Κύριε Δήμαρχε,
Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα η αναγόρευσή μου, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, σ’ Επίτιμο Δημότη Πηνειού. Και έχω χρέος να επισημάνω ότι η παρουσία μου σήμερα εδώ με συγκινεί βαθύτατα, καθώς λαμβάνει χώρα για ν’ αποτίσουμε από κοινού τον επιβαλλόμενο φόρο τιμής στην Ιερή Μνήμη των Προγόνων σας, οι οποίοι, «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία», πολέμησαν, με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, τους εχθρούς του Εθνεγερτικού Αγώνα του 1821. Και έπεσαν όλοι, πλην ενός, στην Μάχη του Βαρθολομιού, μένοντας έτσι πιστοί στο πνεύμα και την παρακαταθήκη των Θερμοπυλών, που διαχρονικά εμπνέει εμάς, τους Έλληνες.
Ι. Στο σημείο αυτό επιτρέψατέ μου ν’ αναφερθώ, έστω δι’ ολίγων αλλά ελπίζω εμπεριστατωμένα, στα όσα προηγήθηκαν της εν λόγω Μάχης αλλά και σε όσα συνέβησαν στην διάρκειά της και ως την τελική της έκβαση. Άλλωστε, ο ιστορικός και πιστός ακόλουθος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Φωτάκος, στα «Απομνημονεύματα» του, αναφερόμενος στην σπουδαιότητά της Μάχης του Βαρθολομιού, υπογραμμίζει ότι: «…η μάχη αυτή είναι μία εκ των μεγαλυτέρων και σημαντικωτέρων, όσαι μέχρι τούδε είχαν γίνει εναντίον του Ιμβραήμ…».
A. To 1825 λοιπόν, δηλαδή κατά τον πέμπτο χρόνο του Αγώνα της Εθνεγερσίας, και ενώ είχαν ήδη σημειωθεί κρίσιμες Ελληνικές νίκες -που προσέφεραν μια πρωτόγνωρη αίσθηση Ελευθερίας στους ως τότε υπόδουλους Έλληνες- πλήττει τους εξεγερμένους Προγόνους μας το πιο επικίνδυνο διαχρονικώς σαράκι μας, ο εφιάλτης της διχόνοιας, που εμφανίζεται με αφορμή την διαφωνία για το ποιος θα ηγηθεί του Αγώνα. Τότε είναι που φυλακίζεται ακόμη και ο Γέρος του Μοριά σε Μοναστήρι στην Ύδρα, μαζί με άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς.
Β. Οι εξελίξεις αυτές προσφέρουν στον Σουλτάνο την ευκαιρία να προσπαθήσει να καταπνίξει την Επανάσταση. Για τον σκοπό αυτό, αποστέλλει στην Πελοπόννησο τον γιό του Αιγύπτιου πασά, Ιμπραήμ, με πολυάριθμο στράτευμα.
1. Ο Ιμπραήμ αποβιβάζεται, τον Φεβρουάριο του 1825, στην Μεθώνη και επιτίθεται κατά των Ελλήνων με σφοδρότητα. Λεηλατεί την Μεσσηνία και κατευθύνεται στην Ηλεία, το φθινόπωρο του 1825, με απώτερο στόχο να φθάσει στο Μεσολόγγι και να ενισχύσει την υπό τον Κιουταχή Πολιορκία του.
2. Την ίδια εποχή, υπό την πίεση των περιστάσεων και τον φόβο μιας πιθανής αρνητικής έκβασης του Αγώνα, απελευθερώνονται οι φυλακισμένοι της Ύδρας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ζητά, τον Οκτώβριο του 1825, από τους Ανδρέα Ζαΐμη, Δημήτριο Πλαπούτα, Γεώργιο Σισίνη και Νικόλαο Σταματελόπουλο, να οργανώσουν την άμυνα των περιοχών τους, ανάμεσα στις οποίες και η Ηλεία.
Γ. Η Μάχη του Βαρθολομιού έλαβε χώρα στο διάστημα από 9 έως 11 Νοεμβρίου 1825, καθώς οι Τουρκοαιγύπτιοι, υπό τον Χουσεΐν Μπέη, κατευθύνθηκαν στο Βαρθολομιό.
1. Συγκεκριμένα, στις 9 Νοεμβρίου του 1825, ισχυρές μονάδες Αιγυπτιακού ιππικού, αφού πρώτα διέσχισαν τον ποταμό Αλφειό με την χρήση πλωτών μέσων, απείλησαν τον Πύργο και την Γαστούνη, ενώ εν συνεχεία επιτέθηκαν κατά των χωριών της περιοχής Δερβιτσελεπή, Καλίτσα, Σαβάλια, Ραβιάτα, Καραγιούζι και Σελήμ Τσαούση, τα οποία κατέκαψαν. Προηγουμένως, οι Αιγύπτιοι είχαν επιχειρήσει να καταλάβουν την Αγουλινίτσα, όμως, συναντώντας πεισματώδη άμυνα εκ μέρους των κατοίκων της, οι οποίοι είχαν οχυρωθεί στην παραπλήσια βαλτώδη λίμνη, υποχρεώθηκαν ν’ αποχωρήσουν με σοβαρές απώλειες.
2. Ήταν στο κοντινό Βαρθολομιό, εδώ, στον γεμάτο μνήμες Ιστορίας Τόπο σας, που η σύγκρουση έλαβε χαρακτήρα σκληρότατου αγώνα, καθώς ένα μεγάλο μέρος των μάχιμων κατοίκων του, αφού πρώτα φρόντισαν ν’ ασφαλίσουν τα μέλη των οικογενειών τους στο γειτονικό Χλομούτσι, οχυρώθηκαν στα σπίτια του χωριού τους, αποφασισμένοι να τα υπερασπίσουν μέχρις εσχάτων.
3. Η μάχη μεταξύ των εγκλείστων και σχεδόν δεκαπλάσιου αριθμού εχθρών -μισοί απ’ τους οποίους ήταν Άραβες ιππείς- κράτησε περί τις 6 ώρες, με εκατέρωθεν σημαντικές απώλειες. Στο πλευρό των ταμπουρωμένων εντός του Βαρθολομιού Ελλήνων μαχητών έσπευσαν ακόμη 150 συγχωριανοί τους, υπό τους οπλαρχηγούς Βέρα και Γεωργάκη, οι οποίοι έφθασαν απ’ το Χλομούτσι το επόμενο πρωϊνό, 10 Νοεμβρίου, κρύφτηκαν μέσα σε αμπελώνες και, τελικώς, σφαγιάσθηκαν από τους σπαθοφόρους ιππείς των εχθρών.
4. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σύρραξη διακόπηκε απότομα λόγω κατακλυσμιαίας βροχής, που είχε ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση του πολεμικού εξοπλισμού των αντιμαχομένων. Ο απολογισμός της μάχης του Βαρθολομιού ήταν τουλάχιστον 350 νεκροί Αιγύπτιοι -σύμφωνα με επιστολή του Γεώργιο Σισίνη προς την Ελληνική επιτροπή Ζακύνθου, με ημερομηνία 24 Νοεμβρίου 1825- και 200 Έλληνες Βαρθολομίτες υπερασπιστές.
Δ. Σε μια παλαιότερη, μάλιστα, ωραία επετειακή ομιλία του φιλολόγου Γεωργίου Κουρκούτα, παρατίθεται η ακόλουθη περιγραφή της Μάχης του Βαρθολομιού, όπως μας έχει παραδοθεί από τον ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα, ιατρό Κωνσταντίνο Γρ. Κυριακόπουλο: «Στην αρχική φάση, οι ευρισκόμενοι στο Βαρθολομιό Έλληνες αμυνόντουσαν καλά, εστερούντο όμως πολεμοφοδίων και ήσαν σχετικώς λίγοι. Μία εσφαλμένη εκτίμηση οδήγησε τους επί κεφαλής των Ελλήνων στο Κάστρο του Χλεμουτσίου σε υποτίμηση του αντιπάλου. Ξεκίνησαν 180 Έλληνες με επί κεφαλής τον καπετάν Βέρα και τον καπετάν Γιωργάκη Βαρθαλαμιώτη, «άνδρας τω όντι γενναιοτάτους», κατά τον ιστορικό του 1821 Αμβρόσιο Φραντζή, ως βοήθεια-επικουρία των αμυνομένων στο Βαρθολομιό. Ήδη όμως οι ευρισκόμενοι στο Βαρθολομιό επολιορκούντο από 1000 ιππείς, κατά τον Γ. Σισίνη, στην επιστολή στην Επιτροπή της Ζακύνθου, ή 500 ιππείς και 4000 πεζούς, κατά τον Φραντζή. Όταν οι Αιγύπτιοι είδαν την ερχομένη επικουρία των Ελλήνων, επιτέθησαν κατ’ αυτής. Οι Έλληνες, επειδή δεν μπόρεσαν να καταφύγουν στο χωριό, αναγκάσθηκαν να οχυρωθούν προσωρινώς στα αμπέλια Βαρθολομιού, που βρίσκονταν έξω από το χωριό. Εκεί συνήφθη η περίφημη μάχη, η οποία διήρκεσε πολλές ώρες. Οι ιππείς των Αιγυπτίων υπέστησαν μεγάλες απώλειες και για το λόγο αυτό αναγκάσθηκαν να ζητήσουν την βοήθεια των πεζών. Όταν μπήκαν στη μάχη και οι πεζοί, ο αγώνας έγινε ανισώτερος, αλλά οι Έλληνες αμύνονταν πολύ καλά και επιφέρανε μεγάλες απώλειες στον εχθρό. Για κακή τους όμως τύχη άρχισε να πέφτει ραγδαία βροχή, έτσι ώστε τα όπλα τους δεν μπορούσαν πλέον να λειτουργήσουν και ο αγώνας εγίνοταν με τα σπαθιά, σώμα με σώμα. Εφονεύθησαν όλοι 150 (κατά τον Φραντζή), ή 180 (κατά τον Γ. Σισίνη) Έλληνες, πλην ενός».
Ε. Με εξίσου ιστορικώς ακριβή αλλά και παραστατικό τρόπο περιγράφει και ο Σπυρίδων Τρικούπης την «Μάχη του Βαρθολομιού», στο εμβληματικό έργο του, «Η Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως».
1. Συγκεκριμένα, αναφέρει επί λέξει τ’ ακόλουθα: «Την δε υστεραίαν επέρασαν οι εχθροί τον Αλφειόν και έκαυσαν τον Πύργον. Εξεστράτευσαν συγχρόνως και οι περί τον εν Πάτραις Ισούφην, έπεσαν αυθημερόν οι μεν εντεύθεν οι δε εκείθεν εις την πόλιν της Γαστούνης, την ηύραν έρημον, την έκαυσαν και διεσπάρησαν εις την λοιπήν επαρχίαν καίοντες, λεηλατούντες, φονεύοντες και αιχμαλωτίζοντες· ηύραν όμως κάπου αντίστασιν, προ πάντων δε εν Βαρθολομιώ, όπου επιπεσόντες ολίγοι απεκρούσθησαν υπό των εγχωρίων. Ούτοι, δράξαντες επί της αποκρούσεως την ευκαιρίαν, μετεκόμισαν τας γυναίκας και τα τέκνα των εις Χλουμούτσι, καί τινες μεν αυτών ενδιέμειναν, άλλοι δε, πλήρεις θάρρους διά την επιτυχίαν των, επέστρεψαν αυθεσπερί εις προφύλαξιν του χωρίου, αν επανήρχοντο οι εχθροί. Την επαύριον επανήλθαν οι εχθροί πολυπληθέστεροι, εναπέκλεισαν τους επανελθόντας και τους επολέμουν. Μαθόντες οι εν Χλουμουτσίω τα γινόμενα έστειλαν αμέσως 150 εκλεκτούς εις αντίληψιν των κινδυνευόντων· αλλ’ ούτοι φθάσαντες εις τους αμπελώνας του χωρίου εκυκλώθησαν υπό των εχθρών, και πολεμούντες γενναίως όλοι σχεδόν απωλέσθησαν, συναπωλέσθησαν και 56 εκ των εντός του χωρίου δι’ όλης της ημέρας πολεμησάντων· έπαθαν και οι εχθροί βαρείαν ζημίαν».1
2. Τον αριθμό των Ελληνικών απωλειών πιστοποιεί ο Γεώργιος Σισίνης, όταν στην από 24 Νοεμβρίου 1825 επιστολή του προς την ελληνική επιτροπή Ζακύνθου, αναφέρει ότι «…εφονεύθησαν και εδικοί μας ως 57 και ένας καπετάνιος, ονόματι καπετάν Πανάγος Τζεκούρας, από Βρανά και εκείνος ο καλός άνθρωπος καπετάν Πανάγος Βέρας από Βαρθαλαμιού…».
ΙΙ. Και εφόσον μόλις αναφέρθηκα στον Γεώργιο Σισίνη, οφείλω να υπογραμμίσω ότι το εξαίρετο αυτό τέκνο της Γαστούνης υπήρξε ο Πρόεδρος της 1ης τακτικής Συνεδρίασης της Γ′ Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης, που προέκυψε από την διάσπαση της Γ′ Εθνοσυνέλευσης, τον Αύγουστο του 1826, και την Σύνοδο της «γαλλόφιλης» τάσης της στην Ερμιόνη.
Α. Πρόκειται περί της πρώτης από τις δεκαεπτά τακτικές Συνεδριάσεις, που άρχισαν στις 11 Φεβρουαρίου και τέλειωσαν στις 17 Μαρτίου του 1827. Η Διακήρυξή της, την οποία υπογράφει ο Σισίνης, είναι εξόχως σημαντική διότι σ’ αυτήν ανιχνεύεται «μια απήχησις των ημερών» -όπως θα έλεγε και ο μεγάλος Αλεξανδρινός- των Ηθικών Νικομαχείων και των Πολιτικών του Αριστοτέλους: «Χωρίς αρετής δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν αι Πολιτείαι. Αλλ’ η αρετή γεννάται από την καλήν Νομοθεσίαν. Και επειδή δι’ αυτής οι πολίται γινόμενοι ενάρετοι τείνουσιν εις τον προς ον όρον της Πολιτικής Κοινωνίας, είτουν εις την ευδαιμονίαν των, η Συνέλευσις αύτη επαναλαβούσα τας εργασίας της έχει κύριον σκοπόν να τελειοποιήση καθ’ όσον δύναται το Πολίτευμα του Έθνους […]». Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί ότι κατά τις εργασίες της 13ης Συνεδρίασης της Εθνοσυνέλευσης αποφασίσθηκε η βάση του Ελληνικού πολιτεύματος να είναι Κοινοβουλευτική.
Β. Η ιστορική αξία αυτής της πτυχής της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, που συνήλθε κατά τ’ ανωτέρω στην Ερμιόνη, είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο η επιρροή της στην τελική διατύπωση του «Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος», του Συντάγματος της Τροιζήνας της 1ης Μαΐου 1827, υπήρξε καθοριστική.
ΙΙΙ. Επανερχόμενος στα δραματικά γεγονότα του τριημέρου, από της 9ης μέχρι την 11η Νοεμβρίου 1825 στο Βαρθολομιό, και επιχειρώντας την αποτίμησή τους, αναδεικνύεται για όλους μας, εκτός από το χρέος Αιώνιας Μνήμης του απαράμιλλου ηρωϊσμού των Πεσόντων, και το εξίσου σπουδαίο χρέος εξαγωγής χρήσιμων για το μέλλον συμπερασμάτων, που οφείλουν ν’ αποτελέσουν πολύτιμους δείκτες πορείας, στους κρίσιμους για την Πατρίδα μας σημερινούς καιρούς αλλά και στους, ενδεχομένως γεμάτους κινδύνους και προκλήσεις, χρόνους που θ’ ακολουθήσουν. Συγκεκριμένα:
Α. Εμείς, οι Έλληνες, Λαός και Έθνος της Ελευθερίας εκ καταγωγής, όπως επανειλημμένως αποδείξαμε στο παρελθόν είμαστε έτοιμοι να υπερασπισθούμε, ανά πάσα στιγμή, τα Εθνικά μας Θέματα και τα Εθνικά μας Δίκαια. Και τούτο θα το πράττουμε πάντοτε υπό όρους αρραγούς ενότητας, δοθέντος ότι η Ιστορία μας έχει διδάξει πως τα μεγάλα και σημαντικά -και ιδίως τους Εθνικούς μας Στόχους- τους επιτυγχάνουμε ενωμένοι. Ενώ η διχόνοια και ο διχασμός μας στοίχισαν ακριβά, ακόμη δε και τμήματα του Εθνικού μας Κορμού. Τέτοια τραγικά λάθη δεν είναι νοητό να τα επαναλάβουμε. Και δεν θα τα επαναλάβουμε, πολλώ μάλλον όταν το δικαστήριο της Ιστορίας δεν πρόκειται να μας τα συγχωρήσει.
Β. Τείνουμε χείρα φιλίας και καλής γειτονίας προς την Τουρκία και τον λαό της, πιστεύοντας ακράδαντα ότι το παρελθόν δεν πρέπει να μας διχάζει αλλά να μας ενώνει, έτσι ώστε το Αιγαίο να είναι πάντα Θάλασσα Ειρήνης και, γενικότερα, ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ μας. Τούτο όμως έχει ως στοιχειώδη προϋπόθεση το ότι η Τουρκία αφενός σέβεται και τηρεί στο ακέραιο, το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο στο σύνολό τους. Και, αφετέρου, εγκαταλείπει την τακτική της βάναυσης παραχάραξης της Ιστορικής Αλήθειας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Τουρκία οφείλει να σέβεται και την Κυριαρχία, τα Σύνορα, το Έδαφος και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ελλάδας, που είναι και Σύνορα, Έδαφος και Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και ας αντιληφθεί, επιπλέον, η Τουρκία ότι εμείς, οι Έλληνες, ως εγγυητές της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας, θα επιβάλουμε, εφόσον χρειασθεί, τον πλήρη σεβασμό του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Κύριε Δήμαρχε,
Αναχωρώντας από το ιστορικό αυτό Τόπο, με την σπουδαία τιμή που επιδαψιλεύσατε στο πρόσωπό μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι όσα εξέθεσα θ’ αποτελέσουν καθοριστικής σημασίας δείκτη πορείας κατά την άσκηση των καθηκόντων μου. Επιπλέον, παίρνω μαζί μου, στις νοερές αποσκευές μου, τις καλύτερες αναμνήσεις της έξοχης φιλοξενίας που μου επιφυλάξατε, για την οποία και πάλι βαθύτατα σας ευχαριστώ.
1 Σπυρίδωνος Τρικούπη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Έκδοσις Τρίτη – Επιθεωρηθείσα και Επιδιορθωθείσα, Τόμος Γ′, Εκδότης Π. Ασλάνης, Εν Αθήναις, Εκ του Τυπογραφείου της «Ώρας», 1888, σελ. 239.