Ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκόπιου Παυλόπουλου κατά το επίσημο δείπνο στο πλαίσιο του International Law Conference που διοργανώθηκε από το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και το American Bar Association στο Μουσείο της Ακρόπολης

Αρχιτεκτονικά Στοιχεία Προεδρικού Μεγάρου

Η ΒΑΡΕΙΑ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ

Εισαγωγή
Η σοβούσα στις μέρες μας παγκόσμια οικονομική κρίση φέρνει σταδιακώς στην επιφάνεια σημαντικότατα, δυστυχώς, συμπτώματα μιας επικίνδυνης παρακμιακής πορείας των θεσμών του κράτους δικαίου.

Α. Αναζητώντας την εξήγηση της κρίσης του κράτους δικαίου.
Υπό τα δεδομένα αυτά η σύγχρονη βαθειά κρίση του κράτους δικαίου έχει διπλή ανάγνωση κι εξήγηση:
1. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι, ούτως ή άλλως, σε πολλά σημεία του Πλανήτη παραμένουν «νησίδες» αστυνομικού κράτους, με την έννοια ότι εξακολουθούν να παρατηρούνται κράτη τα οποία ουδέποτε, από τη δημιουργία τους, οργάνωσαν και εφάρμοσαν θεσμούς κράτους δικαίου, με τις εγγυήσεις που επιβάλλει η δομή και η ποιότητα της σύγχρονης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Σ’ αυτό το, ούτως ή άλλως, επικίνδυνο δημοκρατικό έλλειμμα, το οποίο αποδεικνύει ότι η πορεία του κράτους δικαίου ουδέποτε οδήγησε στην καθολική του διάδοση και επικράτηση, πρέπει να προστεθεί και τούτο: Ακόμη και στα κράτη εκείνα -πρωτίστως στο πλαίσιο των δυτικού τύπου δημοκρατιών- όπου το κράτος δικαίου έφθασε σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο και ως προς τα θεσμικά του θεμέλια και ως προς τις πρακτικές εφαρμογής του, παρατηρείται πλέον, με αφορμή και τις δραματικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, μια εξαιρετικά ανησυχητική τάση αποδυνάμωσης των θεσμικών αλλά και πολιτικών αρμών του.

2. Και η τάση αυτή έχει ως πιο καταλυτικό σύμπτωμα το ότι πλήττει όχι μόνο το ευρύτερο δημοκρατικό κεκτημένο του κράτους δικαίου αλλά τον ίδιο τον πυρήνα του. Ήτοι το θώρακα με βάση τον οποίο, στο πλαίσιο του σύγχρονου κράτους δικαίου, διασφαλίζεται η ολοκληρωμένη προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Και μάλιστα όλων των δικαιωμάτων, ατομικών, κοινωνικών και μικτών. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι κατά τ’ ανωτέρω διαβρωτικές επιπτώσεις συρρικνώνουν περισσότερο το πεδίο άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων. Κλονίζοντας έτσι τα ίδια τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους δικαίου και προαναγγέλλοντας ως και την ουσιαστική κατάρρευσή του, όπως αναλύεται στο όγδοο κεφάλαιο.

Β. Τα αίτια της παρακμιακής πορείας του κράτους δικαίου.
Αναζητώντας τα αίτια της παρακμιακής πορείας του σύγχρονου κράτους δικαίου είναι δυνατό -όχι βεβαίως χωρίς κάποια δόση αυθαιρεσίας- να τα εντάξει κανείς σε δύο, κατά βάση, πεδία:
1. Το θεσμικό και το πολιτικό. Το πρώτο πεδίο αφορά τις εγγενείς αδυναμίες του κράτους δικαίου. Και το δεύτερο τις εξωγενείς εκείνες αδυναμίες, οι οποίες ανακύπτουν από την ως τώρα διαφαινόμενη αδυναμία των δομών του και των πρακτικών λειτουργίας του ν’ αντιταχθούν αποτελεσματικά στην επιχείρηση συρρίκνωσής του, η οποία εκπορεύεται, κατά κύριο λόγο, από την επίθεση των οπαδών της «απορρύθμισης» («dérégulation») και των στόχων τους οποίους εντέλει επιδιώκουν να επιτύχουν. Επισημαίνεται ότι η ανάλυση που ακολουθεί ως προς την πορεία αποδόμησης του κράτους δικαίου αφορά και την αντίστοιχη πορεία του «ευρωπαϊκού κράτους δικαίου».

2. Το γεγονός ότι τα παραδείγματα που εκτίθενται αντλούνται, τουλάχιστον κατά κανόνα, από την ελληνική έννομη τάξη δεν αναιρεί την αξιοπιστία των επιχειρημάτων τα οποία γενικεύουν την ισχύ του και στο σύνολο και της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Και τούτο διότι αφενός η ελληνική έννομη τάξη είναι αναπόσπαστο μέρος της αντίστοιχης ευρωπαϊκής. Και, αφετέρου, διότι η «δεσμική περιδίνηση» της ελληνικής έννομης τάξης, λόγω της έντασής της, ασκεί ευθεία επιρροή σ’ όλη την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ιδίως δε εκείνη που ρυθμίζει κανονιστικώς τη δομή και τη δράση της Ευρωζώνης.

Ι. Οι εγγενείς αδυναμίες του κράτους δικαίου.
Ως εγγενείς περιγράφονται στη συνέχεια οι αδυναμίες εκείνες, οι οποίες απορρέουν από τις ατέλειες, θεσμικές και πολιτικές, του ίδιου του κράτους δικαίου υπό την σύγχρονη εκδοχή του. Υπό όρους συστημικής ανάλυσης, πρόκειται για ατέλειες των επιμέρους στοιχείων του συστήματος του κράτους δικαίου, οι οποίες δεν του επιτρέπουν ν’ αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις συνέπειες της αυξημένης «εντροπίας» του, όπως μάλιστα διεγείρεται από τις επιπτώσεις της δεινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Οι εγγενείς αδυναμίες του κράτους δικαίου πλήττουν τόσο τις τρεις δομικές συνιστώσες του, ήτοι τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία, όσο ακόμη και την αναθεωρητική εξουσία.

Α. Η αναθεωρητική εξουσία.
Η καθοριστική επιρροή των ραγδαίων μεταβολών της κοινωνικής πραγματικότητας, ως υποδομής του θεσμικού εποικοδομήματος, έχει τέτοια δυναμική ώστε προκαλεί αντίστοιχες μεταβολές σ’ επίπεδο συνταγματικών ρυθμίσεων, με τη μορφή της ολοένα και συχνότερης αναθεώρησης του Συντάγματος.
1. Το γεγονός αυτό έχει, βεβαίως, άμεση επίπτωση στην κανονιστική εμβέλεια κι επάρκεια του Συντάγματος, αφού ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά τουλάχιστον των «αυστηρών» Συνταγμάτων, όπως το ελληνικό, συνίσταται στην αντοχή την οποία επιδεικνύουν στο χρόνο. Και τούτο διότι η αντοχή αυτή είναι εκείνη που θωρακίζει, περαιτέρω, την αντίστοιχη κανονιστική ισχύ των κανόνων εφαρμογής τους, φυσικά υποδεέστερης τυπικώς νομικής ισχύος. Αφού είναι φανερό ότι η συχνότητα μεταβολής των συνταγματικών ρυθμίσεων επηρεάζει, κατ’ ανάγκη και εκ των πραγμάτων -και μάλιστα με γεωμετρική πρόοδο- τη συχνότητα αλλαγής των διατάξεων εφαρμογής τους.

2. Το παράδειγμα του ισχύοντος Ελληνικού Συντάγματος τεκμηριώνει την αλήθεια των κατά τ’ ανωτέρω διαπιστώσεων: Είναι βεβαίως αληθές ότι οι αναθεωρήσεις του εμφανίζουν το πλεονέκτημα πως είναι οι μόνες, στην όλη συνταγματική μας ιστορία, οι οποίες έγιναν «lege artis». Ήτοι κατά πλήρη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 110, που οριοθετεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας, και από πλευράς ουσίας και από πλευράς διαδικασίας. Πλην όμως το ότι μέσα σε λιγότερο από σαράντα χρόνια το Σύνταγμά μας αναθεωρήθηκε τρεις φορές -και σήμερα βιώνουμε την προπαρασκευή της τέταρτης αναθεώρησης– καταδεικνύει την πορεία μιας επικίνδυνης σχετικοποίησης του κανονιστικού του πλαισίου. Και μόνο το γεγονός της μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα πρωτεϊκής μεταβολής πολλών, κορυφαίας σαφώς σημασίας, εκτελεστικών του Συντάγματος νόμων αρκεί για να τεκμηριώσει τη βασιμότητα της προηγούμενης διαπίστωσης.

Β. Η νομοθετική εξουσία.
Η παρακμιακή πορεία της νομοθετικής εξουσίας, στο γενικότερο πλαίσιο της σταδιακής πτωτικής τάσης του επιπέδου του κράτους δικαίου, διαγράφεται κυρίως μέσ’ από την κυριαρχία, την οποία φαίνεται πλέον ν’ ασκεί πάνω της η εκτελεστική εξουσία κατά την παραγωγή των κανόνων δικαίου που, σύμφωνα με το Σύνταγμα, ανήκουν στο πλαίσιο άσκησης της αρμοδιότητάς της. Με τον τρόπο αυτόν η νομοθετική εξουσία αποδυναμώνεται λόγω της sui generis επικράτησης, έναντι αυτής, μιας εξουσίας με σαφώς υποδεέστερη δημοκρατική νομιμοποίηση, όπως είναι η εκτελεστική.
1. Καθώς έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, και μάλιστα σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα, ουσιαστικά δεν είναι η νομοθετική εξουσία, η οποία παράγει μέσω προτάσεων νόμων τους κανόνες δικαίου. Είναι περισσότερο η εκτελεστική εξουσία, και συγκεκριμένα η κυβέρνηση, η οποία δια των σχεδίων νόμων επιβάλλει στη Βουλή τις επιλογές της. Και όσο συμπαγέστερες είναι οι πλειοψηφίες, οι οποίες στηρίζουν κοινοβουλευτικώς τις κυβερνήσεις, τόσο η ιδιόρρυθμη αυτή θεσμική επικυριαρχία της εκτελεστικής εξουσίας γίνεται εντονότερη. Σε τελική, δηλαδή, ανάλυση η νομοθετική εξουσία παράγει κανόνες δικαίου «κατ’ εντολή» της εκτελεστικής. Και τα ως άνω θεσμικά δεδομένα αποκτούν ακόμη πιο δυσοίωνες διαστάσεις σε περιπτώσεις -όπως εκείνες που αναδεικνύει η ελληνική εμπειρία στο πλαίσιο θεσμοθέτησης κανόνων δικαίου «μνημονιακής» προέλευσης, στους οποίους είναι αφιερωμένες οι αναλύσεις του επόμενου κεφαλαίου- όπου η εκτελεστική εξουσία δεν ενεργεί καν με αμιγώς ίδια πρωτοβουλία. Αλλ’ αντιθέτως παράγει κανόνες δικαίου λόγω δεσμεύσεων που έχουν επιβληθεί από το διεθνές –ιδίως οικονομικό– περιβάλλον, ως ευθείες επιπτώσεις της δεινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Και εδώ πλέον τίθενται, αμέσως ή εμμέσως, και θέματα δραματικής αλλοίωσης του περιεχομένου της λαϊκής κυριαρχίας, υπό την παραδοσιακή θεσμικοπολιτική μορφή και εμβέλειά της. Αψευδής μάρτυρας αυτής της δικαιοπαραγωγικής ανωμαλίας είναι το ότι ολοένα και πιο σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου η Βουλή νομοθετεί αυτοδυνάμως, ήτοι με δική της πρωτοβουλία, μέσω των προτάσεων νόμων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ελληνική έννομη τάξη: Από το 1974 και ως σήμερα έχουν ψηφισθεί από τη Βουλή πάνω από 4.000 νόμοι. Εξ αυτών μόνον 11 προέρχονται από προτάσεις νόμων, δηλαδή από πρωτοβουλία της Βουλής. Οι λοιποί ψηφίσθηκαν με βάση σχέδια νόμων ή και με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, κατά το άρθρο 44 παρ. 1 του Συντάγματος, δηλαδή ύστερα από πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας. Ειδικώς δε ως προς την αύξουσα συχνότητα έκδοσης πράξεων νομοθετικού περιεχομένου στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης, άκρως ενδεικτικά είναι και τ’ ακόλουθα στοιχεία: Από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος του 1975 και ως το 2010 –δηλαδή υπό «ομαλές» κοινοβουλευτικές συνθήκες, εκδίδονταν κατά μέσον όρο 2-3 πράξεις νομοθετικού περιεχομένου κατ’ έτος. Στη συνέχεια όμως ο ρυθμός έκδοσής τους αυξήθηκε ραγδαίως. Αρκεί να σημειωθεί ότι εντός του 2012 εκδόθηκαν 25 πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, δηλαδή περίπου το 20% του συνόλου από το 1975 ως σήμερα!

2. Σ’ αυτή την δικαιοπαραγωγική επέλαση της εκτελεστικής εξουσίας πρέπει να προστεθεί και η πλημμυρίδα κανόνων δικαίου τους οποίους θεσπίζουν, χωρίς άμεση σύμπραξη της Βουλής, τα επιμέρους όργανά της, κατά την αξιοποίηση της κανονιστικής αρμοδιότητας που τους αναγνωρίζει το Σύνταγμα δια της οδού της προηγούμενης νομοθετικής εξουσιοδότησης. Μιας κανονιστικής αρμοδιότητας, η οποία ασκείται είτε μέσω προεδρικών διαταγμάτων είτε μέσω απλών διοικητικών πράξεων κανονιστικού περιεχομένου, τις οποίες εκδίδουν άλλα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας, πέραν του Προέδρου της Δημοκρατίας. Μάλιστα, και με τις μετριότερες εκτιμήσεις, οι κανόνες δικαίου που έχουν παραχθεί στην Ελλάδα μέσω των κανονιστικών πράξεων αυτής της μορφής είναι πάνω από χίλιες φορές περισσότεροι από τους κανόνες δικαίου, τους οποίους έχει ψηφίσει ως τώρα η Βουλή και με τη μορφή σχεδίων νόμων και με τη μορφή προτάσεων νόμων. Πρέπει βεβαίως στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι στην «έκρηξη» παραγωγής κανόνων δικαίου μέσω κανονιστικών διοικητικών πράξεων ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση έχει συμβάλει και η σταδιακή «χαλάρωση» της νομολογίας ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά την ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύει με ολοένα και μεγαλύτερη ευρύτητα τα κατά τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β´ του Συντάγματος «ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό», για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται να παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση έκδοσης κανονιστικών διοικητικών πράξεων προς άλλα όργανα της διοίκησης. Δηλαδή όργανα πέραν του Προέδρου της Δημοκρατίας και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού, που κατά τις διατάξεις του α´ εδ. της παρ. 2 του άρθρου 43 εξουσιοδοτούνται για την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων.

Γ. Η εκτελεστική εξουσία.
Την αδυναμία της εκτελεστικής εξουσίας ν’ αρθεί πλήρως στο ύψος των θεσμικών και πολιτικών περιστάσεων, προκειμένου να διεκπεραιώσει αποτελεσματικά το ρόλο της στο πλαίσιο υπεράσπισης του σύγχρονου κράτους δικαίου εντείνουν δύο, κατά βάση, φαινόμενα των καιρών μας:
1. Το πρώτο σχετίζεται με την ακατάσχετη πολυνομία, όπως συνηθίζεται κοινώς να χαρακτηρίζεται η, κατά τ’ ανωτέρω, συνεχώς εντεινόμενη δραστηριότητα παραγωγής κανόνων δικαίου, κυρίως μέσω νόμων και κανονιστικών διοικητικών πράξεων. Όπως είναι φυσικό, η πολυνομία αυτή ασκεί διαλυτική επιρροή στην ίδια την κανονιστική ισχύ του κανόνα δικαίου. Ενώ, από την άλλη πλευρά, υποσκάπτει εκ γενετής τη συνείδηση δικαίου, την οποία πρέπει να διαθέτει και το διοικητικό όργανο αλλά και ο κάθε πολίτης, προκειμένου να εφαρμόσουν αποδοτικά τις ρυθμίσεις που απευθύνονται σ’ αυτούς μέσ’ από το θεσμικό πλαίσιο του κράτους δικαίου.

α) Είναι προφανές πως η πολυνομία οφείλεται, κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της, στην ταχύτατη μεταβολή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, οι οποίες συνιστούν την υποδομή των κανόνων δικαίου, με την έννοια ότι αποτελούν την ιστορική μήτρα της καταγωγής και της δημιουργίας τους. Είναι μάλιστα τόσο μεγάλη η ταχύτητα αυτή – μέσα και από την επίδραση της ραγδαίως εξελισσόμενης τεχνολογικής προόδου– ώστε, πολλές φορές, ο κανόνας δικαίου είναι αδύνατο να την παρακολουθήσει επαρκώς. Με την αρνητική δε συμβολή της προχειρότητας παραγωγής τους, πλειάδα κανόνων δικαίου καταλήγουν να θεωρούνται θνησιγενείς. Αφού ήδη κατά την έναρξη της εφαρμογής τους έχουν κανονιστικώς ξεπερασθεί και χρήζουν τροποποίησης. Σ’ αυτή την κανονιστική ανεπάρκεια του κανόνα δικαίου πρέπει να προστεθεί η –φυσικά συνακόλουθη– αδυναμία, η οποία οφείλεται στις αντιφάσεις που εμφανίζουν, ολοένα και πιο συχνά, οι παραγόμενοι κανόνες δικαίου. Αν δε σε μία τέτοια θεσμική κακοδαιμονία προστεθεί επίσης και η έλλειψη στοιχειώδους κωδικοποίησης των παραγόμενων κανόνων δικαίου, τότε είναι πολύ εύκολο να γίνουν αντιληπτές οι δραματικές επιπτώσεις που προκαλεί το φαινόμενο τούτο στα ίδια τα θεμέλια του κράτους δικαίου. Ιδίως ως προς το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης, την οποία πρέπει να διαθέτει ο κανόνας δικαίου, προκειμένου να στηρίζει επαρκώς το όλο οικοδόμημα του κράτους δικαίου.

β) Πολυνομία και κακονομία είναι, κατ’ ακολουθία, οι «θρυαλλίδες» οι οποίες δυναμιτίζουν τόσο την αποτελεσματική εφαρμογή του κανόνα δικαίου από εκείνους που έχουν τη θεσμική υποχρέωση υπακοής σ’ αυτόν, όσο και το ίδιο το υπόβαθρο του κράτους δικαίου.

β1) Κατά πρώτο λόγο τα διοικητικά όργανα τα οποία, εντός του πλαισίου της αρχής της νομιμότητας, καλούνται να ενεργήσουν με βάση το πλέγμα των κανόνων δικαίου που οριοθετούν την αρμοδιότητά τους, ολοένα και συχνότερα παρανομούν χωρίς πρόθεση, αφού δεν μπορούν να γνωρίζουν το νομικό πεδίο μέσα στο οποίο οφείλουν να δράσουν. Έτσι εξηγείται και η διαρκώς εντεινόμενη προσφυγή στη δικαιοσύνη κατά των διοικητικών ενεργειών, η οποία βεβαίως δεν οφείλεται τόσο στη θρυλούμενη «δικομανία» των πολιτών αλλά, πολύ περισσότερο, στις ως άνω εγγενείς αδυναμίες αποτελεσματικής εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης.

β2) Κατά δεύτερο λόγο οι πολίτες, τους οποίους αφορά το κανονιστικό πλαίσιο των κανόνων δικαίου, πολλές φορές αδυνατούν –και μάλιστα αντικειμενικώς– να καταστούν κοινωνοί των επιταγών, τις οποίες υποχρεούνται ν’ αποδεχθούν και να εφαρμόσουν. Αν αναλογισθεί κανείς ότι βασικό στοιχείο της κανονιστικής ισχύος και αποτελεσματικότητας του κανόνα δικαίου είναι η προηγούμενη συνειδητοποίηση από τον πολίτη, στον οποίο απευθύνεται, του όλου περιεχομένου του, τότε γίνεται ευχερώς αντιληπτό γιατί η αδυναμία εμπέδωσης του περιεχομένου των επιταγών του φθείρει ανεπανόρθωτα το ίδιο το κράτος δικαίου: Το κράτος δικαίου, από τη φύση του και την αποστολή του, προϋποθέτει ότι ιδίως ο πολίτης γνωρίζει και αποδέχεται, εντός των ορίων ενός στοιχειώδους «κοινωνικού συμβολαίου», το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του και ν’ ασκήσει τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματά του. Προϋποθέτει δηλαδή, επιπλέον, ότι ο πολίτης, όταν και όπου παρανομεί, το πράττει ενσυνειδήτως. Έτσι ώστε η όποια κύρωση, ως επακόλουθο της παρανομίας, να έχει και τα παιδευτικά αποτελέσματα, τα οποία συνθέτουν τον πυρήνα τόσο της πρόληψης όσο και της καταστολής που συνοδεύουν κάθε είδους ποινή, συμπεριλαμβανομένης και της διοικητικής. Μ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται ιδιαιτέρως ευεξήγητο γιατί η αντικειμενική αδυναμία εμπέδωσης των επιταγών του κανόνα δικαίου από τους πολίτες, στους οποίους απευθύνεται, υποσκάπτει τη δημοκρατική του νομιμοποίηση: Με δεδομένο το ότι, στο πλαίσιο του δημοκρατικού κράτους δικαίου, ο κανόνας δικαίου πρέπει να προέρχεται πάντοτε, αμέσως ή εμμέσως, από το κοινωνικό σύνολο τη ζωή του οποίου ρυθμίζει κατ’ εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας, πώς είναι δημοκρατικώς ανεκτό ο πολίτης να υφίσταται κυρώσεις, οιασδήποτε μορφής, για παράβαση κανόνων δικαίου των οποί-ων αγνοεί, αντικειμενικώς, το περιεχόμενο;

2. Το δεύτερο σχετίζεται με τις επίσης εγγενείς αδυναμίες των κυρωτικών μηχανισμών, με βάση τους οποίους επιδιώκεται στην πράξη η εφαρμογή των κανόνων που συνθέτουν το θεσμικό οικοδόμημα του κράτους δικαίου και, κατά συνέπεια, της βασικής του συνιστώσας, ήτοι της αρχής της νομιμότητας.

α) Ο διοικητικός αυτοέλεγχος, με την όποια μορφή από εκείνες που προεκτέθηκαν, φυσικά και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επαρκής για την προάσπιση του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας. Πραγματικά, και υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, τα διοικητικά όργανα -ακόμη και τα ιεραρχικώς προϊστάμενα καθώς και τα εποπτεύοντα- από μόνα τους δεν παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις αντικειμενικότητας, οι οποίες απαιτούνται για να κριθεί ο έλεγχός τους ως αποτελεσματικός. Ένας τέτοιος έλεγχος μάλλον παραπέμπει στη γνωστή ρήση του Juvenalis: «Quis custodiet ipsos custodes?»

β) Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος υπονομεύεται, ab initio, από δύο, τουλάχιστον, δεδομένα:
β1) Το πρώτο αφορά το γεγονός ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε, η άσκησή του μόνο πολιτικές επιπτώσεις επιφέρει αυτοδυνάμως. Κατά τα λοιπά, εκείνο στο οποίο μπορεί, ουσιαστικά, να οδηγήσει είναι η δευτερογενής ενεργοποίηση των διοικητικών και δικαστικών κυρωτικών μηχανισμών.
β2) Το δεύτερο αφορά το γεγονός ότι, ούτως ή άλλως, μέσ’ από την κυριαρχία στην πράξη της οιονεί «παντοδυναμίας» της εκάστοτε –αυτοδύναμης ή μη– κυβερνητικής πλειοψηφίας είναι σχεδόν αδύνατο να καταλήξει σε πραγματική ανάδειξη όλων των διαστάσεων των παραβιάσεων του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας, οι οποίες έχουν ως αφετηρία τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Και τούτο διότι, όπως είναι αυτονόητο, η κυβερνητική πλειοψηφία στηρίζει και την κυβέρνηση της εμπιστοσύνης της αλλά και –έστω και εμμέσως- τους διοικητικούς μοχλούς που εκτελούν τις εντολές της.

Δ. Η δικαστική εξουσία.
Και ο δικαστικός έλεγχος της διοικητικής δράσης εμφανίζεται, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση μάλιστα, μάλλον ανέτοιμος ν’ αναδεχθεί και να σηκώσει το μεγάλο βάρος υπεράσπισης του κράτους δικαίου και της αρχής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης.
1. Βασική αιτία της ανετοιμότητας είναι η καθυστέρηση στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, η οποία πολλές φορές αγγίζει τα όρια της αρνησιδικίας. Άρα και η συνακόλουθη καθυστέρηση ως προς τον έλεγχο της συνταγματικότητας των διατάξεων –νομοθετικών και άλλων– οι οποίες συνθέτουν το κανονιστικό πλέγμα, μέσα στο οποίο οφείλουν ν’ ασκούν τις αρμοδιότητές τους τα διοικητικά όργανα. Όταν απαιτούνται όχι μόνο μήνες αλλά χρόνια ολόκληρα για την έκδοση τελεσίδικων –και ακόμη περισσότερο αμετάκλητων– δικαστικών αποφάσεων, είναι προφανές ότι από τη μια πλευρά οι παράνομες διοικητικές πράξεις έχουν παραγάγει τ’ αποτελέσματά τους και έχουν δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, τα οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο –αν όχι αδύνατο– ν’ ανατραπούν. Από την άλλη πλευρά κάτι τέτοιο αποθαρρύνει, κατ’ αποτέλεσμα, τον πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη.

2. Και είναι βεβαίως αληθές ότι έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες για την επιτάχυνση απονομής και της διοικητικής δικαιοσύνης. Όπως συνέβη προσφάτως π.χ. με το ν. 3900/2010. Πλην όμως πρέπει να επισημανθεί ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού συμβάλλουν μεν στην ταχύτερη απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά σχεδόν αποκλειστικώς με μέσα που αποθαρρύνουν τον πολίτη να προσφύγει στα διοικητικά δικαστήρια. Και τούτο διότι η επιτάχυνση επιτυγχάνεται κυρίως μέσω της δραματικής αύξησης του κόστους της δίκης, της υιοθέτησης δικονομικών αλλά και ουσιαστικών προϋποθέσεων που δυσχεραίνουν υπερμέτρως την ευδοκίμηση των σχετικών ένδικων βοηθημάτων και μέσων και, ιδίως, της υπερβολικής αυστηροποίησης των προϋποθέσεων παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας. Συνεπώς –και εν κατακλείδι– η επιτάχυνση «επιτυγχάνεται» δια της έμμεσης πλην εμφανούς υπονόμευσης της εφαρμογής των δια-τάξεων του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που οργανώνουν το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας. Και είναι ακριβώς αυτή η αντίφαση μεταξύ προστατευόμενων από το ίδιο το Σύνταγμα αγαθών υπέρ του πολίτη η οποία, σε τελική ανάλυση, υπονομεύει και τα θεμέλια του κράτους δικαίου και την αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας.

ΙΙ. Το φαινόμενο της «απορρύθμισης».
Στις κατά τ’ ανωτέρω εγγενείς αδυναμίες ως προς την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους δικαίου πρέπει να προστεθούν και οι, διόλου λιγότερο επικίνδυνες, εξωγενείς αδυναμίες, οι οποίες απορρέουν από την, ραγδαίως εντεινόμενη, επιρροή της, δήθεν, ανάγκης «απορρύθμισης» του πεδίου της κοινωνικής και οικονομικής δράσης. Ας σημειωθεί μάλιστα ότι η κατά τ’ ανωτέρω επιρροή έχει αποκτήσει σχεδόν παγκόσμιες διαστάσεις.

Α. Το πεδίο της «απορρύθμισης».
Ως προς την έννοια και τις επιδιώξεις της επιχείρησης «απορρύθμιση» επισημαίνονται τ’ ακόλουθα:
1. «Κοιτίδα» της θεωρίας περί «απορρύθμισης» υπήρξε, κατά τη δεκαετία του 1950, η Σχολή του Σικάγο και «γεννήτοράς» της ο M. Friedman, επικεφαλής της νεοφιλελεύθερης αντίληψης περί «αυτορρύθμισης» της αγοράς.
α) Συγκεκριμένα, και σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, κατά τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη οι παραδοσιακές αρχές του καπιταλισμού ως προς τη προσφορά και τη ζήτηση αρκούν, από μόνες τους, για να επιτύχουν την αναγκαία, κάθε φορά, ισορροπία του όλου οικονομικού συστήματος. Ακόμη και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, η ισορροπία αποκαθίσταται αποκλειστικώς δια της εφαρμογής των αμιγώς οικονομικών κανόνων της αγοράς. Η κρατική παρέμβαση μόνο «δεινά» μπορεί να προκαλέσει.

β) Άρα, ο κρατικός παρεμβατισμός όχι μόνο δεν επιλύει τα προβλήματα των οικονομικών κρίσεων αλλά, όλως αντιθέτως, τα επιδεινώνει. Υπό τα δεδομένα αυτά η μέσω της κρατικής παρέμβασης οργάνωση κι επέκταση του κοινωνικού κράτους δικαίου, πέρα κι έξω από την αυτοδύναμη λειτουργία της αγοράς, αποτελεί «πρόβλημα» και όχι «λύση» για τις οικονομικές κρίσεις.

2.Κατ’ ακολουθία, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη περί «αυτορρύθμισης» της αγοράς –και, άρα, του οικονομικού συστήματος– αποκλειστικώς μέσω των κανόνων της προσφοράς και της ζήτησης, προϋποθέτει:
α) Σταδιακή συρρίκνωση του πεδίου δράσης του κράτους. «Όσο λιγότερο κράτος τόσο το καλλίτερο». Κάπως έτσι το κράτος -άρα και το κράτος δικαίου υπό την εκδοχή του ιδίως ως κοινωνικού κράτους, και με συνταγματικό μάλιστα έρεισμα- οφείλει να περιορισθεί, περίπου, στο ρόλο του «νυκτοφύλακος κυνός», κατά την αντίληψη των μέσων του 19ου αιώνα.

β) Επίσης, ανάλογη συρρίκνωση του όγκου των κανόνων δικαίου, οι οποίοι διέπουν την άσκηση των κάθε είδους κρατικών δραστηριοτήτων. Ιδίως δε εκείνων που διέπουν τη δραστηριότητα της εκτελεστικής εξουσίας, ως «αιχμής του δόρατος» της όλης κρατικής δραστηριότητας.

Β. Οι επιπτώσεις της «απορρύθμισης».
Οι επιπτώσεις από την εφαρμογή στην πράξη της προμνημονευόμενης επιχείρησης «απορρύθμιση» μπορούν να συνοψισθούν στα εξής:
1. Κατά πρώτο λόγο, ακριβώς εξαιτίας της συρρίκνωσης του τομέα παρέμβασης του κράτους, μεγάλο μέρος του κενού που προκύπτει το καταλαμβάνουν με τη δράση τους νεοπαγείς φορείς του ιδιωτικού τομέα. Φορείς οι οποίοι, λόγω της καταγωγής τους, στερούνται οιασδήποτε δημοκρατικής νομιμοποίησης. Αυτή δε η έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι εκείνη που αναδεικνύει το μέγεθος των συνεπειών της παρακμιακής πορείας του κράτους δικαίου. Και τούτο, διότι οι φορείς του ιδιωτικού τομέα αναλαμβάνουν έτσι την διεκπεραίωση καθηκόντων, τα οποία συνδέονται ευθέως ακόμη και με την άσκηση δημόσιας εξουσίας stricto sensu. Γεγονός που θίγει τον ίδιο τον πυρήνα του παραδοσιακού κράτους δικαίου και, πέραν των άλλων, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση προς το ίδιο το Σύνταγμα. Χαρακτηριστική στο σημείο αυτό είναι η απόφαση αρ. 1511/2002 του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία η εκχώρηση τέτοιου είδους αρμοδιοτήτων σε όργανα που βρίσκονται εντελώς έξω από το πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα αποδυναμώνει τον στενό πυρήνα του κράτους. Και, περαιτέρω, θέτει έτσι ζήτημα ως προς το σεβασμό των κανόνων οι οποίοι αφορούν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Η ελληνική δημόσια ζωή παρέχει τελευταία αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα:

α) Ένα πρώτο παράδειγμα συνιστά η ανάθεση των καθηκόντων της Κεντρικής μας Τράπεζας, ήτοι της Τράπεζας της Ελλάδος, ως προς τον εν γένει έλεγχο των ελληνικών τραπεζών σε ιδιωτικούς τραπεζικούς φορείς της αλλοδαπής. Τούτο συνέβη τον Ιούνιο του 2011 σχετικά με τη σύνταξη διαγνωστικής μελέτης για την γενικότερη οικονομική κατάσταση των ελληνικών τραπεζών.

β) Ένα άλλο παράδειγμα συνιστά η δια της νομοθετικής οδού ανάθεση αρμοδιοτήτων, που αφορούν την εν γένει άσκηση εξειδικευμένων δημοσιονομικών ελέγχων και τον εντοπισμό και την τιμωρία φοροφυγάδων, σε ιδιωτικές δικηγορικές και ελεγκτικές εταιρείες.

2. Κατά δεύτερο λόγο –και κατά συνέπεια– εκεί όπου η παραδοσιακή κρατική δραστηριότητα ανατίθεται πλέον σε φορείς του ιδιωτικού τομέα, η κανονιστική ρύθμιση της αντίστοιχης δραστηριότητας δεν γίνεται μόνο μέσω των κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης και, άρα, αντίστοιχης δημοκρατικής νομιμοποίησης.
α) Επιχειρείται και μέσω νεότευκτων κανόνων ιδιωτικής καταγωγής και έμπνευσης, των οποίων η «νομιμοποίηση» δεν έχει ίχνος δημοκρατικής κάλυψης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων κανόνων παρέχουν οι, διαρκώς πολλαπλασιαζόμενοι, παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί κανόνες, όπως είναι ιδίως οι διεθνείς λογιστικοί κανόνες.

β) Με τη μέθοδο αυτή η γενικότερη συρρίκνωση του κράτους δικαίου εκκολάπτει και ανάλογη δραστική συρρίκνωση της δημόσιου χαρακτήρα έννομης τάξης, αφήνοντας πεδίο ανάπτυξης σε μια «κανονιστική παραγωγή» ιδιωτικής προέλευσης, με κυρωτικούς μηχανισμούς επίσης ιδιωτικής καταγωγής.

ΙΙΙ. Το δημοκρατικό έλλειμμα του κράτους δικαίου.
Οι προαναφερόμενες εγγενείς αδυναμίες, λόγω των θεσμικών και πολιτικών κενών του αλλά και οι επίσης προαναφερόμενες σοβαρές ατέλειες του κανόνα δικαίου, κατά την «περιδίνησή» του στο κανονιστικώς άναρχο πεδίο της «απορρύθμισης», συνιστούν τις βασικές αιτίες του δημοκρατικού ελλείμματος που πλήττει καιρίως το σύγχρονο κράτος δικαίου. Ένα δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο ανιχνεύεται, και μάλιστα ευκρινώς, από τη μια πλευρά στα ολοένα και πολλαπλασιαζόμενα κρούσματα αποδυνάμωσης της αρχής της νομιμότητας της δράσης των κρατικών οργάνων. Και, από την άλλη πλευρά, στην διαρκώς φθίνουσα πορεία της δημοκρατικής νομιμοποίησης της δράσης αυτής.

Α. Η αποδυνάμωση της αρχής της νομιμότητας.
Τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου κράτους δικαίου υπονομεύει η κρίση της αρχής της νομιμότητας. Δηλαδή, κατ’ ουσίαν, η αδυναμία του δημοκρατικώς θεσπισμένου κανόνα δικαίου να τιθασεύσει κανονιστικώς την δράση των κρατικών οργάνων εν γένει. Γεγονός το οποίο οφείλεται, ιδίως, στο ότι:
1. Ο κανόνας δικαίου αδυνατεί πια να ρυθμίσει επαρκώς την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα, της οποίας αποτελεί εποικοδόμημα. Δοθέντος ότι η ταχύτητα των μεταμορφώσεών της και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας καθιστούν, πολλές τουλάχιστον φορές, κανονιστικώς ανεπαρκή τον κανόνα δικαίου ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του. Επέκεινα, η δράση των κρατικών οργάνων διαμορφώνεται μέσα σ’ έναν οιονεί άναρχο κανονιστικό χώρο, η ιδιομορφία του οποίου έγκειται στο ότι δεν παρέχει στην αρμοδιότητα των ως άνω οργάνων στέρεη και σαφή δημοκρατική υποδομή.

2. Συνακόλουθα οι κυρωτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι καλούνται να εγγυηθούν την in concreto τήρηση της αρχής της νομιμότητας, δεν διαθέτουν το αναγκαίο, αναφορικά με την κανονιστική του εμβέλεια, θεσμικό οπλοστάσιο που θα τους διασφάλιζε τις προϋποθέσεις αποτελεσματικής οριοθέτησης της δράσης των κρατικών οργάνων εντός μιας δημοκρατικώς -και με την δέουσα πληρότητα– οργανωμένης έννομης τάξης.

Β. Η φθίνουσα δημοκρατική νομιμοποίηση της δράσης των κρατικών οργάνων.
Το φαινόμενο της «απορρύθμισης», ως μεθόδου περιθωριοποίησης της ρύθμισης της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας μέσω κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης, υπονομεύει, με την σειρά του, τις δημοκρατικές αντηρίδες του σύγχρονου κράτους δικαίου υπό τις εξής δύο, πρωτίστως, εκδοχές:
1. Πρώτον, η ιδιωτική πρωτοβουλία εξελίσσεται, σε μεγάλο βαθμό, πέρα κι έξω από την ρυθμιστική επιρροή δημοκρατικώς διαμορφωμένων κανόνων δικαίου κρατικής προέλευσης. Εξελίσσεται δηλαδή, με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, υπό την ρυθμιστική επιρροή ατελών κανόνων δικαίου άγνωστης και, εν πάση περιπτώσει, μη δημοκρατικής προέλευσης. Υπό τα δεδομένα αυτά η «αρμοδιότητα» των κρατικών οργάνων, κατά την ανάπτυξη της δράσης τους, χάνει σταδιακώς όχι μόνο την κανονιστική της δύναμη αλλά και την απαραίτητη σύνδεσή της με τους, δημοκρατικής διάστασης, πυλώνες στήριξης του κράτους δικαίου.

2. Δεύτερον, η κατά τ’ ανωτέρω, μειωμένη πλέον, δημοκρατική νομιμοποίηση της «αρμοδιότητας» των κρατικών οργάνων έχει άμεση επίπτωση πάνω στην αντίστοιχη δημοκρατική νομιμοποίηση αυτών τούτων των κρατικών οργάνων-φορέων της «αρμοδιότητας». Με την έννοια ότι αντιστοίχως μειωμένη εμφανίζεται και η δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων τούτων, με τις εντεύθεν αρνητικές συνέπειες ως προς την αναγνώριση του κύρους τους και την αποδοχή της εξουσίας τους εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου. Δεν είναι μάλιστα μακριά από την πραγματικότητα η διαπίστωση, σύμφωνα με την οποία είναι αυτή η, μειωμένης έκτασης, δημοκρατική νομιμοποίηση των κρατικών οργάνων και των αρμοδιοτήτων τους που μπορεί να εξηγήσει περαιτέρω το σύγχρονο φαινόμενο της έλλειψης πραγματικών ηγετικών φυσιογνωμιών σε παγκόσμια κλίμακα, κυρίως όμως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Στο σύγχρονο κράτος δικαίου η πραγματική πηγή, από την οποίαν αναβλύζει το γνήσιο ηγετικό φαινόμενο, είναι η μέσω δημοκρατικών διαδικασιών αποδοχή της ηγετικής φυσιογνωμίας και η εκούσια υπαγωγή στις κατά νόμο ασκούμενες αρμοδιότητές της.

Επίλογος
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, που θυμίζει έντονα τρίτο παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο, επιταχύνει την παρακμιακή πορεία του κράτους δικαίου και των θεσμών του, με τη μορφή που τους βιώσαμε από τον 19ο αιώνα ως σήμερα. Ειδικότερα δε καθ’ όλη εκείνη την ιστορική περίοδο, η οποία εξικνείται από τη γέννησή τους ως την εμπέδωση και καταξίωσή τους, με κορυφαία στιγμή την ένταξή τους στον πυρήνα του όλου δυτικού πολιτισμού. Και το πιο επικίνδυνο είναι ότι η πορεία αυτή πλήττει περισσότερο τα δικαιώματα του ανθρώπου, ιδίως δε τα κοινωνικά δικαιώματα, που συνθέτουν και τη σπονδυλική στήλη του κοινωνικού κράτους δικαίου.

Α. Τα ιστορικά διδάγματα.
Η διαδρομή της ιστορίας έχει αποδείξει ότι, σε κάθε μεγάλη οικονομική κρίση παγκόσμιας εμβέλειας, παρατηρούνται τέτοια φαινόμενα ρηγμάτων στο θεσμικό «οχυρό» του κράτους δικαίου.
1. Όμως κατά το παρελθόν τα ρήγματα αυτά «επιδιορθώθηκαν» και το κράτους δικαίου, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, όχι μόνον ανέκαμψε αλλά έκανε και περαιτέρω βήματα προόδου. Το ζήτημα είναι λοιπόν –και η ανάλογη αγωνία– αν το ίδιο θα συμβεί μόλις περάσει ο κίνδυνος αυτού του σύγχρονου πρωτόγνωρου οικονομικού κυκλώνα. Αλλά για να επισυμβεί αυτή η αίσια κατάληξη πρέπει ν’ αναληφθεί μια καθολική επιχείρηση ουσιαστικής υπεράσπισης του κράτους δικαίου.

2. Μια επιχείρηση που θα έχει ως σύμβολο τον αγώνα, πολιτικό και θεσμικό, ώστε να μη μετατραπεί η οικονομική κρίση και σε γενικευμένη κρίση Δημοκρατίας. Διότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι καταστροφικό και για τους θεσμούς αλλά και για την κοινωνική συνοχή. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί –και η στοιχειώδης λειτουργία τους– είναι οι μόνοι, υπ’ αυτές τις οικονομικές συνθήκες, που μπορούν ν’ αποτρέψουν τον, ήδη ορατό σήμερα, κίνδυνο της κοινωνικής έκρηξης στις χειμαζόμενες χώρες. Άρα η κατάρρευσή τους θα σημάνει και την διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, μ’ όλες τις εντεύθεν συνέπειες.

Β. Οι κίνδυνοι από την «περιφρόνηση» της ιστορίας.
Δυστυχώς, τα ως τώρα δεδομένα, ιδίως στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν επιτρέπουν την εκκόλαψη μιας τέτοιας αισιόδοξης προοπτικής.
1. Αντιθέτως μάλιστα, η «περιπέτεια» των οικονομικώς αδύναμων κρίκων της Ευρωζώνης –με κορυφαίο παράδειγμα την Ελλάδα– μέσ’ από την επιβολή δεσμεύσεων για την επίτευξη αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Δηλαδή στην κατεύθυνση περαιτέρω αποσάθρωσης του κράτους δικαίου, και ως προς τις δύο συνιστώσες του.

2. Ήτοι αφενός της σταδιακής αποδόμησης του κανονιστικού περιεχομένου ιδίως των κανόνων δικαίου που εγγυώνται την άσκηση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, και πρωτίστως των κοινωνικών. Και, αφετέρου, της επιδείνωσης της ανεπάρκειας των κάθε είδους κυρωτικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι προορισμένοι να εγγυώνται την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου.-