Σημεία χαιρετισμού του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου στο 17ο Συνέδριο της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών

H ΔΙΚΑΙΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ

ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Κυρίες και Κύριοι,

Με ειλικρινή αισθήματα σεβασμού και αναγνώρισης της συνεισφοράς της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών, όχι μόνον ως προς την πρόοδο της Νομικής Επιστήμης στην Χώρα μας αλλά και για τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει, σε όλα τα χρόνια λειτουργίας της, με στόχο την ανάδειξη κρίσιμων δυσλειτουργιών του Δικαστικού μας Συστήματος καθώς και την υποβολή επεξεργασμένων προτάσεων για την  εύρυθμη  λειτουργία και  την αποτελεσματική απονομή  της  Δικαιοσύνης, αποδέχθηκα την πρόσκληση ν’ απευθύνω χαιρετισμό στο 17ο Συνέδριό της, με θέμα τις αποκλίσεις και τις συγκλίσεις της Πολιτικής, Ποινικής και Διοικητικής Δίκης. Παρακολουθούσα ανελλιπώς τα συνέδρια της Εταιρείας κατά την διάρκεια της ακαδημαϊκής και δικηγορικής μου σταδιοδρομίας, και ειλικρινώς χαίρομαι που παρευρίσκομαι σήμερα εδώ και υπό την θεσμική μου ιδιότητα, εκείνη του Πρόεδρου της Δημοκρατίας.

I. Το αντικείμενο του Συνεδρίου σας, με θέμα τις αποκλίσεις και τις συγκλίσεις της Πολιτικής, Ποινικής και Διοικητικής Δίκης, είναι ζήτημα άκρως επίκαιρο. Και τούτο διότι αναδεικνύει τον τρόπο, με τον οποίο ο μετασχηματισμός της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας, κατ’ εξοχήν στον καιρό της παγκοσμιοποίησης, επηρεάζει την διαμόρφωση του Κανόνα Δικαίου και, άρα, την απονομή της Δικαιοσύνης. Παλαιότερα, το Διοικητικό, το Ποινικό και το Ιδιωτικό Δίκαιο θεωρούνταν, λιγότερο ή περισσότερο, ως αυτοτελείς και αυτόνομες περιοχές του Δικαίου. Τις τελευταίες, όμως, δεκαετίες έχει αναδειχθεί το φαινόμενο μιας εμφανέστατης όσμωσης μεταξύ των κλάδων του Δικαίου. Πρόκειται για περιοχές Δικαίου, στις οποίες επιμέρους κλάδοι του αναπτύσσουν κανονιστικές συνέργειες, διαλέγονται θεσμικώς, αλληλοεπηρεάζονται και συμπλέκονται στο ευρύτερο πεδίο εφαρμογής των κανόνων τους. Θα επισημάνω, ακροθιγώς και όλως ενδεικτικώς, δύο τέτοιους “Τόπους”:

Α. Εν πρώτοις, τον “Τόπο” της Ρυθμιστικής Διοίκησης, ή του Δημόσιου Δικαίου των Αγορών, που αναδείχθηκε λίαν προσφάτως και οφείλεται στην πρόοδο της οικονομικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο με την Συνθήκη του Μάαστριχτ όσο και με την Συνθήκη της Λισσαβόνας. Το Δίκαιο των Αγορών περιλαμβάνει, ενδεικτικώς, π.χ. το Δίκαιο των Τηλεπικοινωνιών, το Δίκαιο της Ενέργειας, το Δίκαιο της Κεφαλαιαγοράς, το Δίκαιο του Δημόσιου Τραπεζικού Δικαίου, δηλαδή των τραπεζικών αγορών. Ακόμη δε και το Δίκαιο των Προσωπικών Δεδομένων, διότι πρέπει να κατανοηθεί, μετά και την έκδοση του Κανονισμού 2016/679/ΕΕ, ότι το Δίκαιο αυτό δεν εμπίπτει πλέον μόνο στο πεδίο των Ατομικών Δικαιωμάτων, αλλά και στο πεδίο της αγοράς της Πληροφορικής Οικονομίας, δεδομένου ότι ρυθμίζει τις προϋποθέσεις και τις περιστάσεις της ροής και της επεξεργασίας δεδομένων για λόγους εμπορικής ή εν γένει οικονομικής εκμετάλλευσης. Κοινό χαρακτηριστικό των Δικαίων αυτών, στα οποία, φυσικά, εμπεριέχονται οι ουσιαστικές Δημόσιου Δικαίου διατάξεις ρύθμισης των σχετικών αγορών, είναι ότι περιλαμβάνουν, σε μείζονα κλίμακα, πτυχές διοικητικής, ποινικής ή ιδιωτικού δικαίου φύσης, σε περίπτωση παράβασης των ουσιαστικών τους διατάξεων, λόγω του ότι προβλέπουν σύστημα διοικητικών κυρώσεων, σύστημα ποινικών κυρώσεων, ή και συνεπάγονται συνέπειες αστικής φύσης. Τούτο, φυσικά, συνεπάγεται ότι στη σχετική Δίκη, Ποινική, Διοικητική ή Αστική, θα πρέπει, σε περίπτωση αμφισβήτησης της παράβασης μιας ουσιαστικής διάταξης ενός εκ των ενδεικτικώς προμνημονευόμενων Δικαίων, να ερμηνευθούν- κυρίως ή παρεμπιπτόντως- οι ίδιες διατάξεις Δημόσιου Δικαίου για τις ανάγκες εφαρμογής του Δικαίου, το οποίο εμπίπτει στην καθ’ ύλη δικαιοδοσία καθεμιάς Δίκης, μ’ ενδεχόμενο ν’ ανακύπτουν ερμηνευτικές αποκλίσεις και συγκρούσεις. Αλλά και, περαιτέρω, μ’ ενδεχόμενο ν’ ανακύπτει ζήτημα σύμπτωσης Δικαίου, υπό την έννοια της επιρροής του δεδικασμένου μιας δικαιοδοσίας επί της Δίκης που διεξάγεται στο πλαίσιο άλλης δικαιοδοσίας.

Β. Ο δεύτερος “Tόπος”, είναι ο Τόπος των Γενικών Αρχών του Δικαίου. Πρόκειται για τον Τόπο εκείνον, όπου το σύνολο του Δικαίου «βαπτίζεται» μέσα στις συστατικές αρχές συγκρότησης και λειτουργίας της Έννομης Τάξης στο σύνολό της, ανεξαρτήτως εάν αυτές έχουν θεσπισθεί συνταγματικώς. Οπότε, στην περίπτωση αυτή, συνάγονται νομολογιακώς -βεβαίως εμμέσως πλην σαφώς- είτε επιμέρους νομοθετικές διατάξεις ή ακόμη και θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Έννομης Τάξης. Ειδικώς δε, πρέπει να υπενθυμίσω την σημασία που έχει για τον Έλληνα Δικαστή, ο οποίος παραλλήλως είναι και Ευρωπαίος Δικαστής, η άμεση οριζόντια εφαρμογή των Γενικών Αρχών του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο πεδίο των ιδιωτικών διαφορών, και ιδιαίτερα στο πεδίο του εργατικών διαφορών, όπως έχει εφαρμοσθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), με παράλληλη αξιοποίηση διατάξεων του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, όπως η αρχή της μη διάκρισης λόγω ηλικίας ή θρησκεύματος ή φύλου, η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης στην αμοιβή, η αρχή της αναλογικότητας, κ.λπ. (βλ., ενδεικτικώς, τις αποφάσεις ΔΕΕ C-555/07, Kücükdeveci, Συνεκδικασθείσες αποφάσεις C– 596/16 και C-570/16, Bauer, κ.ά.).

II. Βεβαίως, ο εντοπισμός και η επιμέρους ανάλυση των αποκλίσεων και συγκλίσεων των κλάδων Δικαίου και των συνακόλουθων μορφών Δίκης, τις οποίες θ’ αναδείξουν οι επιφανείς προσκεκλημένοι εισηγητές στο Συνέδριό σας, είναι εξόχως σημαντική για τη Νομική Επιστήμη και για την δικαστική πρακτική. Τούτο όμως δεν πρέπει ν’ αποσπά την προσοχή και την επαγρύπνησή μας από τον κοινό παρανομαστή κάθε είδους Δίκης, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για Διοικητική, Πολιτική ή Ποινική. Και αυτός συμπυκνώνει εκείνες τις εγγυήσεις θεσμικής και δικονομικής οργάνωσης της Δίκης, οι οποίες πρέπει, με βάση τις διατάξεις της Εθνικής αλλά και της Διεθνούς Έννομης Τάξης, να διασφαλίζουν την ορθή απονομή της Δικαιοσύνης, την Δίκαιη Δίκη, όπως αυτή νοείται στο σύγχρονο δημοκρατικό Κράτους Δικαίου. Ειδικότερα:

Α. Η ορθή απονομή της Δικαιοσύνης απαιτεί την κατοχύρωση και ενίσχυση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό το Ελληνικό Σύνταγμα, με τις διατάξεις του άρθρου 87, καθιερώνει, εμφατικώς, την αρχή της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, υπό την έννοια της θέσπισης εγγυήσεων για την υπηρεσιακή τους κατάσταση (άρθρα 88-92), την ισοβιότητα (άρθρο 88 παρ. 1) και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη (άρθρο 90), ώστε να μην υπόκεινται σ’ εξαρτήσεις ή επεμβάσεις από την Νομοθετική, την Εκτελεστική αλλά και την ίδια την Δικαστική Εξουσία, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ιδιαίτερα σημαντικές για την πλήρη κατοχύρωση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης είναι η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 2 του Συντάγματος, από την οποίαν συνάγεται το χρέος του Δικαστή να δικάζει κατ’ ουσίαν υποκείμενος μόνο στο Σύνταγμα και τους νόμους -άρα, όντας ανεξάρτητος- αλλά και η διάταξη του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, περί υποχρεωτικής καταχώρησης της μειοψηφίας.

Β. Στο πεδίο δε του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το οποίο συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο στην Εθνική Έννομη Τάξη και, έτσι, ο Εθνικός Δικαστής καθίσταται και Ευρωπαίος Δικαστής, θα πρέπει να μνημονευθεί η διάταξη του άρθρου 19 παράγραφος 1 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ), η οποία ορίζει ότι τα Κράτη-Μέλη πρέπει να προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ουσιαστική προστασία στους τομείς οι οποίοι διέπονται από το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως, επίσης, και οι διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες, πανομοιότυπα με τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία επίσης συνιστά εφαρμοστέο δίκαιο στην Εθνική Έννομη Τάξη, ορίζουν ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικασθεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως. Η απαίτηση δε αυτή περί ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων, όπως έχει κρίνει συναφώς το ΔΕΕ (βλ. C-619/18 Επιτροπή κατά Πολωνίας), αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε Δίκαιη Δίκη. Δικαίωμα, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων, τα οποία ασκούν οι Πολίτες βάσει του Ευρωπαϊκού Δικαίου και για την προάσπιση των κοινών αρχών των Κρατών-Μελών που μνημονεύονται στο άρθρο 2 της ΣυνθΕΕ, ιδίως δε της αρχής του Κράτους Δικαίου. Η έννοια της πραγματικής ή ουσιαστικής δικαστικής προστασίας, όπως έχει κρίνει τόσο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) όσο και το ΔΕΕ, συνεπάγονται την θέσπιση εγγυήσεων περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας και, συνακόλουθα, την θέσπιση κανόνων, ιδίως όσον αφορά την σύνθεση του οργάνου, τον διορισμό των μελών του, την διάρκεια της θητείας τους και τους λόγους εξαίρεσης ή παύσης τους, ώστε οι Πολίτες να μην έχουν καμία εύλογη αμφιβολία ως προς τη στεγανότητα του εν λόγω οργάνου έναντι των εξωτερικών στοιχείων και ως προς την ουδετερότητά του έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων.

Γ. Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι προσφάτως το ΔΕΕ έκρινε πως η Δημοκρατία της Πολωνίας παραβίασε την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών οργάνων, προβλέποντας την εφαρμογή του μέτρου περί μείωσης του ορίου της ηλικίας συνταξιοδότησης των εν ενεργεία δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου (C-619/18, Επιτροπή κατά Πολωνίας), καθώς και ότι οι Γερμανικές Εισαγγελίες δεν παρέχουν εγγυήσεις επαρκούς ανεξαρτησίας, σε σχέση με την Εκτελεστική Εξουσία, ώστε να μπορούν να εκδίδουν ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης [βλ. τις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-508/18 OG (Εισαγγελία του Lübeck) και C-82/19 PPU PI (Εισαγγελία του Zwickau) καθώς και στην υπόθεση C-509/18 PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας)].

Δ. Όμως, η εννοιολογική κατοχύρωση της Δίκαιης Δίκης δεν ολοκληρώνεται, όπως έχει παγίως κρίνει το ΕΔΔΑ, όταν η διάρκεια της δικαστικής εκκρεμοδικίας ξεπερνά τα εύλογα, ανάλογα με τις περιστάσεις, χρονικά όρια και, γενικώς, όταν η απονομή της Δικαιοσύνης δεν είναι αρκούντως ταχεία. Γεγονός που, σε πολλές περιπτώσεις, καταλήγει σε αρνησιδικία.

Στο σημείο αυτό, και συναφώς με τα προλεχθέντα, κλείνω τον σύντομο χαιρετισμό μου αποτίοντας τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον Νικόλαο Δημητρακόπουλο, τον Ευπατρίδη Πολιτικό και τον εμπνευσμένο Νομοθέτη, Υπουργό Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση Βενιζέλου μεταξύ 1910-1912. Έχω αυτονόητο χρέος, και υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, να σταθώ, για μιαν ακόμη φορά, στις βασικές θεσμικές και πολιτικές παρακαταθήκες που μας έχει αφήσει ο Νικόλαος Δημητρακόπουλος: Πρώτον, την παρακαταθήκη του πλήρους σεβασμού της Προσωπικής και Λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών. Μην λησμονούμε, άλλωστε, ότι με νόμο του Νικολάου Δημητρακοπούλου θεσμοθετήθηκε, για πρώτη φορά, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, του οποίου η δικαιοδοσία και αρμοδιότητα επικεντρώνονταν στην προστασία των Δικαστικών Λειτουργών από έξωθεν παρεμβάσεις, κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου, κυρίως δε στην αξιοκρατική αντιμετώπισή τους κατά την διαδρομή του cursus honorum, που καθορίζει την πορεία της σταδιοδρομίας τους ως την κορυφή της Δικαιοσύνης. Και, δεύτερον, την παρακαταθήκη της ανάγκης έγκαιρης και αποτελεσματικής απονομής της Δικαιοσύνης, έτσι ώστε να εξαλειφθεί το φαινόμενο της, λόγω βραδύτητας, αρνησιδικίας. Φαινόμενο, το οποίο δυναμιτίζει, διαβρωτικώς, την εμπιστοσύνη του διαδίκου στην αποστολή των Δικαστικών Λειτουργών, άρα την εμπιστοσύνη του προς το Κράτος Δικαίου και την Αρχή της Νομιμότητας. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Δίκαιη Δίκη, κατοχυρωμένη πολλαπλώς από το Εθνικό, το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο, αποτελεί κορωνίδα του όλου Νομικού μας Πολιτισμού.

Σας ευχαριστώ.