Σημεία αντιφώνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την ανακήρυξή του σ’ επίτιμο δημότη του Δήμου Ναυπακτίας

Κύριε Δήμαρχε,

Αισθήματα εξαιρετικής τιμής αλλά και ειλικρινούς συγκίνησης με διακατέχουν κατά την τελετή αυτή, στο πλαίσιο της οποίας με ανακηρύξατε Επίτιμο Δημότη σας. Και τα αισθήματα αυτά τα δικαιολογεί πλήρως η μακραίωνη και λαμπρή Ιστορία του Τόπου σας, με αποκορύφωμα την ιστορική Ναυμαχία της Ναυπάκτου, που έλαβε χώρα 448 χρόνια πριν και η οποία, όπως θα εκθέσω στην συνέχεια, δίνει αφορμή για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων που αποτελούν πολύτιμους οδηγούς πλεύσης ανάμεσα στις συμπληγάδες της σύγχρονης διεθνούς συγκυρίας.

Ι. Στο σημείο όμως αυτό, επιτρέψατέ μου ν’ αναφερθώ, κατ’ ανάγκην εν συντομία, σε μερικούς μόνον, πλην όμως κρίσιμους, σταθμούς της Ιστορίας της Ναυπάκτου:

A. Ξεκινώντας από τους αρχαίους χρόνους, υποστηρίζεται πως η Πόλη σας πήρε τ’ όνομά της από τις λέξεις «ναυς» και «πήγνυμι», που σχηματίζουν την φράση «κατασκευάζω πλοίο».

1. Για πρώτη φορά εμφανίζεται το 1104 π.Χ. με τους Δωριείς, οι οποίοι, στην κάθοδό τους, χρησιμοποίησαν την Ναύπακτο για να κατασκευάσουν υποτυπώδη πλοιάρια, σχεδίες για την ακρίβεια. Η Πόλη ανήκε αρχικώς στους Εσπέριους Λοκρούς. 

2. Το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι  αφαίρεσαν την Ναύπακτο από την κυριαρχία των Λοκρών και στην Πόλη εγκαταστάθηκαν οικογένειες Μεσσηνίων, που είχαν εκδιωχθεί από τους Σπαρτιάτες.  

3. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, η Αθήνα έστειλε στην περιοχή τον Φορμίωνα μαζί με πλοία, ενώ η Σπάρτη τον  Κνήμο, ο οποίος τελικώς ηττήθηκε στην ναυμαχία που ακολούθησε (429 π.Χ.). 

4. Το 426 π.Χ., με προτροπή των Μεσσηνίων της Πόλης, εξεστράτευσε κατά των Αιτωλών  ο Αθηναίος στρατηγός Δημοσθένης. Οι Αιτωλοί τον αντιμετώπισαν στο Αιγίτιο και τον ανάγκασαν να υποχωρήσει. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός Ευρύλοχος, έχοντας την βοήθεια των Εσπέριων Λοκρών, μ’ επικεφαλής την Άμφισσα, προήλασε στην Ναύπακτο.

5. Το 369 π.Χ., μετά την ήττα των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς (405 π.Χ.), οι Μεσσήνιοι εγκαταλείπουν την Πόλη και αναχωρούν για την Σικελία. Η Ναύπακτος περνά ξανά στον έλεγχο των Λοκρών. Οι Αχαιοί κυριεύουν την Πόλη, αλλά τελικώς τους εκδιώκει ο Θηβαίος  στρατηγός Επαμεινώνδας, το 361 π.Χ.

6. Το 350 π.Χ., ο Φίλιππος Β′ της Μακεδονίας παραχωρεί την Πόλη στους Αιτωλούς. Από το 338 π.Χ., η Πόλη γίνεται κέντρο της Αιτωλικής Συμπολιτείας, όπου συνέρχονταν τα συμβούλιά της. Η δε Ναυπακτία ονομάσθηκε «Αιτωλία Επίκτητος». Μάλιστα, μετά τους πολέμους με τους Αχαιούς και την καταστροφή της πόλης του Θέρμου,  η Ναύπακτος γίνεται, κατ’ ουσίαν, πρωτεύουσα της Αιτωλίας. Το 191 π.Χ., οι Ρωμαίοι, αφού πολιόρκησαν την Πόλη, έλυσαν την πολιορκία υπογράφοντας ανακωχή με τους Αιτωλούς.

7. Κατά την διάρκεια της κυριαρχίας των Ρωμαίων, η Πόλη γνώρισε ακμή λόγω της σημαντικής της θέσης, ακριβώς απέναντι από την Πελοπόννησο. 

8. Στ’ ανωτέρω αξίζει να προστεθούν οι ακόλουθες επισημάνσεις, οι οποίες είναι δηλωτικές του πολιτισμού που αναπτύχθηκε κατά τους χρόνους εκείνους από τους ένδοξους Προγόνους σας:

α) Πρώτον, αποικία της Ναυπάκτου ήταν η νήσος Κέα, που έλαβε το όνομά της από έναν ήρωα της Πόλης.

β) Δεύτερον, από την Ναύπακτο καταγόταν ο ποιητής Καρκίνος – ο οποίος, όπως υποστήριζε ο Χάρων, έγραψε το ποίημα «Ναυπάκτια έπη», κάτι όμως που ο Παυσανίας αμφισβητούσε- καθώς και οι αγαλματοποιοί Μέναιχμος και Σοΐδας.

γ) Τρίτον, στην Πόλη υπήρχαν πολλοί ναοί, όπως του  Ποσειδώνα, της Αρτέμιδας, της Αφροδίτης και του Ασκληπιού.

Β. Όσον αφορά τους Βυζαντινούς Χρόνους, και τότε η Ναύπακτος υπήρξε σημαντική πόλη, καθώς αποτελούσε λιμάνι των ταξιδιωτών που είχαν ως προορισμούς την Ιταλία και την Κωνσταντινούπολη.

1. Τότε, υπαγόταν στην επαρχία Ελλάδος ή Αχαΐας. Το φρούριό της επισκευάσθηκε ριζικώς στα χρόνια του Ιουστινιανού, αλλά το 553 η Πόλη καταστράφηκε από σεισμό. Επίσης, καταστροφές υπέστη από επιδρομές διάφορων λαών, όπως οι Σλάβοι, κατά τον 6ο και 7ο αιώνα. Την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ′ του Πορφυρογέννητου, έγινε πρωτεύουσα του Πέμπτου Θέματος της Ευρώπης (Ελλάς), ενώ τον 10ο αιώνα συνενώθηκε με το Όγδοο Θέμα της Νικοπόλεως και έγινε έδρα του νέου Θέματος.

2. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, η Πόλη έγινε μέρος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, για περίπου έναν αιώνα (1204-1294). Το 1294 ο Δεσπότης της Ηπείρου, Νικηφόρος Α′ Κομνηνός Δούκας, πάντρεψε την κόρη του, Θαμάρ, και έδωσε την Πόλη προίκα στον γαμπρό του Φίλιππο, πρίγκιπα του Τάραντα. Αυτός οχύρωσε την Πόλη και έκοψε νομίσματα.

3. Αργότερα, η Πόλη περιήλθε στην επικράτεια του Δουκάτου των Νέων Πατρών και κατόπιν πέρασε στην κυριαρχία του Αρβανίτη Μπούα Σπάτα. Την περίοδο εκείνη, η Πόλη ονομαζόταν από τους Έλληνες Έπακτος ή Έπαχτος και από τους Φράγκους Νεοπάντ-Νεπάντ-Λεπάντ ή Λεπάντο.

4. Πέρασε ένα διάστημα Ενετοκρατίας, από το 1407 ώσπου να πέσει στα χέρια των Τούρκων, το 1499. Τότε, έλαβε και την σημερινή του μορφή το κάστρο της Πόλης. Το 1458, ο Μωάμεθ Β′ ο Πορθητής πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Πόλη, η οποία παρέμεινε στα χέρια των Βενετών. Το 1499, ο Βαγιαζήτ ο Β′, με τον Τουρκικό στόλο, ανάγκασε τους Βενετούς να του παραδώσουν την Πόλη.

ΙΙ. Έτσι φθάνουμε σ’ ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός της Ευρωπαϊκής πολεμικής ιστορίας -για ν’ ακριβολογήσω, της Παγκόσμιας ιστορίας- αφού η Ευρώπη ήταν, την εποχή εκείνη, το πεδίο της πολιτικής αλλά και στρατιωτικής αναμέτρησης των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήταν άλλωστε Ευρωπαϊκές. Πράγματι, η Ναυμαχία της Ναυπάκτου υπήρξε από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες όλων των εποχών, τόσο για τον αριθμό των σκαφών που ενεπλάκησαν σε αυτήν, όσο και για την τακτική που εφαρμόσθηκε. Έλαβε χώρα στις  7 Οκτωβρίου 1571, στην ευρύτερη περιοχή της Ναυπάκτου -τότε Λέπαντο- με αντιπάλους τα Χριστιανικά κράτη της Δύσης και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έληξε την ίδια μέρα, με θριαμβευτική επικράτηση των Δυτικών. Αλλ’ ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή, προκειμένου να ξετυλίξουμε τον «μίτο της Αριάδνης» γύρω από το τι οδήγησε σε αυτή την Ναυμαχία, πώς αυτή διεξήχθη και ποιές ήταν οι συνέπειές της, τόσο για τις κατοπινές πολιτικές εξελίξεις όσο και για την ναυτική τέχνη και, κυρίως, για την ναυπηγική.

Α. Η κυριαρχία των Οθωμανών στην Μεσόγειο, μετά και την κατάκτηση της Κύπρου (1571), τροφοδότησε τις επεκτατικές τους διαθέσεις προς δυσμάς. Τα Χριστιανικά κράτη αφυπνίσθηκαν, παραμέρισαν για λίγο τις διαφορές τους, και με πρωτοβουλία του Πάπα Πίου Ε’ συγκρότησαν, στις 25 Μαΐου  1571, τον «Ιερό Αντιτουρκικό Συνασπισμό («Sacra Liga Antiturca»). Τον αποτελούσαν η Ισπανία, η Βενετία, η Γένουα, το Παπικό Κράτος, η Σαβοΐα, η Μάλτα και άλλες μικρότερες πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου. Αποφασίσθηκε η συγκρότηση στόλου και η αποστολή του στην ανατολική Μεσόγειο.

Β. H ναυτική δύναμη, μ’ επικεφαλής τον νεαρό Ισπανό πρίγκηπα Δον Χουάν της Αυστρίας, συγκεντρώθηκε στην Μεσίνα της Σικελίας και με τις ευλογίες του Πάπα απέπλευσε στις 16 Σεπτεμβρίου  1571. Δέκα μέρες αργότερα, ο στόλος έφθασε στην Κεφαλονιά, όπου πραγματοποίησε τις τελευταίες του προετοιμασίες, ενόψει της αναμέτρησής του με τον Οθωμανικό, που ναυλοχούσε στην Ναύπακτο.

Γ. Ο συμμαχικός στόλος αριθμούσε 210 γαλέρες, 30 φρεγάτες, 24 μεταφορικά πλοία και άλλα μικρότερα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα των πλοίων έφθαναν τους 38.000 άνδρες, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Έλληνες από τα νησιά του Ιονίου και την Κρήτη. Πλούσιοι Έλληνες είχαν εξοπλίσει πλοία και βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της επιχείρησης, όπως ο Κερκυραίος Στυλιανός Χαλικιόπουλος, ο Ζακυνθινός Μαρίνος Σιγούρος και ο Κρητικός Μανούσος Θεοτοκόπουλος, αδελφός του ζωγράφου Δομήνικου Θεοτοκόπουλου.

Δ. Ο Οθωμανικός στόλος, μ’ επικεφαλής τον Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασά, είχε 210 γαλέρες και 50 άλλα πλοία συνοδείας. Τα πληρώματα έφθαναν τους 47.000 άνδρες, από τους οποίους 15.000 ήταν Έλληνες, βίαια στρατολογημένοι. Η τουρκική αρμάδα ήταν αποκλειστικά κωπήλατη, ενώ ο συμμαχικός στόλος διέθετε και ιστιοφόρα πλοία, που ήταν το νέο στοιχείο της ναυτικής μάχης.

Ε. Η αποφασιστική αναμέτρηση δόθηκε στις εκβολές του Αχελώου ποταμού, κοντά στα νησάκια Εχινάδες, στις 7 Οκτωβρίου 1571, αλλά έμεινε στην ιστορία ως Ναυμαχία της Ναυπάκτου.

1. Από το πρωί έως αργά το απόγευμα η σύγκρουση διεξαγόταν με τρομερή ένταση. Ο αγώνας, σε ορισμένες φάσεις, μεταφέρθηκε από κατάστρωμα σε κατάστρωμα και γινόταν σώμα με σώμα. Ο Χριστιανικός στόλος, με αρτιότερο οπλισμό και καλύτερη τακτική, νίκησε κατά κράτος τον αντίπαλό του, που ήταν σχεδόν αήττητος ως τότε.

2. Η Οθωμανική πλευρά κατόρθωσε να διασώσει μόλις 50 πλοία, ενώ οι απώλειες σ’ έμψυχο δυναμικό ανήλθαν σε 20.000 νεκρούς. Ανάμεσά τους ήταν ο Μουεζίν Ζαντέ Αλή Πασάς, ο αιγύπτιος αρχηγός Μεχμέτ Σιρόκο και 160 μπέηδες. Οι σύμμαχοι έχασαν 8.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και ο Βενετός ναύαρχος Αγκοστίνο Μπαρμπαρίγκο, ενώ καταστράφηκαν και 20 γαλέρες. Βαρύς ήταν ο φόρος που πλήρωσε και το Ελληνικό στοιχείο. Οι ιστορικοί υπολογίζουν ότι το 30-40% των νεκρών πρέπει να ήταν Έλληνες, αν υπολογίσουμε την σύνθεση των πληρωμάτων και των δύο πλευρών. Πάντως, αρκετοί Έλληνες, που είχαν στρατολογηθεί δια της βίας από τους Οθωμανούς, απέκτησαν ύστερα την ελευθερία τους.

ΙΙΙ. Ως άμεσα αποτελέσματα της ναυμαχίας της Ναυπάκτου θα μπορούσαν να θεωρηθούν τ’ ακόλουθα:

A. Το γεγονός ότι η νίκη των συμμάχων χαιρετίσθηκε μ’ ενθουσιασμό στην Δύση. Συγκεκριμένα:

1. Μεγάλοι ζωγράφοι της εποχής, όπως ο Τιντορέτο, ο Τιτσιάνο και ο Βερονέζε, απαθανάτισαν με έργα τους σκηνές της Ναυμαχίας, ενώ ο Ελ Γκρέκο φιλοτέχνησε το πορτρέτο του μεγάλου νικητή, Δον Χουάν της Αυστρίας.

2. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικά τα λόγια του συγγραφέα του «Δον Κιχώτη», Μιγκέλ ντε Θερβάντες, που πήρε μέρος, ως υπαξιωματικός της γαλέρας Μαρκέσα (Marquesa),  στην Ναυμαχία της Ναυπάκτου: «Ήταν η πιο μεγαλόπρεπη στιγμή που γνώρισαν οι περασμένοι ή τούτοι οι σημερινοί καιροί, ή που θα δούνε οι μελλούμενοι». Αν και άρρωστος, με πυρετό την ημέρα εκείνη, ο Θερβάντες πολέμησε και πληγώθηκε τρεις φορές από σφαίρα, δύο στο στήθος και μία που του άφησε μόνιμη αναπηρία στο αριστερό του χέρι. Στο «Ταξίδι στον Παρνασσό» (1614) αναφέρει ότι στην Ναύπακτο αχρηστεύθηκε το αριστερό του χέρι «προς δόξαν του δεξιού», υπαινισσόμενος την κατοπινή επιτυχία του πρώτου μέρους του Δον Κιχώτη. Ο Θερβάντες πάντα ένοιωθε υπερήφανος για την συμμετοχή του στην εν λόγω Ναυμαχία, ενώ συμπλήρωνε σε κείμενό του γι’ αυτήν: «Την ημέρα εκείνη διαλύθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο η μέχρι τότε υφιστάμενη πεποίθηση ότι οι Τούρκοι ήταν στη θάλασσα αήττητοι». 

B. Δυστυχώς, οι τότε Ευρωπαίοι Ηγεμόνες άργησαν πολύ να επωφεληθούν των νέων δυναμικών που δημιούργησε στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή το νικηφόρο γι’ αυτούς αποτέλεσμα της Ναυμαχίας της Ναυπάκτου. Η συντριβή των Οθωμανών μπορεί ν’ ανέκοψε την επεκτατική πολιτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη, δεν επέφερε όμως τα επιθυμητά αποτελέσματα για τα Χριστιανικά κράτη της Δύσης. Ο Σουλτάνος κατάφερε να διατηρήσει την κυριαρχία του στην Μεσόγειο, για πολύ καιρό ακόμη. Από την άλλη, όμως, η Ναυμαχία αυτή σήμανε το τέλος των επιδιώξεων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για μιαν έξοδο στον Ατλαντικό.

Γ. Για τους υπόδουλους Έλληνες, η νίκη των συμμάχων ήταν μια χαραμάδα ελπίδας αναφορικά με την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Επαναστάτησαν πολλές περιοχές (Μάνη, Πάτρα, Αίγιο, Γαλαξίδι, Πάργα, Ηγουμενίτσα, Βόνιτσα, Άνδρος, Πάρος, Νάξος), αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έπρεπε να περιμένουν την Εθνεγερσία του 1821. Τότε,  οι Ηρωϊκοί Πρόγονοί σας εξεγέρθηκαν. Οι επιχειρήσεις στην πόλη της Ναυπάκτου άρχισαν τον Μάϊο. Η αντίσταση των Τούρκων ήταν επιτυχημένη και κράτησε αρκετά χρόνια. Στις 18 Απριλίου 1829, όμως,  απελευθερώθηκε οριστικά από τους Τούρκους, όταν ο Ανδρέας Μιαούλης  απέκλεισε το λιμάνι της Πόλης και ανάγκασε τους Τούρκους να παραδώσουν το φρούριο.

Δ. Η ναυμαχία της Ναυπάκτου είχε, επίσης, ένα τεράστιας σημασίας θετικό αποτέλεσμα, που συνιστά «αλλαγή παραδείγματος» -έστω κι αν χρησιμοποιώ κάπως ελεύθερα εν προκειμένω τον όρο του ονομαστού επιστημολόγου Thomas Kuhn– όσον αφορά τις εξελίξεις στην ναυπηγική. Η Ναυμαχία της Ναυπάκτου σηματοδότησε το τέλος των κωπήλατων πολεμικών πλοίων και την «ανατολή» των ιστιοφόρων στους κατά θάλασσα αγώνες. Μια ιστορική διαδρομή 2.500 ετών και πλέον, του κουπιού, που είχε ξεκινήσει από την Αργοναυτική εκστρατεία, έφθασε στο τέλος της, για να δώσει την σειρά του στο πανί  ως κύριο μέσο πρόωσης, που βεβαίως είχε ξεκινήσει εξ ανάγκης στα εμπορικά πλοία, λόγω των μεγάλων αποστάσεων τις οποίες έπρεπε να καλύψουν. Προσαρμοζόμενες σε αυτήν την, τότε σύγχρονη, εξέλιξη, η ναυτική τέχνη και η ναυπηγική άρχισαν να παρουσιάζουν τεράστια ιστιοφόρα, για να καταλήξουν στα λεγόμενα Δίκροτα ή και Τρίκροτα, που θα καλύψουν ανάγκες των επόμενων πέντε αιώνων, προκειμένου και αυτά να «υποκλιθούν» μετέπειτα στην νεότερη γενιά του ατμού και του σιδήρου.

IV. Τέλος, ας μου επιτραπεί η διατύπωση μερικών ακόμη σκέψεων, με αφορμή την Ναυμαχία της Ναυπάκτου και τα όσα επακολούθησαν. Αφορμή παίρνω από εκείνο που έχει τονίσει ο σπουδαίος Άγγλος ιστορικός, E.Η. Carr, στο κλασικό του βιβλίο, «Τι είναι Ιστορία – Σκέψεις για τη θεωρία της Ιστορίας και το ρόλο του ιστορικού», ότι δηλαδή «η Ιστορία ασχολείται με τη σχέση του μοναδικού και του γενικού». Και προσθέτει ο Carr: «Ως ιστορικός, είναι αδύνατον κανείς να τα ξεχωρίσει, ή να δώσει στο ένα προτεραιότητα έναντι του άλλου, όπως ακριβώς είναι αδύνατον να ξεχωρίσει το γεγονός από την ερμηνεία του».1 Σε μια απόπειρα, λοιπόν, μιας τέτοιας ερμηνείας -και χωρίς να διεκδικώ την ιδιότητα του ιστορικού- επιτρέψατέ μου να θεωρήσω ότι επιβάλλεται η αποστολή ενός πολιτικού μηνύματος, που ερείδεται μεν στα συμπεράσματα από την νίκη κατά την Ναυμαχία της Ναυπάκτου, πλην όμως αφορά τα τεκταινόμενα στην σύγχρονη Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.

Α. Το μήνυμα αφορά τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής μας, και πρωτίστως, την Μεγάλη Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση.

1. Και συνίσταται στο ότι, όταν πρόκειται για την υπεράσπιση της Ειρήνης και της Δημοκρατίας, μέσω της αντίστοιχης υπεράσπισης της εφαρμογής τους Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, δεν είναι επιτρεπτό να υπάρχουν δισταγμοί και ολιγωρίες. Διότι αυτές οι καταστάσεις -όπως αποδεικνύει και η σημερινή, κρίσιμη, διεθνής συγκυρία- υπονομεύουν την Ειρήνη, καταλύουν την Δημοκρατία και περιθωριοποιούν τον Άνθρωπο και τα Θεμελιώδη Δικαιώματά του. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, λοιπόν, και ιδίως η Ευρωπαϊκή Ένωση -λόγω και του πλανητικού της ρόλου, που συνίσταται στην υπεράσπιση των αρχών και αξιών της Ειρήνης, της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- πρέπει να παρεμβαίνουν, ανά πάσα στιγμή, εγκαίρως και αποτελεσματικώς, και να διασφαλίζουν τον πλήρη σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

2. Ειδικότερα δε, ως προς την Μεγάλη Ευρωπαϊκή μας Οικογένεια, την Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρούμε ανεπίτρεπτη για την Ιστορία της, το μέλλον της και την προοπτική της την σημερινή κατάσταση, η οποία καταλήγει στο να μένει ατροφικός ο βασικός, κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πυλώνας της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και της Πολιτικής Ασφάλειας. Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή αλλά και η Παγκόσμια, χαλεπή, συγκυρία καθιστούν αναγκαία την ανάδειξη των πραγματικών δυνατοτήτων αυτού του, τόσο κρίσιμου για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πυλώνα.

Β. Επίσης, από εδώ, την Ναύπακτο, κατ’ αυτή την ιστορική Επέτειο στέλνουμε προς την γείτονα Τουρκία το ακόλουθο μήνυμα:

1. Εμάς, τους Έλληνες, το παρελθόν μας διδάσκει όχι την εκδίκηση, αλλά την ανάγκη εμπέδωσης της φιλίας και της ειρηνικής συνύπαρξης. Τούτο, όμως, προϋποθέτει τον εκ μέρους της Τουρκίας πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πολλώ μάλλον όταν από τον σεβασμό αυτόν εξαρτάται και η Ευρωπαϊκή της προοπτική.

2. Επίσης, διαμηνύουμε προς την Τουρκία ότι εμείς, οι Έλληνες, εάν και οσάκις χρειασθεί, θα επιβάλλουμε τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, έχοντας μάλιστα και την στήριξη των Συμμάχων μας στο ΝΑΤΟ και των Εταίρων μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και θα το πράξουμε υπό όρους αρραγούς ενότητας, όπως το έχουμε αποδείξει κάθε φορά που υπερασπιζόμαστε τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια.

Κύριε Δήμαρχε,

Με τις σκέψεις αυτές σας ευχαριστώ, εκ νέου, θερμώς για την μεγάλη τιμή, την οποία μου περιποιήσατε με την ανακήρυξή μου σ’ Επίτιμο Δημότη σας. Να είσθε βέβαιος ότι θα πράξω ό,τι μου αναλογεί, προκειμένου να φανώ αντάξιος αυτής της τιμής, υπερασπιζόμενος, στο ακέραιο, την Πατρίδα μας και τα συμφέροντα του Λαού μας και του Έθνους μας.

1 Ε. Χ. Καρ, «Τι είναι Ιστορία; – Σκέψεις για τη θεωρία της Ιστορίας και το ρόλο του ιστορικού», μτφρ. Αντρέας Παππάς, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1999, σελ. 92.