «συνηγορία» του Λόρδου Kenneth Clark, με την οποία ζητά την επιστροφή και την έκθεση των “Ελγινείων” στην Ελλάδα, προκύπτει από τη μελέτη του James Stourton, «Kenneth Clark, Life, Art and Civilisation», στην οποία καταγράφεται επιστολή του K.Clark, με ημερομηνία 3 Σεπτεμβρίου 1943 -ήτοι μέσα στην δίνη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου- προς τον Ιρλανδό Καθηγητή και διάσημο Ιστορικό Τέχνης Thomas Bodkin, η οποία φυλάσσεται στην Tate Gallery του Λονδίνου.
H παραδοχή του αυτή ενισχύει, με ιδιαίτερη έμφαση και εγκυρότητα, το αίτημα της επιστροφής, χαρακτηρίζοντας έτσι την ευγένεια ψυχής και το μέγεθος του πολιτιστικού ήθους που εκπροσωπείο K.Clark, υπερασπιζόμενοςτην Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά και τις ρίζες του Πολιτισμού μας.
Σε αντιδιαστολή έρχεται η συνεχιζόμενη αδιάλλακτη στάση των υπευθύνων του Βρετανικού Μουσείου σήμερα, οι οποίοι αρνούνται να συνομιλήσουν ακόμη και για δανεισμό, πολλώ δε μάλλον για επιστροφή, μη επιδεικνύοντας τον προσήκοντα σεβασμό στην υπεράσπιση της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς και του κοινού μας Πολιτισμού, καθιστώντας εαυτούς αμετανόητους συνεργούς του εγκληματικού πολιτιστικού ανοσιουργήματος του Έλγιν.