Σημεία αντιφώνησης του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου κατά την ανακήρυξή του ως επίτιμου δημότη του Δήμου Ανδραβίδα-Κυλλήνης

Κύριε Δήμαρχε,

Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα η αναγόρευσή μου, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, σ’ Επίτιμο Δημότη του Δήμου Ανδραβίδας-Κυλλήνης, ενός τόπου με λαμπρή και μακραίωνη Ιστορία. Περπατώντας κανείς σε τούτα τα Ιερά Χώματα, αισθάνεται ότι συνομιλεί με την ίδια την Ιστορία, αφού κάθε πέτρα και κάθε γωνιά αυτής της γης έχει κάτι να διηγηθεί από ένα παρελθόν αγώνων του Ελληνισμού για την επιβίωσή του αλλά και για την εκπλήρωσή της αποστολής του, κατά την φύση και τον προορισμό του.

Ι. Πρόκειται, ταυτόχρονα, για ένα προσκύνημα, μια απότιση του οφειλόμενου φόρου τιμής στους Προγόνους σας, οι οποίοι αγωνίσθηκαν πάντοτε για την Ελευθερία, που για εμάς, τους Έλληνες, είναι υπαρξιακή Αρχή.

Α. Μόνον ελεύθεροι μπορούμε να ζήσουμε. Και γι’ αυτό, με κάθε τίμημα, ακόμα και με την θυσία της ζωής μας, θα υπερασπισθούμε τα Σύνορά μας, το Έδαφός μας, την Κυριαρχία μας. Υπενθυμίζω ότι το Έδαφός μας και τα Σύνορά μας είναι Έδαφος και Σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτό το μεγάλο Χρέος της υπεράσπισης της Ελευθερίας, το Έθνος των Ελλήνων θα το εκπληρώσει υπό όρους αρραγούς ενότητας. Ξέρουμε την αξία της ενότητας, γνωρίζουμε το κόστος της διχόνοιας. Είναι αδιανόητο να κάνουμε ξανά λάθη που, μέσα από διχόνοιες και διχασμούς, στο παρελθόν μας στοίχισαν ακόμη και τμήματα του Εθνικού μας Κορμού.

Β. Τονίζω, λοιπόν, στην αρχή της σύντομης αυτής αντιφώνησης, το κεντρικό μήνυμά της, που αποτελεί ήδη κτήμα και βαθιά πεποίθηση όλων των Ελλήνων: Ότι, δηλαδή, μόνον ενωμένοι και αποφασισμένοι θα προασπίσουμε την Ελευθερία μας και θα οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τις μελλοντικές γενιές.

ΙΙ. Στο σημείο αυτό, όμως, επιτρέψατέ μου ν’ αναφερθώ, έστω δι’ ολίγων, σε κάποιους ιστορικούς σταθμούς στην πορεία του Τόπου σας.

Α. Είναι γνωστό ότι εδώ, στα Λεχαινά, την παλαιά Μυρτουντία –αφού η αρχαία πόλις Μύρσινος ονομαζόταν Μυρτούντιον κατά την εποχή του Στράβωνος- και πατρίδα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, όπως και άλλων γνωστών προσωπικοτήτων της πνευματικής ζωής της Πατρίδας μας, διεξήχθη μία αξιοσημείωτη μάχη κατά την Εθνεγερσία του 1821.

1. Συγκεκριμένα, στις 11 Ιουλίου 1825, επτακόσιοι Τούρκοι ιππείς, προερχόμενοι από την Πάτρα και ακολουθούμενοι από δύο χιλιάδες πεζούς, βάδισαν προς τον κάμπο της Ηλείας. Στις 12 Ιουλίου εισήλθαν στα Λεχαινά και αιχμαλώτισαν σαράντα τρεις από τους αμάχους.

2. Όταν το έμαθε ο Γεώργιος Σισίνης, προύχοντας της Γαστούνης, έστειλε τον μεγαλύτερο γιο του, Χρύσανθο, με λίγους ντόπιους αρματωμένους και τριάντα Σουλιώτες για να διώξουν τους εχθρούς.

3. Τελικώς, παρέμειναν και πολέμησαν κατά των εχθρών οι Σουλιώτες και τριάντα από τους Ηλείους, δίπλα στους γιους του Σισίνη. Πολέμησαν, μάλιστα, με τους Τούρκους ιππείς «εκ του σύνεγγυς», δηλαδή σώμα με σώμα. Προς βοήθεια των εξεγερμένων ξεκίνησε να πάει και ο Κώστας Μπότσαρης με διακόσιους Σουλιώτες, αλλά δεν πρόλαβε να φθάσει εγκαίρως στο πεδίο της μάχης, γιατί στο μεταξύ έφυγαν οι Τούρκοι, παίρνοντας μαζί τους και όσους άμαχους είχαν συλλάβει προηγουμένως. Στην μάχη εκείνη των Λεχαινών σκοτώθηκαν δεκατρείς Έλληνες και πενήντα Τούρκοι.

Β. Η Ανδραβίδα, από την άλλη, κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας  (1205 – 1460) ήταν πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (Μορέως)  και έδρα του επισκόπου Ωλένης.

1. Αποτελούσε την μεγαλύτερη και λαμπρότερη πόλη της Ηλείας, καθώς ήταν η έδρα των Φράγκων πριγκήπων Βιλλεαρδουίνων. Το ένδοξο αυτό παρελθόν της μαρτυρεί σήμερα το διασωθέν γοτθικό μέρος του χώρου του Ναού της Αγίας Σοφίας  και δύο παρεκλήσια. Η εν λόγω Εκκλησία κτίσθηκε, περίπου, το 1230 μ.Χ. από το μοναχικό τάγμα των Δομινικανών και σε αυτήν γίνονταν οι στέψεις των διαδόχων του Πριγκιπάτου.

2. Την περίοδο αυτή στην Ανδραβίδα εκδόθηκε το «Χρονικόν του Μορέως», το οποίο διαιρούσε την Πελοπόννησο σε 12 βαρονίες. Το 1433 ολόκληρη η περιοχή περιήλθε στους Παλαιολόγους και το 1460 κατακτήθηκε από τους Τούρκους.  

3. Αξιόλογο, επίσης, και καλά διατηρημένο μνημείο της περιοχής είναι το Κάστρο Χλεμούτσι,  που κτίσθηκε από τον Γοδεφρείδο Β’ Βιλλεαρδουίνο, την περίοδο 1220-1223, και προστάτευε την πρωτεύουσα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, Ανδραβίδα, αλλά και το σημαντικό λιμάνι της Γλαρέντζας.

Γ. Τέλος, όσον αφορά την Κυλλήνη, αξίζει να υπογραμμισθούν τ’ ακόλουθα:

1. Είχε κατοικηθεί από την παλαιολιθική εποχή. Η πρώτη γραπτή μαρτυρία προέρχεται από τον Όμηρο, ο οποίος μας πληροφορεί για τον φόνο του Ώτου του Κυλλήνιου, αρχηγού των Επειών κατά τον Τρωικό Πόλεμο,  από τον Πολυδάμαντα.

2. Επίσης, σύμφωνα με τον Παυσανία, ιδρύθηκε από Αρκάδες που μετανάστευσαν εδώ από την περιοχή του όρους Κυλλήνη. Η Πόλη υπήρξε επίνειο της αρχαίας Ήλιδας, σε απόσταση 120 σταδίων (23 χιλιομέτρων) από αυτή. Εκεί βρίσκονταν ιερά του Ασκληπιού, της Αφροδίτης αλλά και άγαλμα του Ερμή. Το άγαλμα του Ασκληπιού είχε φιλοτεχνηθεί από τον Κολώτη, μαθητή του Φειδία.

3. Το 1204 οι Φράγκοι ανακατασκεύασαν το αρχαίο λιμάνι και δημιούργησαν, όπως προανέφερα, μια νέα πόλη, την Γλαρέντζα, η οποία έκοψε και δικό της νόμισμα, το τορνέζι. Η Γλαρέντζα έφθασε σε μεγάλη ακμή και ήταν από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μεσογείου.

4. Το 1421-22 ο Κ. Τόκκο θα εξαγοράσει, από τον Φράνκο Ολιβιέρο, την Γλαρέντζα και θα την εποικίσει με Αλβανούς και με πρώην άρχοντες από το Δεσποτάτο της Ηπείρου.

5. Το 1428 περιήλθε, ως «προίκα», στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον τελευταίο Βυζαντινό Αυτοκράτορα.

ΙΙΙ. Με αφορμή την αναφορά μου στην Βυζαντινή περίοδο της μακράς Ιστορίας του Τόπου σας, ας μου επιτραπεί, στην συνέχεια, ν’ αναπτύξω, κάπως πιο διεξοδικά, την ευρύτερη σημασία του Βυζαντίου όχι μόνον για τον Ελληνικό αλλά και για τον ευρύτερο Ευρωπαϊκό Πολιτισμό.

Α. Κατά το παρελθόν υπήρξαν Ευρωπαίοι ιστορικοί και διανοητές που, εντυπωσιασμένοι από το μεγαλείο του Αρχαίου Κόσμου ή από τα επιτεύγματα της Επιστημονικής Επανάστασης, στοχάζονταν σαν να μην υπήρχε δημιουργική σκέψη, πολιτισμός και εξέλιξη κατά την περίοδο που, σχεδόν απορριπτικά, ονομάσθηκε Μεσαίωνας. Και, επιπλέον, θεώρησαν το Βυζάντιο ως τον Μεσαίωνα της Ανατολής, οπότε υποτίμησαν την σημασία του Βυζαντινού Πολιτισμού, στο σύνολό του. Ευτυχώς, όμως, αυτή η αντίληψη θεωρείται πλέον παρωχημένη.

1. Σήμερα, με μεγάλη ικανοποίηση βλέπουμε ν’ αναπτύσσονται σταθερά οι σπουδές του Βυζαντινού Πολιτισμού, καθώς οι μελετητές ανακαλύπτουν ολοένα και πιο συναρπαστικές πτυχές της χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας, που συμβατικά λέμε ότι εγκαινιάσθηκε τον τέταρτο αιώνα και «έκλεισε» το 1453. Λέω «συμβατικά», διότι νομίζω πως οι αυστηροί χρονικοί προσδιορισμοί δεν αρκούν για να περιγραφεί η πολύπλευρη και πολυπρισματική ιστορική φυσιογνωμία του Βυζαντίου.

2. Ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, στο έργο του Πηγή Γνώσεως, γράφει ότι, πριν παρουσιάσει την Ορθόδοξη Δογματική Διδασκαλία, όπως αυτή παραδόθηκε από τους Θεοδίδακτους Αλιείς και τους Θεοφόρους Ποιμένες και Διδασκάλους, θα παραθέσει τα «κάλλιστα τν παρ’ λλησι σοφν», γνωρίζοντας ότι καθετί αγαθό «παρ Θεο τος νθρώποις δεδώρηται». Είναι μια από τις πιο εύγλωττες μαρτυρίες που περιγράφουν την φυσιογνωμία του Βυζαντίου: Τον σεβασμό προς το Αρχαίο Πνεύμα και την προσήλωση στην Ορθόδοξη Πίστη. Το Βυζάντιο ανακεφαλαίωσε και διέσωσε τον Αρχαίο Κόσμο, γονιμοποίησε και εμπλούτισε την κολοσσιαία Αρχαιοελληνική και Ελληνορωμαϊκή Κληρονομιά, τις παραδόσεις των λαών που έζησαν και άκμασαν στην λεκάνη της Μεσογείου και, ταυτόχρονα, φώτισε με την δική του κληρονομιά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους, τόσο στην Δύση όσο και στην Ανατολή.

3. Μια τεραστίων διαστάσεων γραμματεία –τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά– σπουδαία έργα που μαρτυρούν βαθύτατη φιλοσοφική παιδεία, αγωνιώδεις αναβάσεις στο δύσβατο «όρος» της Θεογνωσίας, υπαρξιακές αναζητήσεις, αναλύσεις περί της ανθρώπινης ψυχής από τους Νηπτικούς Πατέρες, που ακόμη εκπλήσσουν τον μελετητή με την εμβρίθεια και την οξυδέρκειά τους, τέχνη υψηλού επιπέδου, οι επιρροές της οποίας ανιχνεύονται ακόμη και στους μοντερνιστές ζωγράφους του 20ού αιώνα, μουσική που ακόμη και σήμερα δεν αποτελεί ένα συναυλιακό ακρόαμα αλλά διατηρεί την ζωντανή, λειτουργική της θέση στην Ορθόδοξη Λατρεία, ένα διοικητικό σύστημα και ένας Νομικός Πολιτισμός που διέσωσε την Ελληνορωμαϊκή Παράδοση και διαδραμάτισε θεμελιώδη ρόλο στην δημιουργία των σύγχρονων Δημοκρατιών, προβάλλοντας τον σεβασμό στο ανθρώπινο πρόσωπο, σύμφωνα με τη ρήση του αποστόλου Παύλου: «οκ νι ουδαος οδ λλην, οκ νι δολος οδ λεύθερος, οκ νι ρσεν κα θλυ· πάντες γρ μες ες στε ν Χριστ ησο» (Γαλ. 3,28), αυτό υπήρξε κατά βάθος το Βυζάντιο.

4. Οφείλουμε, λοιπόν, πολλά στο Βυζάντιο. Όχι μόνον εμείς, οι Έλληνες, αλλά και ο Δυτικός Κόσμος, στον οποίο το Βυζάντιο διέδωσε τα αγαθά της Αρχαίας Σκέψης, όπως και ο κόσμος των Σλάβων, που χάρη στο έργο των Βυζαντινών ιεραποστόλων φωτίσθηκε και οδηγήθηκε στην Ορθόδοξη Πίστη. Γεγονός που και σήμερα αναγνωρίζουν οι σλαβικοί λαοί, και γι’ αυτό οι περισσότεροι σέβονται και αγαπούν ιδιαίτερα την Ελλάδα, με την οποία τους συνδέουν στενοί πνευματικοί δεσμοί. Το ίδιο ισχύει και για τον κόσμο των Αράβων και των Οθωμανών που, αν και συγκρούσθηκαν με το Βυζάντιο, σίγουρα θ’ αδυνατούσαν να δημιουργήσουν μια στέρεη κρατική δομή, εάν δεν είχαν ως υπόδειγμα την Βυζαντινή διοίκηση.

5. Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, στο βιβλίο της με τίτλο «Γιατί το Βυζάντιο», παραπέμποντας στον Paul Valery, γράφει ότι «Ευρώπη είναι εκεί όπου το όνομα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, του Κικέρωνα και του Οράτιου, του Παύλου και του Μωυσή, έχουν βάρος και σημασία. Αυτά γράφει όχι κάποιος Έλληνας ή ελληνοκεντρικός μελετητής, αλλά ο Paul Valery προκειμένου να δώσει τον λειτουργικό και πολιτιστικό ορισμό της Ευρώπης. Η Ευρώπη πολιτιστικά, κατά τον Valery, στηρίζεται και τρέφεται από το αρχαιοελληνικό ορθολογιστικό επίτευγμα, από τη ρωμαϊκή οργανωτική και νομοθετική διευθέτηση και από την ιουδαιοχριστιανική πνευματικότητα».

Β. Με βάση τα προαναφερθέντα, επιτρέψατέ μου να τονίσω, για μιαν ακόμη φορά, την αλήθεια ως προς την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την επιρροή της στην όλη Ευρωπαϊκή Ιστορία.

1. Ο Βυζαντινός Πολιτισμός και η διαδρομή του στον χρόνο αποδεικνύουν, με αμάχητα μάλιστα ιστορικά τεκμήρια, ότι το Βυζάντιο δεν υπήρξε, ούτε κατ’ ελάχιστο, μέρος του Μεσαίωνα. Άλλοι ήταν εκείνοι, οι οποίοι με την άμετρη, ακόμη και κοσμική, φιλοδοξία τους επινόησαν την σκοτεινή Ιερά Εξέταση και «δρομολόγησαν» την εξίσου σκοτεινή περίοδο του Μεσαίωνα. Όλως αντιθέτως, το Βυζάντιο και ο Πολιτισμός του, ως γνήσιοι εκφραστές του Χριστιανισμού που υπηρετεί τον γνήσιο Ανθρωπισμό και την ανυπόκριτη Αγάπη, διαιωνίζοντας τις θετικές πτυχές της κληρονομιάς της Αρχαίας Αθήνας και της Αρχαίας Ρώμης, έχτισαν την πνευματική και πολιτισμική «γέφυρα», η οποία οδήγησε στην Αναγέννηση. Και μέσα από αυτή την ιστορική πορεία, η Χριστιανική Διδασκαλία όχι μόνον επιτέλεσε την κατά τον προορισμό της πνευματική αποστολή της, αλλά κατέστη, μαζί με την Αρχαία Ελλάδα και την Αρχαία Ρώμη, ο τρίτος πυλώνας του κοινού μας Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.

2. Διότι οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι το «αέτωμα» του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού στηρίζεται στον πυλώνα της Αρχαίας Ελλάδας -τον πυλώνα της Ελευθερίας του Πνεύματος- στον πυλώνα της Αρχαίας Ρώμης -τον πυλώνα των Θεσμών- και στον πυλώνα της Χριστιανικής Διδασκαλίας, ήτοι τον πυλώνα του Ανθρωπισμού, μέσω των αρχών της Αγάπης και της Αλληλεγγύης, ο οποίος συμβολίζει το ανυπέρβλητο διάνυσμα που ξεκινάει από το «Αγαπάτε Αλλήλους» και καταλήγει στο «Αγαπήσεις τον Πλησίον σου ως σεαυτόν». Και αυτός ο συμβολισμός αποκτά τόσο μεγαλύτερη αξία στους ταραγμένους καιρούς μας, όσο σε αυτούς δοκιμάζονται δεινώς -τα τραγικά γεγονότα της Μέσης Ανατολής και η αδίστακτη και απάνθρωπη επιθετικότητα της Τουρκίας το αποδεικνύουν- η Ειρήνη, η Δημοκρατία, η Δικαιοσύνη, εν τέλει δε ο ίδιος ο Άνθρωπος και ο Ανθρωπισμός, ο οποίος βρίσκεται στον πυρήνα του Ελληνικού και του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.

Κύριε Δήμαρχε,

Φεύγοντας από τον Ιστορικό Δήμο Ανδραβίδας-Κυλλήνης παίρνω, μαζί με τις νοερές αποσκευές μου, τις άριστες εντυπώσεις της λαμπρής φιλοξενίας που μου επιφυλάξατε. Κυρίως δε την πεποίθηση ότι εσείς, οι κάτοικοι αυτού του ιστορικού και όμορφου Τόπου, έχετε βαθιά χαραγμένο στην ψυχή και στον νου σας το αίσθημα της ευθύνης για την μοίρα του. Αυτά τα διδάγματα, να είσθε βέβαιοι, θα οδηγούν τα έργα μου κατά την άσκηση των καθηκόντων μου ως το τέλος της θητείας μου, και όχι μόνον.

Ευχαριστώ, και πάλι, θερμώς. ]