Σημεία Αντιφώνησης κατά την Ανακήρυξή του ως Επίτιμου Δημότη του Δήμου Μονεμβασίας

 
 
Κύριε Δήμαρχε,
Μου περιποιεί εξαιρετική τιμή η σημερινή ανάδειξή μου ως Επίτιμου Δημότη του Δήμου Μονεμβασίας, ενός Τόπου με εξαιρετικές φυσικές καλλονές αλλά και μεγάλη προσφορά στους διαχρονικούς αγώνες του Ελληνισμού υπέρ της Ελευθερίας. Επιφορτίζομαι, με συγκίνηση αλλά και απόλυτη αίσθηση της ιστορικής μου ευθύνης, το Ιερό Χρέος να φανώ άξιος αυτής της τιμής, που σήμερα επιδαψιλεύετε όχι στο πρόσωπό μου, αλλά στον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ι. Επιτρέψατέ μου, μάλιστα, με την ευκαιρία του σημερινού λαμπρού εορτασμού της Απελευθέρωσης της ιστορικής Μονεμβασίας από τον τουρκικό ζυγό, ν’ αναφερθώ, έστω δι’ ολίγων, στην λαμπρή ιστορία της:
Α.Η ονομασία Μονεμβάσια ή Μονεμβασία ή Μονεμβασιά ή Μονοβάσια–γνωστή στους Φράγκους ως Μαλβαζία– είναι σύνθετη, αποτελούμενη από τις  λέξεις Μόνη και Έμβασις. Άλλωστε, πολλές από τις οδούς της είναι στενές και κατάλληλες μόνο για τους πεζούς. Το παρωνύμιο της Μονεμβασιάς είναι «Γιβραλτάρ της Ανατολής», επειδή εμφανίζεται, σε σμίκρυνση, πανομοιότυπη με τον βράχο του Γιβραλτάρ.
Β. Επίσης, αν και δεν περιγράφεται ως νησί από αρχαίους περιηγητές όπως ο Στράβων και ο Παυσανίας, αναφέρεται απ’ αυτούς ότι είχε μορφή παρόμοια με την σημερινή. Συγκεκριμένα, ο Παυσανίας επισκέφθηκε την κατοικούμενη, ήδη από την προϊστορική περίοδο και ιδίως ακμάσασα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, Επίδαυρο Λιμηρά, που βρισκόταν λίγο βορειότερα από την Μονεμβασιά, και περιέγραψε ότι απέναντι από αυτή την πόλη βρισκόταν ακρωτήριο. Το αναφέρει ως «άκρα Μινώα» και έχει ταυτοποιηθεί ως η Μονεμβασιά. Ο Στράβων, έναν αιώνα αργότερα, αναφέρει την Πόλη σας ως «φρούριο Μινώα». Το τοπωνύμιο «Μινώα» υποδηλώνει την ύπαρξη λιμένα στην αρχαιότητα, ίχνη του οποίου έχουν εντοπισθεί υποθαλάσσια. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι γνωστό αν υπήρχε σημαντικός οικισμός πάνω στον βράχο. Είναι, όμως, πιθανό να δημιουργήθηκε εκεί οικισμός τον 4ο αιώνα, όταν η πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μεταφέρθηκε από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα μεταβολές στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς. Ας σημειωθεί ότι η ίδια η Επίδαυρος Λιμηρά εγκαταλείφθηκε τον 4ο αιώνα.
Γ.Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε, λοιπόν, τον 6ο μ.Χ. αιώνα, από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης, η οποία τότε ήταν γνωστή ως Λακεδαίμονα. Η Σπάρτη, σε αντίθεση με άλλες πόλεις που εγκαταλείφθηκαν νωρίτερα, συνέχισε να κατοικείται ως τον 6ο αιώνα μ.Χ., παρά τους σεισμούς, τις επιδρομές των Γότθων, το 395, υπό τον Αλάριχο, και των Βανδάλων, το 468, υπό τον Γιζέριχο, αλλά  και την επιδημία πανώλης,  το 541-43. Συγκεκριμένα:
1.Σύμφωνα με το μεταγενέστερο «Χρονικό της Μονεμβασίας», η Πόλη εγκαταλείφθηκε μετά από επιδρομή Σλάβων  το 587-588, επί βασιλείας Μαυρικίου.  Το «Χρονικό» -το οποίο διάφοροι επικαλέσθηκαν, ανεπιτυχώς, για ν’ αμφισβητήσουν την συνεχή και αδιατάρακτη παρουσία του Ελληνισμού στην Πελοπόννησο και να «δικαιώσουν» έτσι τον Φαλμεράυερ-  αναφέρει ότι οι κάτοικοί της εγκατέλειψαν την Σπάρτη και ορισμένοι οχυρώθηκαν υπό την ηγεσία του Επισκόπου της στην Μονεμβασιά, ενώ άλλοι εγκαταστάθηκαν στα περάσματα της περιοχής. Προσθέτει, μάλιστα, ότι και πολλές άλλες πόλεις της Πελοποννήσου εγκαταλείφθηκαν τοιουτοτρόπως. Παρ’ όλα αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν συνηγορούν υπέρ αυτής της άποψης και τοποθετούν την ίδρυση της Μονεμβασιάς μερικές δεκαετίες νωρίτερα, στην βασιλεία του Ιουστινιανού.
2.Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού, λόγω διαφόρων καταστροφών, είτε φυσικών είτε λόγω επιδρομών, οι πόλεις γνώρισαν κάμψη. Ο Ιουστινιανός προχώρησε σε οικιστική αναδιαμόρφωση, μετακινώντας ολόκληρους τους πληθυσμούς πόλεων σε νέες τοποθεσίες, ενώ συχνά άλλαζε το όνομα των πόλεων. Τέτοιες μετακινήσεις αναφέρονται από τον Προκόπιο στο «Περί κτισμάτων», αν και οι αναφορές του για την Πελοπόννησο είναι σπάνιες. Το κείμενο του 15ου αιώνα, «Αναφορά προς τον Πατριάρχη», γραμμένο από τον Μητροπολίτη Μονεμβασίας Ισίδωρο, μας γνωρίζει ότι η μετακίνηση του πληθυσμού έγινε επί Ιουστινιανού. Η τοποθεσία της Σπάρτης κρίθηκε ανεπαρκώς οχυρή και «ευάλωτη» σε μακροχρόνιους αποκλεισμούς, οπότε οι αρχές της προχώρησαν όχι μόνο σε μετακίνηση του πληθυσμού της, ιδρύοντας την Μονεμβασιά, αλλά και σε αναδιοργάνωση των οικισμών της νοτιοανατολικής Λακωνίας. Η αναδιοργάνωση περιελάμβανε την εγκατάσταση στα ορεινά περάσματα του Πάρνωνα και την μετανάστευση από το Γύθειο. Μαζί με τους κατοίκους, μετακινήθηκε και η έδρα της επισκοπής Λακεδαιμονίας, αν και διατήρησε το παλαιό της όνομα.
Δ.Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς στην περιοχή της Πελοποννήσου, οι οποίοι παρήκμασαν από τον 7ο αιώνα και μετά – μια περίοδος που έγινε γνωστή ως «σκοτεινοί χρόνοι» – η Μονεμβασιά, λόγω της θέσης πάνω σε σημαντικούς θαλάσσιους δρόμους, όπως αυτός που την συνέδεε με την Σικελία, αναπτύχθηκε σ’ εμπορικό και καλλιτεχνικό κέντρο. Στην Κάτω Πόλη βρέθηκε χάλκινο νόμισμα που είχε κοπεί στην Σικελία του Φιλιππικού Βαρδάνη. Η παλαιότερη γνωστή μνεία στην Μονεμβασία χρονολογείται από την τρίτη δεκαετία του 8ου αιώνα και γίνεται από τον προσκυνητή Βιλιβάλδο, ο οποίος ταξίδευσε από την Σικελία στους Άγιους Τόπους, με ενδιάμεση στάση στην Μονεμβασιά. Η Μονεμβασιά αναφέρεται επίσης από τον Θεοφάνη Ομολογητή, ο οποίος περιγράφει την άφιξη της πανούκλας στο Βυζάντιο, το 746-747.
Ε.Η καίρια θέση της Μονεμβασιάς στον θαλάσσιο δρόμο προς την ανατολική Μεσόγειο υπήρξε η αιτία για να καταστεί αυτή στόχος πειρατικών επιδρομών στους επόμενους αιώνες, καθώς και επιδρομών ηγεμόνων της Δύσης. Οι επιδρομές Αράβων αρχίζουν τον 9ο αιώνα και, μετά την εγκατάστασή τους στην Κρήτη, οι επιδρομές πολλαπλασιάζονται. Στις αρχές του 10ου αιώνα, η εκκλησιαστική έδρα της Μονεμβασιάς μεταφέρθηκε από την δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώμης στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, όπου υποβαθμίσθηκε σ’ Επισκοπή της Κορίνθου. Παρ’ όλα αυτά, η Μονεμβασιά συνέχισε να αναπτύσσεται, ενώ παράλληλα διατηρούσε προνόμια, ανάμεσα στα οποία ήταν και η αυτοδιοίκηση.
ΣΤ.Κατά την διάρκεια του 11ου και 12ου αιώνα, η Μονεμβασιά γνώρισε εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη. Την εποχή των Κομνηνών, η Μονεμβασιά είχε εξελιχθεί σε φύλακα της δυτικής εισόδου του Αιγαίου. Το 1147, πλοία του βασιλιά της Σικελίας Ρογήρου Β′, προσπάθησαν να την καταλάβουν, χωρίς επιτυχία, και αναγκάσθηκαν να αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες. Οι Λατίνοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Μονεμβασιά, το 1222. Το 1252, ύστερα από πολιορκία τριών χρόνων, ο γιος του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Γουλιέλμος Β′, πρίγκιπας της Αχαΐας, κατέλαβε τη Μονεμβασιά. Όσοι κάτοικοι της Μονεμβασιάς δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στην υπό λατινική κατοχή πόλη αναχώρησαν για τις Πηγές στην Βιθυνία, οι οποίες απέκτησαν τα ίδια εμπορικά προνόμια με την Μονεμβασιά. Η απώλεια της Πόλης υπήρξε σοβαρό πλήγμα για τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας, Μιχαήλ Η′ Παλαιολόγο, καθώς ανέτρεπε τα σχέδιά του για την ανάκτηση των εδαφών που είχαν περιέλθει στους Φράγκους.
Ζ.Όταν ο Γουλιέλμος αιχμαλωτίσθηκε από τους Βυζαντινούς στην μάχη της Πελαγονίας,  το 1259, και αρνήθηκε να παραχωρήσει τις κτήσεις του στην Πελοπόννησο με αντάλλαγμα την απελευθέρωσή του, ο Μιχαήλ τον κράτησε αιχμάλωτο ως το 1262, οπότε και δέχθηκε να παραδώσει στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Μυστρά, της Μαΐνης και του Γερακίου.  Η Μονεμβασιά ορίσθηκε έδρα Βυζαντινού Στρατηγού και έδρα Ορθόδοξου Μητροπολίτη, ενώ παράλληλα παραχωρήθηκαν στους κατοίκους σημαντικά προνόμια, που ανανεώθηκαν και διευρύνθηκαν από τον  Ανδρόνικο Β′ Παλαιολόγο (1282-1328). Η ακμή της Πόλης υπήρξε ραγδαία: Εκτός από την αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος κυρίως επιδόθηκε στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις για σημαντική πνευματική και εκκλησιαστική ανάπτυξη, σε βαθμό που η μέχρι το 1460 περίοδος να θεωρείται ως η «χρυσή εποχή» της Πόλης. Την ειρηνική ζωή της Μονεμβασιάς, κατά τον 14ο αιώνα και το πρώτο μισό του 15ου αιώνα, διατάραξαν πειρατικές επιδρομές και εσωτερικές συγκρούσεις, που δεν επηρέασαν, εν τούτοις, την ιστορική της πορεία στο πλαίσιο του Δεσποτάτου του Μορέως.
Η.Η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους και η κατάλυση του Δεσποτάτου υπήρξαν αφετηρία για την έκτοτε προϊούσα παρακμή της Πόλης, παρά τις ελάχιστες περιόδους ανάκαμψης. Ήδη από το 1395 τουρκική φρουρά αναφέρεται στη Μονεμβασιά, σε μια προσωρινή κατάληψή της. Το 1460,  ο Μωάμεθ Β’ έφθασε στην Κόρινθο, προχώρησε προς την Λακωνία, κατέλαβε τα φρούρια της Αχαΐας και της Ηλείας,  ενώ τον Ιούλιο του 1461 παραδόθηκε το Σαλμενίκο, το τελευταίο κάστρο του Ελληνικού Δεσποτάτου. Έτσι, εκτός από τις βενετικές κτήσεις της Πελοποννήσου και την Μονεμβασιά, που είχε παραχωρηθεί με σύμφωνη γνώμη του Θωμά Παλαιολόγου στον Πάπα Πίο Β’, η τουρκική κατάκτηση της νευραλγικής αυτής για το Βυζάντιο περιοχής είχε ολοκληρωθεί. Στα τέλη του 1463, η Μονεμβασιά περιήλθε στους Βενετούς, στους οποίους παρέμεινε ως το 1540, όταν, με την Βενετοτουρκική Συνθήκη Ειρήνης της 2ας Οκτωβρίου, παραδόθηκε στους Τούρκους. Οι περισσότεροι κάτοικοί της τότε την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βενετοκρατούμενα νησιά, κυρίως στην Κέρκυρα και στην Κρήτη.
Θ.Η ανάκτηση της Πελοποννήσου από τους Βενετούς (1685-1715)   είχε ως αποτέλεσμα και την επανεγκατάσταση κατοίκων στην Μονεμβασιά, που ορίσθηκε πρωτεύουσα του διαμερίσματος της Λακωνίας. Ο πληθυσμός της, όμως, που το 1700 είχε φθάσει στους 8.000 περίπου, μειώθηκε πάλι θεαματικά κατά την δεύτερη Τουρκοκρατία (1715-1821) και το λιμάνι της δεν παρουσίαζε πια καμιά, σχεδόν, κίνηση. Κατά τα Ορλωφικά (1770), ο μητροπολίτης Μονεμβασίας, Άνθιμος ο Λέσβιος, όπλισε σώμα Μονεμβασιωτών και απέκλεισε τους Τούρκους στο φρούριο.
ΙΙ.Το φρούριο της Μονεμβασιάς πολιορκήθηκε κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 από ξηρά και θάλασσα και, ύστερα από τετράμηνη πολιορκία, παραδόθηκε στους Έλληνες, στις 23 Ιουλίου 1821. Αλλά ας δούμε τα τότε γεγονότα, την ευτυχή έκβαση των οποίων σήμερα λαμπρώς εορτάζουμε.
Α. Την εποχή εκείνη στο φρούριο της Μονεμβασιάς κατοικούσαν 1500 – 1600 Οθωμανοί. Οι Χριστιανοί κάτοικοι της επαρχίας ήταν περίπου 10.000. Αφού ο επίσκοπος Έλους ευλόγησε τις σημαίες των οπλαρχηγών, άρχισε η πολιορκία διά ξηράς, με επικεφαλής τους Γεώργιο Μιχαλάκη Λεωνιδιώτη με 250 Τσάκωνες, τον Νικόλαο Ντρίβα με τους Μονεμβασίτες, τους Καλογεραίους και Δεσποταίους με ντόπιους αγωνιστές, τους Μανιάτες με αρχηγούς τους Τζανετάκη, Δημήτριο Τσιγκουράκο, τους Πετροπουλακαίους και άλλους.
Β.Οι Τούρκοι διέλυσαν την γέφυρα και κλείσθηκαν απομονωμένοι στο φρούριο, από όπου κανονιοβολούσαν τους Έλληνες πολιορκητές. Οι πιο τολμηροί από αυτούς, περί τους 150, βγήκαν από το φρούριο και πήγαν στην παλιά Μονεμβασιά για να προτρέψουν και άλλους να αποδράσουν, και να επιτεθούν από δύο μέτωπα κατά των πολιορκητών, οι μεν από μπροστά, οι άλλοι από τα όπισθεν. Το σχέδιο όμως ατύχησε, αφού οι Έλληνες συνέλαβαν τους δραπέτες και τους περισσότερους τους θανάτωσαν. Τότε, αρκετοί απ’ όσους βρίσκονταν μέσα στο φρούριο μάζεψαν τις τροφές, ανέβηκαν στην ακρόπολη και κλείσθηκαν εκεί. Οι πολιορκημένοι, αν και υπέφεραν από έλλειψη τροφών και νερού, δεν παραδίδονταν.
Γ.Στα μέσα Ιουνίου έφτασε στην Πελοπόννησο ο Δημήτριος Υψηλάντης. Οι Οθωμανοί απέστειλαν αγγελιοφόρο και ζήτησαν να συνθηκολογήσουν για την παράδοση του φρουρίου. Εκ μέρους του Υψηλάντη κατέφθασε ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός, ο οποίος πέτυχε συμβιβασμό με τους Οθωμανούς του κάτω φρουρίου και τους ανάγκασε να συνεννοηθούν με την ακρόπολη. Έτσι, το φρούριο και όλα τα όπλα παραδόθηκαν, ενώ οι πολιορκημένοι, εγκαταλείποντας και την κινητή τους περιουσία, επιβιβάσθηκαν σε πλοία και κατέφυγαν στο Κουσάντασι της Μικράς Ασίας.
ΙΙΙ. Τα συμπεράσματα, τα οποία συνάγονται από τα προαναφερθέντα ηρωικά γεγονότα και την υπέρ Πατρίδος ανυπέρβλητη μαχητικότητα των Προγόνων σας, στην Ιερή Μνήμη των οποίων κλίνουμε πάντοτε ευλαβικά το γόνυ,  είναι πολλά και πολλαπλώς χρήσιμα. Περιορίζομαι ν’ αναφερθώ σε τρία μόνον, τα οποία είναι απολύτως καίριας σημασίας, καθώς περιέχουν και αντίστοιχα σημαντικά μηνύματα:
Α. Εμείς, οι Έλληνες, όπως έχουμε αποδείξει ιστορικώς, θεωρούμε υπαρξιακή, κυριολεκτικώς, αξία την Ελευθερία, αφού μόνον ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε, να δημιουργήσουμε και ν’ αναπτύξουμε την προσωπικότητά μας.  Αυτό δεν πρέπει κανείς να το υποτιμά και, πολύ περισσότερο, να το αγνοεί.
Β. Επίσης, μόνον ενωμένοι μπορούμε, όπως διαχρονικώς έχει αποδειχθεί, να υπερασπισθούμε επιτυχώς την Πατρίδα μας αλλά και να επιτύχουμε και όλους τους άλλους, μεγάλους, εθνικούς μας στόχους. Αντιθέτως, η διχόνοια αποτελεί «δηλητήριο» στην καρδιά του Έθνους και έχει μόνον ολέθριες συνέπειες, ακόμη και σε βάρος του Εθνικού μας Κορμού.
Γ. Τέλος, η Ελλάδα αποτελεί δύναμη Ειρήνης και Δημοκρατίας στην περιοχή  και επιδιώκει καλές σχέσεις με όλους τους γείτονές μας. Ειδικώς, ως προς τις σχέσεις μας με την Τουρκία, επαναλαμβάνω, για πολλοστή φορά, ότι επιδιώκουμε σχέσεις ειλικρινούς φιλίας και καλής γειτονίας μαζί της.

  1. Όμως, διευκρινίζω ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η φιλία μας και η καλή γειτονία, εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, κυρίως από έναν θεμελιώδη παράγοντα: Τον πλήρη σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου, και, επίσης, τον σεβασμό του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

α) Πρωτίστως δε των Συνθηκών, οι οποίες καθορίζουν τα σύνορα της Ελλάδας που είναι και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Δηλαδή της Συνθήκης της Λωζάνης και της Συνθήκης των Παρισίων, του 1947. Όπως έχει αποδείξει η πράξη, οι Συνθήκες αυτές είναι πλήρεις, δεν αναθεωρούνται, δεν επικαιροποιούνται, καθορίζουν τα σύνορα επακριβώς, δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Το ότι είναι, επίσης, και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα Ελληνικά σύνορα, το καθορίζει, σε πλειάδα διατάξεων, το ίδιο το πρωτογενές Ευρωπαϊκό δίκαιο. Επιπλέον, το ποιό είναι το έδαφος της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκύπτει σαφώς και από επί μέρους κανόνες του πρωτογενούς και του παραγώγου Ευρωπαϊκού Δικαίου, που αφορά την προστασία του Περιβάλλοντος, όπως είναι το πρόγραμμα Natura,  για το οποίο είχα την ευκαιρία να κάνω αναφορά εντελώς πρόσφατα. Η Τουρκία, λοιπόν, οφείλει να τα σεβασθεί όλα αυτά. Να εφαρμόσει το Διεθνές Δίκαιο, να σεβασθεί το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, να σεβασθεί τα σύνορα της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν τα σέβεται, είμαστε πρόθυμοι να συνεργασθούμε μαζί της για να υπάρχει φιλία, καλή γειτονία αλλά και να υποστηριχθεί η ευρωπαϊκή προοπτική της. Άλλωστε οι κανόνες που υπενθύμισα είναι κανόνες για όλους τους Ευρωπαίους, και αυτούς που αποτελούν ήδη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αυτούς που φιλοδοξούν να γίνουν μέλη. Επομένως, εδώ εκπτώσεις δεν θα υπάρξουν. Και να θυμόμαστε, το τονίζω: Κάθε αμφισβήτηση των συνόρων και του εδάφους της Ελλάδας, είναι αμφισβήτηση των συνόρων και του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες.
β) Πέραν τούτου, η Τουρκία οφείλει να σέβεται στο ακέραιο, κατά την ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως αυτό καθορίζεται από την Συνθήκη του MontegoBay του 1982.  Η Τουρκία οφείλει να γνωρίζει πως μολονότι δεν είχε προσχωρήσει στην Συνθήκη του MontegoBay, δεσμεύεται από τους κανόνες της.  Και τούτο διότι επειδή έχει προσχωρήσει σε αυτήν μεγάλος αριθμός κρατών, παράγει, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, δεσμευτικούς και για κάθε τρίτο κράτος, όπως η Τουρκία.  Καθιστούμε δε σαφές προς την Τουρκία ότι ούτε η Ελλάδα, ούτε η Διεθνής Κοινότητα ούτε, afortiori, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι διατεθειμένες ν’ ανεχθούν την αυθαίρετη συμπεριφορά της Τουρκίας ως προς την ανακήρυξη της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.

  1. Επίσης, υπενθυμίζω με ιδιαίτερη έμφαση ότι στην Τουρκία, και συγκεκριμένα στην Αδριανούπολη, κρατούνται, επί μακρό ήδη χρονικό διάστημα, αυθαιρέτως και κατά παράβαση κάθε έννοιας Κράτους Δικαίου, δύο στελέχη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτή η απαράδεκτη και αντιδημοκρατική συμπεριφορά της Τουρκίας δεν μπορεί να πλήξει τους δύο ηρωϊκούς Στρατιωτικούς μας, αφού το ηθικό τους είναι ακμαίο στον υπέρτατο βαθμό, αποδεικνύοντας στην πράξη τι σημαίνει Ελληνικός Στρατός και Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Πλήττει όμως, καιρίως, το κύρος της Τουρκίας και της ηγεσίας της.  Διότι αυτή η αυθαιρεσία, που έχει προκαλέσει την Ευρωπαϊκή αλλά και την Διεθνή κατακραυγή, είναι πλήγμα κατά της Δημοκρατίας, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, εν γένει, του Πολιτισμού μας.  Η Τουρκική ηγεσία, στην νέα περίοδο που μόλις ξεκίνησε γι’ αυτήν με την επανεκλογή του Προέδρου της, κ. Ταγίπ Ερντογάν,  ας αναλογισθεί τις ευθύνες της απέναντι στην Ελλάδα, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Διεθνή Κοινότητα, που προκύπτουν από την στάση της στο θέμα των δύο Ελλήνων Στρατιωτικών.

Κύριε Δήμαρχε,
Φεύγοντας από τον Ιστορικό Δήμο Μονεμβασίας, παίρνω, μαζί με τις νοερές αποσκευές μου, τις άριστες εντυπώσεις της λαμπρής φιλοξενίας που μου επιφυλάξατε. Κυρίως δε την πεποίθηση ότι εσείς, οι Μονεμβασιώτες, έχετε βαθιά χαραγμένο στην ψυχή και στον νου σας το αίσθημα της ευθύνης για την μοίρα του Τόπου. Αυτά τα διδάγματα, να είσθε βέβαιοι, θα οδηγούν τα έργα μου κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ως το τέλος της θητείας μου, και όχι μόνον.
Ευχαριστώ, και πάλι, θερμώς.
 
(Φωτογραφία ΑΠΕ-ΜΠΕ: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΣ)