Σημεία δηλώσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου μετά την συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Αρμενίας κ.Armen Sarkissian

Κύριε Πρόεδρε,

Αγαπητέ Φίλε Armen,

Ευχαριστώ ειλικρινώς για την πρόσκληση να επισκεφθώ την Χώρα σας καθώς και για την θερμή υποδοχή, την οποία μου επιφυλάξατε. Είμαι βέβαιος ότι η επίσκεψή μου αυτή θα συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση των, ήδη εξαιρετικών, σχέσεων μεταξύ των Χωρών μας. Πιστεύω ότι οι τόσο παραγωγικές συζητήσεις μας, οι οποίες προηγήθηκαν, μπορούν να συμπυκνωθούν στα εξής, βεβαίως ως προς τις θέσεις της Ελλάδας, τόσο για τις διμερείς μας σχέσεις όσο και για τις θεσμικές και πολιτικές συντεταγμένες της εν γένει συνεργασίας μας.

  1. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας, οι οποίες, όπως ήδη τόνισα, βρίσκονται σ’ εξαιρετικό επίπεδο, ανατρέχουν σε μεγάλο βάθος χρόνου και εδράζονται σε μια σταθερή φιλία, αλληλοκατανόηση και δημιουργική συνεργασία. Δεν παραλείπω να υπενθυμίσω ότι σημαντικό και άκρως θετικό ρόλο προς την κατεύθυνση αυτή διαδραματίζουν οι Κοινότητές μας, ιδίως δε η Αρμενική Κοινότητα στην Ελλάδα και η Ελληνική Κοινότητα στην Αρμενία.

Α. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας είναι σε τέτοιο βαθμό αρμονικές, ώστε ξεπερνούν το διμερές πλαίσιο και εκτείνονται στο ευρύτερο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας. Και τούτο διότι έχουμε γενικευμένη ταύτιση απόψεων σε πολλά και σημαντικά διεθνή θέματα, κατ’ εξοχήν δε ταύτιση απόψεων σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση της Ειρήνης, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, με βασική -πολιτική και θεσμική- αντηρίδα την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, στο σύνολό του. Μέσα σε αυτό το πνεύμα καλωσορίζουμε την Αρμενία στο Forum Αρχαίων Πολιτισμών, με την πεποίθηση ότι η δική της πλούσια Αρχαία Κληρονομιά θα συμβάλλει στην ευόδωση του μεγάλου εγχειρήματος του Διαλόγου των Πολιτισμών.

Β. Τα ως άνω δεδομένα συνεργασίας ενισχύει ουσιωδώς η Τριμερής Συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και Αρμενίας. Η οποία είχε μεν ως αφετηρία τα ζητήματα Διασποράς, πλην όμως απέκτησε, στο μεταξύ, πολύ ευρύτερη δυναμική, οδηγώντας σε μια πραγματικά πολυσχιδή συνεργασία μεταξύ των τριών Χωρών.

Γ. Όμως, τα θεμέλια της τόσο ειλικρινούς φιλίας και στενής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας εδράζονται και στις μαρτυρικές στιγμές που έχουν ζήσει τα Έθνη μας. Στιγμές, τις οποίες οφείλουμε να μην ξεχνάμε, ούτε κατ’ ελάχιστο, όχι γιατί μας διακατέχουν αισθήματα εκδίκησης απέναντι στους θύτες μας. Αλλά διότι αυτή η μνήμη μας οδηγεί στο να υπηρετούμε, για πάντα, την μεγάλη Ανθρωπιστική αρχή: Ποτέ ξανά. Τούτες οι μαρτυρικές στιγμές είναι ποτισμένες με το αίμα των τραγικών Θυμάτων βάρβαρων Γενοκτονιών, συγκεκριμένα δε της Γενοκτονίας των Αρμενίων από την μια πλευρά και της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, από την άλλη. Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρος, όταν το 1996, με το ν. 2397/1996, αναγνώρισε την Γενοκτονία των Αρμενίων και καθιέρωσε την 24η Απριλίου Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ενώ το 2014 ποινικοποίησε την άρνησή της. Από την πλευρά της, το 2015 η Ολομέλεια της Εθνοσυνέλευσης της Δημοκρατίας της Αρμενίας αναγνώρισε την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Και εμείς, οι Έλληνες, χαιρετίζουμε το γεγονός ότι η διεθνής αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων διευρύνεται εντυπωσιακά, με κορυφαίο παράδειγμα το εντελώς πρόσφατο ψήφισμα της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ. Διαμηνύουμε δε προς την φίλη και γείτονα Τουρκία ότι θα ήταν προς το συμφέρον της και υπέρ της ενίσχυσης του διεθνούς της κύρους μια γενναία έκφραση συγγνώμης για τα εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας, που διέπραξαν άφρονες ηγεσίες της στο παρελθόν, τόσο εναντίον των Αρμενίων όσο και εναντίον των Ελλήνων.

  1. Έχω χρέος, στο πλαίσιο της επίσκεψής μου στην Αρμενία, να υπενθυμίσω ότι η Ελλάδα, ως μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπερασπίζεται, υπέρ πάντων -και όχι μόνον υπέρ των φίλων και γειτόνων της- την Ειρήνη, την Δημοκρατία και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου, έχοντας ως αποκλειστικό γνώμονα την πιστή εφαρμογή του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο σύνολό τους. Μέσα δε σε αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα πρωταγωνιστεί στο πεδίο του Διαλόγου των Πολιτισμών, αφού ο Διάλογος αυτός είναι το πιο πρόσφορο μέσο μιας αποτελεσματικής υπεράσπισης της Ειρήνης, και μάλιστα σε βάθος χρόνου.

Α. Με βάση αυτή την πολιτική η Ελλάδα:

1. Πρώτον, αναγνωρίζει και στηρίζει την ειρηνική επίλυση του ζητήματος του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με μόνο γνώμονα το Διεθνές Δίκαιο. Και κατά τούτο υποστηρίζει τις προσπάθειες της Ομάδας Μίνσκ του ΟΑΣΕ για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης.

2. Δεύτερον, υποστηρίζει την ολοένα και μεγαλύτερη προσέγγιση μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αρμενίας. Απτό δε δείγμα γραφής αυτής της στάσης της Ελλάδας είναι και το ότι έχουμε δρομολογήσει, και μάλιστα κατά προτεραιότητα, τις απαραίτητες διαδικασίες κύρωσης της Περιεκτικής και Ενισχυμένης Συμφωνίας Εταιρικής Σχέσης μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αρμενίας.

Β. Συνεπής στην προαναφερόμενη πορεία της εντός της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα υπερασπίζεται τα Εθνικά της Θέματα και τα Εθνικά της Δίκαια με μόνο γνώμονα τον πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου στο σύνολό τους συμπεριφερόμενη, κατά συνέπεια, και ως αξιόπιστος εγγυητής της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Ειδικότερα:

1. Ως προς το Κυπριακό ζήτημα: Κατ’ αρχήν, υπενθυμίζω ότι το Κυπριακό αποτελεί κατ’ εξοχήν Διεθνές και, κυρίως, Ευρωπαϊκό ζήτημα. Η Ελλάδα και η Κύπρος, όπως το έχουν αποδείξει εμπράκτως, επιδιώκουν, το συντομότερο δυνατό, την δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού ζητήματος. Όμως, όπως είναι αυτονόητο, η λύση αυτή είναι νοητή μόνον υπό όρους πλήρους σεβασμού του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Επικεντρώνοντας την σκέψη μου στο πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου, υπενθυμίζω ότι η Κυπριακή Δημοκρατία μόνον ως Ομοσπονδιακό Κράτος μπορεί να νοηθεί, δοθέντος ότι οιασδήποτε μορφής Συνομοσπονδία αντίκειται στα στοιχειώδη δεδομένα του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Περαιτέρω, κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο η Κυπριακή Δημοκρατία, ως πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν είναι νοητή με περιορισμένη κυριαρχία, την οποία θα επέφερε η ανοχή στρατευμάτων κατοχής και αναχρονιστικών εγγυήσεων τρίτων. Τούτο είναι αντίθετο προς κάθε έννοια του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ιδίως δε αντίθετο προς τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπροσθέτως, θα δημιουργούσε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο για την κυριαρχία κάθε άλλου Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Ως προς τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας: Όπως έχουμε αποδείξει -και αποδεικνύουμε πάντα με συνέπεια- επιδιώκουμε σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας με την Τουρκία και στηρίζουμε την Ευρωπαϊκή της προοπτική.

α) Τούτο όμως έχει ως θεμελιώδη και αυτονόητη προϋπόθεση τον εκ μέρους της πλήρη και ειλικρινή σεβασμό του συνόλου του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Και όσον αφορά το Διεθνές Δίκαιο διευκρινίζω, για πολλοστή φορά, ότι αναπόσπαστο μέρος του είναι και το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως έχει κωδικοποιηθεί με την Συνθήκη του Montego Bay του 1982, βάσει του οποίου οριοθετείται η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Το Δίκαιο της Θάλασσας δεσμεύει και την Τουρκία, μολονότι δεν έχει προσχωρήσει στην Συνθήκη του Montego Bay, διότι παράγει, κατά τη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, εφαρμοστέους erga omnes.

β) Άρα η Τουρκία δεσμεύεται να τηρεί και να σέβεται, στο ακέραιο, την Διεθνή και την Ευρωπαϊκή Νομιμότητα και, μεταξύ άλλων, την Κυριαρχία, τα Σύνορα και το Έδαφος καθώς και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ελλάδας, που είναι και Σύνορα, Έδαφος και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν δεν το πράξει, υπονομεύει ευθέως, και με δική της αποκλειστικώς ευθύνη, την φιλία και την καλή γειτονία μεταξύ μας καθώς και την όποια Ευρωπαϊκή της προοπτική.

γ) Υπ’ αυτό το πνεύμα καταδικάζουμε απερίφραστα και την προκλητική επέμβαση της Τουρκίας στην Συρία, η οποία προσβάλλει βάναυσα το Διεθνές Δίκαιο. Και διευκρινίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν πρόκειται ν’ ανεχθεί αυτή την αυθαίρετη συμπεριφορά.

3. Ως προς την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Η Ελλάδα, ως πλήρες και αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, στηρίζει την προοπτική ένταξης στην Μεγάλη Ευρωπαϊκή Οικογένεια κρατών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα οποία δεν είναι μέλη της. Ως εκ τούτου, είναι αντίθετη με την τακτική των a priori αποκλεισμών. Πλην όμως η κάθε μορφής προώθηση της ενταξιακής τους διαδικασίας έχει ως θεμελιώδη προϋπόθεση την εκ μέρους των κρατών αυτών συμμόρφωση προς το σύνολο του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Και ως προς αυτή την προϋπόθεση δεν νοείται, ούτε καθ’ υποφοράν, οιαδήποτε υποχώρηση, πολλώ δε μάλλον έκπτωση.

Κύριε Πρόεδρε,

Αγαπητέ Φίλε Armen,

Και πάλι ευχαριστώ θερμώς για την θερμή υποδοχή και φιλοξενία σας, ευχόμενος σ’ εσάς προσωπικώς αλλά και στον Αρμενικό Λαό, εκ μέρους του Ελληνικού Λαού, δύναμη, ευημερία και επιτυχία.